Από το 2010, την έναρξη δηλαδή της Κρίσης στην Ευρωζώνη, μέχρι και την έκρηξη της Πανδημίας στις αρχές του 2020, η αποδοχή από τις χώρες του Νότου της μόνιμης δημοσιονομικής περιοριστικής πολιτικής ως ρεαλιστικής επιλογής διαφύλαξης της ευρωπαϊκής ενότητας περιμένοντας καλύτερες μέρες ήταν μια με υψηλό πολιτικό και κοινωνικό κόστος επιλογή.
Σήμερα, με την Πανδημία και την Κλιματική Αλλαγή να προστίθενται σε μια δεκαετία σκληρής εμμονικής ιδεοληπτικής λιτότητας, είναι βέβαιο ότι οι Χώρες του Νότου της Ε.Ε –Ευρωζώνης δεν θα μπορέσουν να αντέξουν την περαιτέρω απόκλιση από τον Βορρά η οποία θα διευρύνεται αν το Ταμείο Ανάκαμψης κλείσει ως παρένθεση Ειδικού Σκοπού και δρομολογηθεί επιστροφή στο πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας.
Αυτή την πραγματικότητα αποτυπώνουν οι Μακρόν και Ντράγκι που ζητούν σε κάθε ευκαιρία μόνιμη υιοθέτηση των εργαλείων του Συμφώνου Ανάκαμψης δηλαδή του κοινού δανεισμού και της μεταφοράς πόρων.
Για το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής Ελίτ της Γερμανίας δεν υφίσταται καν θέμα για συζήτηση με την επιστροφή στην κανονικότητα της λιτότητας να τοποθετείται στις αρχές του 2023.
Από τον Σόιμπλε και τον επικεφαλής της Μπούντεσμπανκ Βάιντμαν, τον υποψήφιο διάδοχο της Μέρκελ στην Καγκελαρία Λάσετ, μέχρι τον σοσιαλδημοκράτη Υπουργό Οικονομικών και υποψήφιο Καγκελάριο Σολτς, όλοι συμφωνούν ότι το Ταμείο Ανάκαμψης δεν είναι στροφή αλλά παρένθεση.
Επιπλέον των παραπάνω το πολιτικό τοπίο στην Γερμανία βρίσκεται σε μια δυναμική πολυδιάσπασης και κατάτμησης που καθιστά κάθε μετεκλογική διαπραγμάτευση για συγκρότηση κυβερνητικού συνασπισμού δυσχερή , απρόβλεπτη και μακρόχρονη.
Ούτως η άλλως η Γερμανία, μη αρκούμενη στο Σύμφωνο Σταθερότητας, έχει ενσωματώσει στο Σύνταγμα τον αυτόματο κόφτη χρέους.
Έτσι ακόμη και στην περίπτωση συγκρότησης μιας κυβέρνησης συνασπισμού αποφασισμένης να μην κλείσει την χαλάρωση του Ταμείου Ανάκαμψης ως παρένθεση αλλά να την αποδεχθεί ως αφετηρία μιας μετάβασης σε δημοσιονομική ένωση θα πρέπει να υπάρξει η ενισχυμένη πλειοψηφία των δύο τρίτων στην Ομοσπονδιακή Βουλή ώστε να αφαιρεθεί από το Σύνταγμα το άρθρο που υπαγορεύει μόνιμη δημοσιονομική περιοριστική πολιτική.
Ο θολός και αβέβαιος ορίζοντας των πολιτικών εξελίξεων στην Γερμανία εκ των πραγμάτων αποδυναμώνει την φερεγγυότητα και την αξιοπιστία της ρητορικής τόσο του Μακρόν όσο και του Ντράγκι ότι μπορεί να υπάρξει εναλλακτική διαχείριση της περαιτέρω πορείας της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Τούτων λεχθέντων όπως απεδείχθη στην δύσκολη περσινή διαπραγμάτευση για το Σύμφωνο Σταθερότητας όποια και να είναι η γραμμή πλεύσης του Βερολίνου υπάρχει ως δεδομένη η εναντίωση των Φειδωλών του Βορρά σε κάθε βήμα δημοσιονομικής χαλάρωσης με εργαλεία την αμοιβαιοποίηση του κινδύνου μέσω του κοινού δανεισμού αλλά και της μεταφοράς πόρων.
Αν η περιχαράκωση της Γερμανίας είναι δεδομένη στο πλαίσιο των σημερινών ευρωπαϊκών ισορροπιών εύλογα τίθεται το ερώτημα αν ό όποιος διάδοχος της Μέρκελ στην Καγκελαρία θα συγκρουσθεί σε κάποια Σύνοδο Κορυφής της Ομάδας G – 7 με την στρατηγική ανάκαμψης που έχουν υιοθετήσει οι ΗΠΑ του Μπάιντεν.
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος- διεθνολόγος)