Η σημερινή νεολαία δεν έχει ανάγκη την κακώς εννοούμενη επαναστατικότητα. Οι μοντέρνες επαναστάσεις δεν συμβαίνουν πια στους δρόμους. Βρίσκονται στον ψηφιακό χώρο. Το κανάκεμα στην κάθε ακρότητα δεν παρέχει υπηρεσία θετική.
Τον Σαββόπουλο πρέπει να τον ακούμε. Είναι σοφός. Σπάνια ένας άνθρωπος της τέχνης κατόρθωσε τέτοια ψυχανάλυση, τόσο μεγάλου βάθους διείσδυση στην ελληνική ψυχή και φύση. Ήταν λοιπόν στα 1977 όταν παρουσίαζε τους περίφημους Αχαρνείς, την παράσταση με το σαφές πολιτικό περιεχόμενο η οποία καθόρισε μια γενιά τραγουδιστών και τραγουδοποιών. Στην «Παράβαση» την οποία ερμήνευσε άριστα ο μεγάλος Νίκος Παπάζογλου ο Σαββόπουλος στηλιτεύοντας τη νεολαιίστικη αλαζονεία της μεταχουντικής εποχής, την εφόρμηση με αυθάδεια κατά όλων των θεσμών (δικαίων και αδίκων) της τότε εποχής, την απώλεια κάθε αίσθησης μέτρου, έγραφε «τώρα με χειρουργεί μια αλλήθωρη νεολαία, μια τσογλανοπαρέα, που κάνει κριτική».
Ήταν η αντίδραση στην ξερολίστικη αριστερή διανόηση που πίστευε σε νομοτέλειες, σε τσιτάτα, σε δεδομένα επαναστατικά, καταπνίγοντας κάθε αντίθετη φωνή. Η αγανάκτηση στην περίοδο μετά τη δικτατορία, οδήγησε σε ένα κύμα που οποιαδήποτε διαφορετική φωνή πνιγόταν. Ήταν το περίφημο «ακόμα και γκόμενα δεν μπορούσες να βρεις αν δεν ήσουν – ή δήλωνες – αριστερός».
Κατόπιν ήλθε ο δεύτερος πολύ μεγάλος, ο Μανώλης Ρασούλης, να σπάσει αυτό το καλλιτεχνικό ξερολίκι. Η «εκδίκηση της γυφτιάς» έσπασε τη φόρμα του στρατευμένου, πολιτικού τραγουδιού που υπαγορευόταν από το ΚΚΕ και το κατεστημένο της εποχής. Σε αυτή τη «ρωγμή του χρόνου” το νέο λαϊκό τραγούδι ήρθε να δηλώσει την παρουσία του στην ανάγκη οι νεοέλληνες να εκφράσουν τη χαρά για τη ζωή. Να γλεντήσουν δίχως ενοχές και κόμπλεξ, με στίχο όμως ψαγμένο και …ψυχολογημένο.
Θα πει κανείς «καλά, τί έπαθε ο Μαρκόπουλος; Το έριξε στη μουσικοκριτική»;
Προφανώς και δεν διεκδικώ δάφνες μουσικοκριτικού.
Χρησιμοποιώντας όμως δύο καλλιτέχνες αιχμής για την τότε εγχώρια αριστερά, δύο σύμβολα που κατά τη γνώμη μου έφυγαν από τα στερεότυπα που τα κόμματα και οι ιδεολογίες της εποχής όριζαν, χρησιμοποιώντας δύο εικονοκλάστες των καιρών τους, έρχομαι να χτυπήσω αυτό τον «αριστερίστικο καθωσπρεπισμό» που χρησιμοποιεί τους πανεπιστημιακούς χώρους ως «ταμπού» και ιερά άβατα. Κάτι σαν την «αλλήθωρη νεολαία» που «κάνει κριτική».
Ο ΣΥΡΙΖΑ σε ένα απίστευτα παρωχημένο πολιτικό «νταχτιρντί» κανακεύει τους νέους, παραγνωρίζοντας τις πραγματικές ανάγκες τους. Τους υπνωτίζει αντί να τους ανοίγει τα μάτια. Η σημερινή νεολαία δεν έχει ανάγκη την κακώς εννοούμενη επαναστατικότητα. Οι μοντέρνες επαναστάσεις δεν συμβαίνουν πια στους δρόμους. Βρίσκονται στον ψηφιακό χώρο. Το κανάκεμα στην κάθε ακρότητα δεν παρέχει υπηρεσία θετική. Η νεολαία χρειάζεται να πατήσει στον 21ο αιώνα και να αντιληφθεί τις ανάγκες του. Να αποκτήσει πανεπιστημιακές σχολές αντάξιες των προηγμένων κρατών με βάσεις στην έρευνα και με εγκαταστάσεις άρτιες. Η νεολαία δεν μπορεί διαρκώς να μένει προσκολλημένη στα παλαιακά πρότυπα του Μάη του 68 ή του ελληνικού Χημείου του 1985. Η στήριξη στον αγώνα του πολιτικού serial killer Δημήτρη Κουφοντίνα, τίποτα το σωστό, τίποτα το δημοκρατικό, τίποτα το παραγωγικό δεν κρύβει. Καλύτερα θα είναι η νεολαία να κοιτάξει στο 2021 και τις προκλήσεις του. Να αρχίσει να μιλάει για τις δημοκρατικές ευκαιρίες που φέρνει η μαζική χρήση των τεχνολογιών. Για τη νίκη του πράσινου κινήματος καθώς το περιβάλλον τίθεται στην πολιτική αιχμή. Δεν είναι δυνατό να μιλάμε για ψηφιακή επανάσταση, για αλλαγή της εργασίας και κάποιοι ακόμα να φαντασιώνονται τον Ντανιέλ Κον Μπετίτ.
Το νομοσχέδιο – τομή που φέρνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη λοιπόν τις επόμενες ημέρες είναι ένα νομοσχέδιο «μάχης» για την πολιτική γενιά μας. Δεν θα υποχωρήσουμε στους αρνητές της προόδου. Δεν μας κάμπτουν οι επαγγελματίες της αντίδρασης και των δρόμων. Τα παιδιά μας, οι νέοι μας αξίζουν πολλά. Αξίζουν καλύτερα. Όσοι λοιπόν ποντάρουν στη μειοψηφική «αλληθωρίζουσα νεολαία», στην γνωστή αριστερίστικη «τσογλανοπαρέα» που νομίζει πως θα διαφεντεύει με τον τσαμπουκά και τη βία τους πανεπιστημιακούς χώρους, γελιούνται.
Ο Δημήτρης Μαρκόπουλος είναι βουλευτής της Νέας Δημοκρατίας στη Β΄ Πειραιά