Δημοσιεύτηκε την περασμένη Πέμπτη, η απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου (Ολ. ΑΠ 1/2023) που δίνει την δυνατότητα στα funds και στις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων, να διενεργούν πλειστηριασμούς.
Πρόκειται για μια πολύ σημαντική απόφαση, που επαναφέρει στο προσκήνιο το πολύ σοβαρό ζήτημα του ιδιωτικού χρέους.
Δυστυχώς, με μεγάλη πλειοψηφία, οι δικαστές του Αρείου Πάγου, αποφάνθηκαν ότι, οι διαχειριστές των funds που εδρεύουν στην Ελλάδα, μπορούν να ενεργούν δικαστικές πράξεις (να γίνονται διάδικοι) και να προβαίνουν σε πλειστηριασμούς, με τη δική τους επωνυμία και όχι ως πληρεξούσιοι των funds.
Ειδικότερα, η απόφαση του Αρείου Πάγου, αναφέρει(πλειοψηφία) ότι: «Κατά την παράλληλη και συνδυαστική εφαρμογή των ν. 4354/2015 και ν. 3156/2003, οι Εταιρείες Διαχείρισης Απαιτήσεων από Δάνεια και Πιστώσεις (Ε.Δ.Α.Δ.Π) έχουν την κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση του άρθρου 2 παρ. 4 του ν. 4354/2015, προς άσκηση κάθε ένδικου βοηθήματος και κάθε άλλης δικαστικής ενέργειας προς είσπραξη των υπό διαχείριση απαιτήσεων, ανεξάρτητα από το ειδικότερο νομικό πλαίσιο, με βάση το οποίο συντελείται η μεταβίβαση των υπό διαχείριση απαιτήσεων, δηλαδή ακόμη και όταν η μεταβίβαση των απαιτήσεων και η ανάθεση της διαχείρισής τους στις εν λόγω εταιρείες συντελείται σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. 3156/2003 για την τιτλοποίηση των απαιτήσεων.».
Ο Άρειος Πάγος, με την «fast track» δημοσίευση της απόφασης για τα funds και τις εταιρίες διαχείρισης απαιτήσεων, λειτούργησε ως «νομική 5η φάλαγγα» φτάνοντας στα όρια της προπαγάνδας, υπέρ της κυβέρνησης, των funds, των τραπεζών, της Τράπεζας της Ελλάδος(που είχε προεξοφλήσει την έκβαση της δίκης, τον περασμένο Νοέμβριο) και των δανειστών.
Με ένα «μνημειώδες» σκεπτικό, σταθμίζοντας από τη μία το δικαίωμα της περιουσίας και την αξιοπρεπή διαβίωση των πολιτών και από την άλλη τη “διάσωση”(στην ουσία όμως την κερδοφορία)των τραπεζών, τάσσεται ευθέως υπέρ της δεύτερης.
Λες και μπορούν να υπάρχουν τράπεζες, με χρεωκοπημένους και ξεσπιτωμένους τους πολίτες, όταν μάλιστα οι τελευταίοι τις διέσωσαν μέχρι τώρα, όχι μία, αλλά τρεις φορές.
Η δουλειά του Δικαστηρίου, όπως ορθώς σημειώνει η μειοψηφία των 9 γενναίων δικαστών, «δεν είναι να νομοθετεί» (υπέρ ποιων άραγε;) και να ερμηνεύει (!) στο κοινωνικό και οικονομικό «κενό» αλλά να κάνει πραγματική στάθμιση, υπέρ του δημοσίου συμφέροντος και όχι υπέρ των αεριτζήδων.
Το Δικαστήριο είχε την χρυσή ευκαιρία, να θέσει πλαίσιο και κανόνες, στην λειτουργία των «κορακιών και στους Πάτσηδες», αλλά επέλεξε να χώσει το κεφάλι στην άμμο.
Η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να πείσει ότι, το υπάρχον πλαίσιο «βελτιώνεται» και ότι, οι ευάλωτοι προστατεύονται.
Ο νέος πτωχευτικός νόμος, φέρει όμως την υπογραφή της και τα αποτελέσματά του, θα φανούν σύντομα.
