Πριν από μερικές ημέρες το ΚΑΝΕΠ ΓΣΕΕ παρουσίασε την Ετήσια Έκθεσή του για την εκπαίδευση, η οποία βασίστηκε στο σύνολο των διαθέσιμων διεθνών, ευρωπαϊκών και εθνικών επίσημων βάσεων δεδομένων. Η φετινή έκθεση, μεταξύ άλλων, ανέδειξε ιδιαίτερα στοιχεία σχετικά με τις διαστάσεις διασύνδεσης της εκπαίδευσης με την απασχόληση δίνοντας έμφαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Το σύνολο των δεδομένων και των δεικτών παρουσιάζονται συγκριτικά από το 2001 έως το 2019 και για κάθε χώρα της ΕΕ των 28.
Τα ευρήματα είναι πολλαπλά, σε αρκετές περιπτώσεις συμπληρωματικά, αναδεικνύοντας τις χρόνιες πλέον παθογένειες του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος. Σε σημαντικές παραμέτρους του παρατηρείται περαιτέρω όξυνση, με απτά αποτελέσματα στη μείωση της ποιότητας των εισροών (χρηματοδότηση, εκπαιδευτικό προσωπικό, επάρκεια και ποιότητα υποδομών-εξοπλισμού, προγράμματα σπουδών κ.λπ.), επιφέροντας ανάλογη μείωση της ποιότητας των εκροών (μαθησιακά-εκπαιδευτικά αποτελέσματα). Ο συνδυασμός των δύο έχει ως συνέπεια τη συνεχή ένταση των εκπαιδευτικών ανισοτήτων στη χώρα μας.
Δύο εξαιρετικής σημαντικότητας παράμετροι είναι οι λεγόμενες δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση, δηλαδή πόσα χρήματα επενδύει ο κρατικός προϋπολογισμός για την εκπαίδευση και πόσα χρήματα οι οικογένειες ή, ακριβέστερα, τα νοικοκυριά για την εκπαίδευση των μελών τους. Σε σχέση με την πρώτη παράμετρο, αποτυπώνονται οι διαχρονικά χαμηλές δημόσιες δαπάνες για την εκπαίδευση, οι οποίες μάλιστα την περίοδο 2008-2018 κατέγραψαν πρωτοφανείς μειώσεις, κατατάσσοντας τη χώρα στην προτελευταία θέση (27η) στην ΕΕ-28. Η μείωση αυτή, όπως προκύπτει και από άλλα ευρήματα της Έκθεσης, έχει επιφέρει σοβαρότατες συνέπειες στα μικρότερα μεγέθη του συστήματος, παρά τον σημαντικό τους ρόλο στην κοινωνική συνοχή και άμβλυνση των ανισοτήτων, όπως η προσχολική εκπαίδευση και η ειδική αγωγή. Σε αντιδιαστολή, οι ιδιωτικές δαπάνες για την εκπαίδευση –οι δαπάνες των νοικοκυριών– υπερέχουν συστηματικά και σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου (2,1% έναντι 1,2% αντίστοιχα), φέρνοντας τη χώρα στην 4η θέση των κρατών-μελών της ΕΕ-28 με τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες. Ενδεικτικά, το ποσό που δαπάνησαν τα ελληνικά νοικοκυριά για εκπαίδευση, για το έτος 2018, ανέρχεται σε 2 δις και 775 εκατομμύρια ευρώ.
Με βάση τα παραπάνω στοιχεία, επιβεβαιώνεται πως το κόστος της κρατικής υποχρηματοδότησης στην εκπαίδευση μετακυλίεται στις δαπάνες των ελληνικών οικογενειών, οι οποίες συνεχίζουν να επενδύουν στη μόρφωση των παιδιών τους. Ο βασικότερος στόχος τους, προφανώς, είναι η πολυπόθητη πρόσβασή τους στην αγορά εργασίας και ταυτόχρονα η κατάκτηση καλύτερων αμοιβών, η όσο το δυνατόν απρόσκοπτη επαγγελματική εξέλιξη, καθώς και η κατοχύρωση εργασιακής ασφάλειας σε μια αγορά εργασίας όπου ‒κατά βάση‒ υπερισχύουν η παραβατικότητα και η υποαμειβόμενη και η χαμηλής ποιότητας εργασία.
Επιπρόσθετα, η Έκθεση κατέγραψε ένα ακόμα σχετικό και αξιοσημείωτο εύρημα. Η Ελλάδα στην κατηγορία των ανέργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευση ηλικίας 25-39 ετών, με ποσοστό 19,9%, βρίσκεται στην 1η θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Ανάλογη είναι η απόδοση στο ποσοστό των μακροχρόνια ανέργων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ηλικίας έως 29 ετών, με ποσοστό 19,6%. Επιπλέον, η χώρα μας κατέχει την 3η θέση στην ΕΕ-28, με ποσοστό 33,9%, στην κάθετη αναντιστοιχία προσόντων και δεξιοτήτων (γνωστή και ως υπερεκπαίδευση) σε εργαζόμενους αποφοίτους τριτοβάθμιας εκπαίδευσης: με άλλα λόγια, στο ποσοστό αποφοίτων που η θέση εργασίας τους υπολείπεται του μορφωτικού τους επιπέδου, με το χάσμα μάλιστα να διευρύνεται σημαντικά την περίοδο εντός κρίσης (2010-2018).
Παρά τα παραπάνω αποθαρρυντικά στοιχεία, η ελληνική οικογένεια επιμένει να στηρίζει και να επενδύει στη μόρφωση και την πολυπόθητη επαγγελματική αποκατάσταση των παιδιών της με όλες της τις δυνάμεις και σε πολλές περιπτώσεις υπεράνω αυτών, καθώς έχει να επιλέξει ανάμεσα στο δίλημμα «φτωχός – εργαζόμενος» έναντι του «άνεργος – μη απασχολήσιμος».
Αναλυτικότερα, η εξέλιξη αυτή των ιδιωτικών δαπανών για την εκπαίδευση στη χώρα μας αποτελεί ένα σημαντικό εύρημα, ενδεικτικό της διαχρονικής και σταθερής προσήλωσης των νοικοκυριών στην υπόθεση της εκπαίδευσης. Επί της ουσίας, η εικόνα αυτή αναιρεί στην πράξη το ιδεολογικό πρόταγμα της «δωρεάν παιδείας», τη στιγμή που οι ιδιωτικές δαπάνες για αγορά αγαθών και υπηρεσιών εκπαίδευσης –ακόμα και μεσούσης της κρίσης– διατηρήθηκαν σε υψηλά, για τα δεδομένα της συγκυρίας, επίπεδα.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει τη βαθιά προσήλωση της ελληνικής οικογένειας στο αξιακό ιδεώδες της εκπαίδευσης ως μηχανισμού ανοδικής κινητικότητας, καθώς ‒παρόλο που γνωρίζει τις δομικές αδυναμίες των πτυχίων στην εύρεση απασχόλησης‒ συνεχίζει να επενδύει με αποφασιστικό τρόπο στην εκπαίδευση των παιδιών της. Παράλληλα, με τον τρόπο αυτό φαίνεται να αποδέχεται ‒και επί της ουσίας να νομιμοποιεί στην πράξη‒ τη λειτουργία και αναγκαιότητα μιας «παράλληλης και σκιώδους» εκπαίδευσης, ελπίζοντας πως μέσα στη γενικότερη κρίση κάτι καλό θα συμβεί για τα δικά της παιδιά, εάν και εφόσον αποκτήσουν μορφωτικά εφόδια.
Την ίδια στιγμή βλέπουμε να δαπανώνται τεράστια ποσά για παραδοσιακές εκπαιδευτικές διαδρομές, με σκοπό την απόκτηση κύρους και γοήτρου, το οποίο όλοι ευελπιστούν κάποτε να μετατραπεί σε οικονομικό κεφάλαιο, υψηλά εισοδήματα και επαγγελματικούς ρόλους. Εν κατακλείδι, η ελληνική οικογένεια εμμένει πεισματικά στην αξία της εκπαίδευσης παρέχοντας ό,τι περισσότερο μπορεί στα μέλη της, με σκοπό την ένταξή τους στην αγορά εργασίας με τους καλύτερους όρους. Ακόμα κι αν γνωρίζει πως η επένδυση αυτή δεν είναι πια ανταποδοτική όπως ήταν στο παρελθόν, συνεχίζει να θεωρεί την εκπαίδευση έναν από τους βασικότερους μηχανισμούς επαγγελματικής και κοινωνικής κινητικότητας. Υπό την έννοια αυτή, ακόμα και σε ένα ‒κατά κοινή ομολογία‒ αναποτελεσματικό δημόσιο σύστημα εκπαίδευσης, αναπτύσσει τις δικές της στρατηγικές πληρώνοντας ένα βαρύ οικονομικό τίμημα, που έχει αποκρυσταλλωθεί πια ως δομικό χαρακτηριστικό της νεοελληνικής νοοτροπίας.
Με βάση τα παραπάνω, δεν είναι τυχαία η 1η θέση της χώρας μας στην ΕΕ σε ποσοστό φοιτητών τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (προπτυχιακού κύκλου) και η 3η σε ποσοστό διδακτορικών φοιτητών συγκριτικά με τα υπόλοιπα κράτη-μέλη της ΕΕ-28. Ωστόσο, πριν προστρέξουμε σε εύκολες ερμηνείες αυτής της σταθερής και διαχρονικής τάσης, ίσως θα έπρεπε να θέσουμε το ερώτημα μέσα από το πρίσμα της συσχέτισης που αναδεικνύει η πρόσφατη Ετήσια Έκθεση του ΚΑΝΕΠ: οι οικογενειακοί προϋπολογισμοί σίγουρα πληρώνουν τις συνέπειες ενός αναποτελεσματικού εκπαιδευτικού συστήματος, αλλά είναι πολύ πιθανόν να πληρώνουν και τις συνέπειες μιας όλο και περισσότερο απορυθμισμένης αγοράς εργασίας. Είναι προφανές ότι αυτή η εξίσωση έχει δύο αγνώστους.
Ο Χρήστος Γούλας, PhD, είναι Διευθυντής του ΚΑΝΕΠ / ΓΣΕΕ