Το 1979 είναι μία χρονιά κομβική, για το ελληνικό ποδόσφαιρο. Με το Νόμο 879/1979 θεσπίστηκε ότι τα μέχρι τότε ημιεπαγγελματικά σωματεία, έπρεπε να αποκτήσουν μορφή Ποδοσφαιρικών Ανώνυμων Εταιρειών και οι αθλητές – ποδοσφαιριστές, να υπογράφουν επαγγελματικά συμβόλαια. Μάλιστα, θεσπίστηκε και ο κατώτατος μισθός (8.000 δραχμές).
Για να προσελκύσει «επενδυτές», που θα αναλάμβαναν τις ελληνικές ομάδες, προβλέφθηκε η διαγραφή των χρεών που είχαν τα ερασιτεχνικά σωματεία. Έτσι, οι νέοι ιδιοκτήτες πήραν καθαρά μαγαζιά και με μεγάλη πελατειακή βάση.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά εκείνου του νόμου, που δεν άλλαξε στην πορεία του χρόνου, αλλά παραμένει μέχρι σήμερα, είναι ότι το 10% της μετοχικής σύνθεσης της Ανώνυμης Εταιρείας, παραμένει υποχρεωτικά στο ερασιτεχνικό σωματείο, από όπου προέρχεται η ΠΑΕ. Η πρόβλεψη αυτή αποσκοπούσε στην οικονομική επιβίωση και των μητρικών ερασιτεχνικών σωματείων, τους έδινε το 10% των δικαιωμάτων που αφορούσαν την εμπορική εκμετάλλευση του σήματος και της επωνυμίας της ομάδας, αλλά και από τα εισιτήρια.
Η σύνδεση αυτή, θεωρήθηκε από πολλούς, ως τροχοπέδη για την πλήρη εμπορική εκμετάλλευση του επαγγελματικού ποδοσφαίρου. Ισχυρίστηκαν ότι οι ΠΑΕ δεν είναι ξεκάθαρα επαγγελματικές. Σε κάποιες περιπτώσεις, αυτό το (υποτιθέμενο) εμπόδιο ξεπεράστηκε, όταν οι ιδιοκτήτες κάποιων μεγάλων ΠΑΕ, απέκτησαν τον έλεγχο και του ερασιτέχνη… Όπου παρέμεινε ισχυρή αυτή η διπλή υπόσταση (ΠΑΕ – Ερασιτέχνης) υπήρξαν και περίοδοι μεγάλης διαμάχης ή και σύγκρουσης, που, εν τέλει, μόνο καλό δεν έκανε ούτε στον έναν, ούτε στον άλλον.
Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη νομική πρόβλεψη, δηλαδή η παρουσία του μητρικού ερασιτεχνικού σωματείου στην ποδοσφαιρική ανώνυμη εταιρεία, εκτός από την οικονομική της διάσταση, έχει έναν ισχυρό συμβολισμό. Συνδέει άρρηκτα την επαγγελματική (πλέον) ποδοσφαιρική ομάδα, με το ιστορικό παρελθόν της, με τις αξίες και τις αρχές που πρεσβεύει το σωματείο από όπου προέρχεται.
Πιθανότατα, να μην ήταν αυτός ο βασικός στόχος του Νόμου 879/1979. Σίγουρα όμως, με την πρόβλεψη αυτή, ο νομοθέτης θεσμοθέτησε παρεμπιπτόντως, για κάθε ΠΑΕ, τη διαφορετικότητα που έχει μία επαγγελματική ποδοσφαιρική ομάδα, από κάθε άλλου είδους επιχείρηση. Της «έκλεισε το μάτι», για να καταλάβει ότι αξιοποιώντας τον πλούτο της ιστορίας του σωματείου διαφέρει, τόσο από τις άλλες ΠΑΕ, όσο και από οποιαδήποτε άλλη τυπική εμπορική επιχείρηση.
Σαράντα τρία χρόνια αργότερα, σε μέρες που η εμπορευματοποίηση του ποδοσφαίρου έχει φτάσει στο μέγιστο επίπεδο και το σύγχρονο μάρκετινγκ έχει γίνει επιστήμη, οι ποδοσφαιρικές εταιρείες σε όλο τον κόσμο, αντιλαμβάνονται και αξιοποιούν αυτή την πρόσθετη αξία.
Υπάρχουν, ωστόσο, μερικές βασικές προϋποθέσεις, για να λειτουργήσει αυτού του είδους η σχέση, στον καλύτερο δυνατό βαθμό… Πρώτ’ απ’ όλα, ο ιδιοκτήτης οφείλει να σέβεται και να υπηρετεί την ιστορία του σωματείου από το οποίο προέρχεται. Να λειτουργεί με βάση την «κουλτούρα» του σωματείου και όχι με βάση την προσωπική του νοοτροπία και τα δικά του συμφέροντα. Να μην ανακατεύει την επιχειρηματική δραστηριότητά του, με τη διοίκηση της ομάδας. Να μη βλέπει τους οπαδούς ως πελάτες…
Στις μέρες μας, η οργάνωση μίας επαγγελματικής ποδοσφαιρικής ομάδας ή ενός επαγγελματικού πρωταθλήματος δεν είναι κάτι καινούργιο. Είναι ολόκληρη επιστήμη. Οι ιδιοκτήτες των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών ομάδων αναθέτουν τη διαχείρισή τους σε έμπειρα και εξειδικευμένα στελέχη, που αναλαμβάνουν το «στήσιμο» του club. Στο πλαίσιο του τεχνοκρατικού χαρακτήρα των αρμοδιοτήτων τους, περιλαμβάνονται οι ιστορικές και κοινωνικές ιδιαιτερότητες, αλλά και οι αξίες της ομάδας που διοικούν.
Ένα από τα καλύτερα παραδείγματα προς τούτο, είναι ο Άγιαξ. Η περίφημη ομάδα της Ολλανδίας είναι ένα από τα καλύτερα οργανωμένα επαγγελματικά ποδοσφαιρικά «club». Ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το ποδοσφαιρικό τμήμα, ακολουθεί απαρέγκλιτα κανόνες παγιωμένους εδώ και δεκαετίες. Από τους ισοσκελισμένους ισολογισμούς και την άρτια οργάνωση των ακαδημιών της ομάδας, μέχρι και το αγωνιστικό σύστημα που εφαρμόζει στο γήπεδο.
Άλλο παράδειγμα σεβασμού στις αξίες του συλλόγου είναι η Ατλέτικ Μπιλμπάο. Η διοίκησή της τηρεί την παράδοση της ομάδας, που θέλει οι ποδοσφαιριστές της να είναι αποκλειστικά και μόνο Βάσκοι. Δεν τους ενδιαφέρει, τόσο, αν θα κερδίσουν ή όχι το Πρωτάθλημα ή το Κύπελλο. Δεν τους νοιάζει αν θα αποκτήσουν τους καλύτερους ποδοσφαιριστές. Το βασικό τους μέλημα είναι να είναι ανταγωνιστικοί με το δικό τους τρόπο λειτουργίας και τις δικές τους αξίες.
Ο Άγιαξ και η Ατλέτικ μπορεί να μην πετυχαίνουν κάθε χρόνο τους αθλητικούς στόχους που θέτουν. Συμβαίνει και αυτό, πολύ συχνά. Αλλά το κύριο είναι ότι με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζουν το λόγο ύπαρξης και λειτουργίας των σωματείων από τα οποία προέρχονται. Έτσι, διατηρούν και αυξάνουν την οπαδική βάση τους.
Από το 1979, μέχρι σήμερα, στην Ελλάδα ο δρόμος χάθηκε… Οι ομάδες επί της ουσίας, έχουν αποκοπεί από τις αξίες της σωματειακής προέλευσής τους. Οι αποφάσεις που λαμβάνονται από τους ιδιοκτήτες, καθορίζονται από άλλα κριτήρια και έχουν άλλους στόχους. Κανένας ιδιοκτήτης δεν ελέγχεται και δε λογοδοτεί για τα πεπραγμένα του. Η δομή και ο τρόπος οργάνωσης των ΠΑΕ είναι εντελώς προσωποκεντρικός, ενώ ο σεβασμός και η αναφορά στις αξίες του σωματείου, όταν υπάρχουν, είναι προσχηματικοί.
Στην Ελλάδα, υπάρχει η (καχ)υποψία ότι οι ΠΑΕ υπάρχουν για να εξυπηρετούν προσωπικά συμφέροντα και δεύτερους σκοπούς. Το ποδόσφαιρο είναι απλώς ένα προκάλυμμα, που καλύπτει άλλες επιδιώξεις. Αυτό, φυσικά, διευκολύνεται από την ανυπαρξία οποιασδήποτε μορφής ελέγχου εκ μέρους της Πολιτείας, αλλά και από την ανυπαρξία ενός υγιούς κινήματος οπαδών ή φιλάθλων, που θα ασκήσει ή θα επιβάλει σοβαρούς ελέγχους.
Οι περισσότερες αποφάσεις που λαμβάνουν οι διοικήσεις των ομάδων, οι πράξεις και οι παραλήψεις τους είναι ανεξήγητες για εμάς που δεν ξέρουμε. Υπό το πρίσμα όμως, άλλων σκοπιμοτήτων μπορεί να είναι πλήρως δικαιολογημένες. Η πιο προφανής δικαιολογία είναι η δημιουργία εντυπώσεων, η προσπάθεια επικυριαρχίας ή η επίδειξη δύναμης σε άλλα παιχνίδια, που παίζονται εντελώς έξω από τις τέσσερις γραμμές του γηπέδου.
Και τα αποτελέσματα στο γήπεδο; Φέτος, οι ελληνικές ομάδες καταποντίστηκαν στα προκριματικά των ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Η Ελλάδα συνεχίζει με έναν μόνο εκπρόσωπο. Ως χώρα, δηλαδή, «καταφέραμε» αυτό που πέτυχε πέρσι το Γιβραλτάρ και το Λουξεμβούργο. Δεν μπορούμε να βάλουμε τον εαυτό μας σε σύγκριση ούτε με την Κύπρο, αλλά ούτε και με την Ουκρανία, που τελεί υπό καθεστώς πολέμου! Και οι δύο αυτές χώρες εκπροσωπούνται από τρεις ομάδες η καθεμία, στη φάση των ομίλων.
Αλλά ακόμα και αν, για την οικονομία της συζήτησης, θεωρούσαμε τα συγκεκριμένα αποτελέσματα συγκυριακά, εκείνο που είναι σίγουρο είναι ότι οι ομάδες μας γυρνάνε τις πλάτες τους στον κόσμο, στις αρχές και τις αξίες των σωματείων από όπου προέρχονται. Έτσι χάνουν ένα μεγάλο μέρος της οπαδικής βάσης τους. Και αυτό συμβαίνει διότι, η παγκοσμιοποίηση είναι τέτοια, που ο ανταγωνισμός δε γίνεται πλέον, μεταξύ της ΑΕΚ, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού, όπως άλλοτε, αλλά μεταξύ του ελληνικού ποδοσφαίρου συνολικά και του αγγλικού ή του ισπανικού ή του γερμανικού. Και εκεί, φυσικά, το παιχνίδι είναι χαμένο εξ ορισμού.
Ένα μικρό παιδί θα επιλέξει τη φανέλα της Μπαρτσελόνα ή θα προτιμήσει να δει τον αγώνα μεταξύ της Λίβερπουλ και της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, παρά να παρακολουθήσει έναν αγώνα ποδοσφαίρου του ελληνικού πρωταθλήματος, που διεξάγεται ακόμα και σε ένα νεότευκτο σύγχρονο γήπεδο, μέσα στο οποίο οποιοσδήποτε, μπορεί να βολτάρει ανενόχλητος.
Είναι προφανές ότι, τόσο σε επίπεδο οργάνωσης, όσο και αγωνιστικά το ελληνικό ποδόσφαιρο βρίσκεται κάτω από το «μηδέν» και οι προτεραιότητες είναι άλλες… Αντί να δούμε γιατί φεύγει ο κόσμος από τα γήπεδα και γιατί αποκλειόμαστε από τις ομάδες του Ισραήλ, του Αζερμπαϊτζάν, της Βοσνίας και της Βουλγαρίας, κοιτάζουμε ποιος θα είναι αρχιδιαιτητής και Πρόεδρος της Ποδοσφαιρικής Ομοσπονδίας. Και τα αποτελέσματα είναι γνωστά. Όπως γνωστά είναι και τα προβλήματα, που έχουν βαθιές ρίζες και προφανείς αιτίες.
(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ – Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών CIES – FIFA)