Από την άλλη σημαντική είναι η άποψη της μειοψηφίας των 9 δικαστών, η οποία παραθέτει ένα απολύτως άρτιο νομικοπολιτικό σκεπτικό, που θα μπορούσε, σε συνδυασμό με μια κυβέρνηση που πραγματικά θέλει να προστατέψει την πρώτη κατοικία, να θέσει όρια και κανόνες στα funds.
Ακολουθούν ορισμένα ενδεικτικά αποσπάσματα του εξαιρετικού σκεπτικού της μειοψηφίας:
- «Η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαδίκων διασπά τον θεμελιώδη δικονομικό κανόνα, σύμφωνα με τον οποίον συμπίπτουν στο ίδιο πρόσωπο το υποκείμενο της επίδικης έννομη σχέσεως και ο νομιμοποιούμενος προς διεξαγωγή της δίκης, αυτή είναι επιτρεπτή μόνο στις κατά νόμο αναγνωριζόμενες περιπτώσεις, οι οποίες δεν μπορούν να γενικευθούν με συμφωνία των μερών, ούτε να επεκταθούν, βάσει αναλογικής εφαρμογής ή ερμηνείας, γι’ αυτό και η ερμηνεία των σχετικών διατάξεων οφείλει να είναι “αυστηρή”. Τούτο σημαίνει ότι η ένταξη μιας περιπτώσεως στην κατηγορία του μη δικαιούχου η μη υπόχρεου διαδίκου πρέπει να στηρίζεται σε ρητή νομοθετική βούληση, δηλαδή σε συγκεκριμένες διατάξεις νόμου -και οπωσδήποτε όχι στην ιδιωτική αυτονομία- …».
- Ο νόμος του 2003 «θεσπίστηκε λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004, σε εποχή μεγάλης οικονομικής ανάπτυξης, με σκοπό την, επ’ ωφελεία της Εθνικής Οικονομίας, α) άμεση και με χαμηλό κόστος χρηματοδότηση των φερέγγυων ελληνικών επιχειρήσεων, που είχαν απαιτήσεις κατά τρίτων, με το τίμημα που θα εισέπρατταν αυτές από τη μεταβίβαση των απαιτήσεών τους, αφού η αξία των λογιστικών απαιτήσεών τους μετατρεπόταν σε άμεσα διαθέσιμα κεφάλαια, αλλά και β) τη δημιουργία μιας δευτερογενούς αγοράς ομολόγων, από την οποία θα αποκόμιζε κέρδος και η αποκτώσα εταιρεία ειδικού σκοπού και οι ομολογιούχοι επενδυτές».
- Περαιτέρω σε εκτέλεση του Τρίτου Μνημονίου, που συνήψε η Ελλάδα με τους δανειστές της τον Αύγουστο του 2015, ψηφίστηκε ο ν. 4354/2015 “Διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων κ.λπ.”, με σκοπό, όπως αναφέρεται στην αιτιολογική του έκθεση, αφ’ ενός μεν να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που έχει σοβαρές επιπτώσεις στη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος, αφ’ ετέρου δε να διευκολύνει τους οφειλέτες των δανείων, που “φθάνουν στα όρια της απόγνωσης”, όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται,να δεχθούν ευνοϊκή πρόταση ρύθμισης των οφειλών τους, που δεν θα εκθέσει τον εκπρόσωπο του πιστωτικού ιδρύματος σε κίνδυνο κατηγορίας για απιστία, ενώ ρητά ορίζεται στην αιτιολογική έκθεση ότι “θεσπίζεται καθεστώς αυστηρής εποπτείας των εταιρειών διαχείρισης και μεταβίβασης των απαιτήσεων και η υποχρέωσή τους να τηρούν τον Κώδικα Δεοντολογίας των Τραπεζών, ώστε να διασφαλίζεται ότι δεν θα χειροτερεύσει η νομική και πραγματική θέση του οφειλέτη”.
- Ο νόμος 4354/2015 ουσιαστικά δεν εφαρμόσθηκε, αφού τα πιστωτικά και χρηματοδοτικά ιδρύματα, αξιοποιώντας την νομική δυνατότητα, που τους δόθηκε, με τη διατήρηση σε ισχύ του Ν. 3156/2003, α) για να αποφύγουν τις αυστηρές ρυθμίσεις του ν. 4354/2015, που έχουν θεσπισθεί προς προστασία των δανειοληπτών και ιδίως τη θεσπιζόμενη με τον νόμο αυτό (άρθρο 3 παρ. 2) ως απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της πώλησης μη εξυπηρετούμενων δανείων καταναλωτών, προηγούμενη πρόσκληση των συνεργάσιμων δανειολήπτη και εγγυητή να διακανονίσουν την οφειλή τους, βάσει γραπτής πρότασης κατάλληλης ρύθμισης με συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής, και β) για να επωφεληθούν από τη φορολογική ατέλεια του Ν. 3156/2003 (άρθρο 14 παρ. 1),….» και «επέλεξαν, όπως τους παρασχέθηκε το σχετικό δικαίωμα, να μεταβιβάσουν τις κατά των δανειοληπτών απαιτήσεις τους σύμφωνα με το άρθρο 10 του ν. 3156/2003.».
- «Έτσι αναδεικνύεται η σαφής βούληση του νομοθέτη περί παροχής στα πιστωτικά ιδρύματα της δυνατότητας εφαρμογής του “θεσμικού πλαισίου” μόνον ενός εκ των δύο ως άνω νόμων, ως ενιαίου νομοθετικού καθεστώτος, αφού η επιλογή από το νομοθέτη της χρήσης του διαζευκτικού συνδέσμου “είτε”, επιβεβαιώνει τη νομοθετική στόχευση περί αποκλεισμού σωρευτικής ή επιλεκτικής εφαρμογής των ειδικότερων ρυθμίσεων των δύο νομοθετημάτων….».
- «…γιατί δεν υπάρχει κενό προς συμπλήρωση και αφ’ ετέρου, σε κάθε περίπτωση, γιατί δεν είναι επιτρεπτή η συμπληρωματική ή αναλογική εφαρμογή των διατάξεων των δύο νόμων, δεδομένου ότι αυτοί είναι ειδικοί νόμοι με διαφορετικό σκοπό, που ρυθμίζουν διαφορετικά αντικείμενα με διαφορετικές προϋποθέσεις και διαδικασία ο καθένας, χωρίς ο ένας να έχει ευρύτερο περιεχόμενο του άλλου και χωρίς να είναι μέρη ενός υπέρτερου πλαισίου γενικών διατάξεων, από την ερμηνεία του οποίου θα κρινόταν ως επιτρεπτή η συμπλήρωση αυτή.».
Ενδεικτικό υπερ της μειοψηφίας των εννέα υπέροχων δικαστών είναι και το ψήφισμα του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών που παρενέβη (προς τιμήν του), στη δίκη και αναφέρει χαρακτηριστικά, σε σχέση με την απόφαση του Αρείου Πάγου: «Η μόνη «κόκκινη» διαχωριστική γραμμή που χωρίζει καθαρά την κοινωνία σήμερα δεν είναι άλλη από αυτή που διαπερνά εγκάρσια το σώμα της και από τη μια πλευρά της Ιστορίας βρίσκονται όσοι στηρίζουν έμπρακτα τους αδύναμους κρίκους του κοινωνικού συνόλου και από την αντίπερα όχθη, όσοι είτε με τις ενέργειες τους–είτε με την αδιαφορία τους– «βάζουν πλάτη» στις αδηφάγες ορέξεις ισχυρών οικονομικών συσσωματώσεων”».
Κατόπιν των ανωτέρω προκύπτει ότι, απέναντι στο σκληρό «Κράτος των Δικαστών» που βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου, το λόγο πρέπει να έχει η «κοινωνία των πολιτών» που με μια στάση, έμπρακτης αλληλεγγύης, θα εμποδίσει τον κυβερνητικό Αρμαγεδδώνα, που χτυπάει (και ενίοτε σπάει) την πόρτα των σπιτιών, των δανειοληπτών.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος)