Μία λέξη είναι αρκετή για να περιγράψει την κατάσταση στην Β. Εύβοια: καταστροφή! Περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική. Είναι χαρακτηριστικό ότι η κατεστραμμένη έκταση έχει ξεπεράσει τα 500.000 στρέμματα, ξεκινώντας από τον Ευβοϊκό και φθάνοντας ως το Αιγαίο. Έχει πλήξει χιλιάδες οικογένειες, εργαζόμενους, μικρές επιχειρήσεις που ασχολούνταν είτε με την αγροτική παραγωγή, τη μικρομεταποίηση, κυρίως στον αγροδιατροφικό τομέα και βέβαια με τον τουρισμό.
Δεν υπάρχει χωριό ή οικισμός της Βόρειας Εύβοιας από το Προκόπι και πάνω, που να πέρασε η φωτιά να μην έχει καταστρέψει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο βιος και περιουσίες. Εκατοντάδες ρητινοκαλλιεργητές μένουν χωρίς δουλειά και χωρίς ασφάλιση, με σημαντικές συνέπειες μεταξύ άλλων και στην ελληνική οινοποιία, επαγγελματίες υλοτόμοι δεν έχουν πλέον αντικείμενο καθώς τα πεύκα έχουν όλα καταστραφεί, όπως και το φετινό τους απόθεμα σε ξυλεία για πώληση, η τοπική μελισσοκομία έχει δεχθεί μεγάλο πλήγμα, αφού πριν την φωτιά το περίφημο πευκόμελο της Εύβοιας, αντιπροσώπευε το 70% του συνόλου της ελληνικής παραγωγής, η ελαιοπαραγωγή που αποτελούσε κατεξοχήν οικογενειακή δραστηριότητα έχει καταστραφεί ολοσχερώς, όπως και σημαντικό κομμάτι της παραγωγής σύκων, ενώ και το πλήγμα στην κτηνοτροφία είναι πρωτόγνωρο.
Και φυσικά η «βαριά βιομηχανία» του νησιού, ο τουρισμός, ο οποίος έχει δεχθεί ισχυρότατο πλήγμα, που δεν αφορά βεβαίως μόνο τον κλάδο των καταλυμάτων ή των κατασκηνωτικών δραστηριοτήτων στην Αγία Άννα και στις όμορες περιοχές, αλλά συνδέεται άμεσα με τον πολυπληθή και πολύπαθο κλάδο της εστίασης και με επαγγελματίες της αγροδιατροφής, της εφοδιαστικής αλυσίδας, των μεταφορών, ακουμπώντας λίγο ως πολύ το σύνολο των οικονομικών δραστηριοτήτων της Κεντρικής και της Βόρειας Εύβοιας. Βλέπετε το τουριστικό προϊόν του νησιού ήταν το ίδιο το νησί, το φυσικό του περιβάλλον, οι «αναξιοποίητες» παραλίες του, η απουσία μεγάλων allinclusive τουριστικών «επενδύσεων». Αυτό το τουριστικό προϊόν δεν υπάρχει πια.
Αυτονόητα, όπως σε κάθε καταστροφή, πολιτικά υπόλογη είναι η υπεύθυνη Κυβέρνηση της χώρας και ο υπεύθυνος Πρωθυπουργός της, είτε γιατί δεν προνόησαν, είτε γιατί ο κρατικός μηχανισμός δεν αντέδρασε έγκαιρα και αποτελεσματικά. Η πολιτική τυμβωρυχία ωστόσο πάνω από τα καμένα δεν μπορεί να προσφέρει την παραμικρή λύση για την επόμενη μέρα και προφανώς δεν αποτελεί υπεύθυνη πολιτική στάση. Άλλωστε, στην ευρύτερη περιοχή την επόμενη μέρα της καταστροφής, όπως και για να μην ξεχνιόμαστε σε σημαντικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας, υποβόσκει μία κρίση νομιμοποίησης της ίδιας της Πολιτείας, που άλλοτε εκφράζεται με απροθυμία εμβολιασμού, άλλοτε με μη συμμόρφωση σε εντολές εκκένωσης οικισμών και καταλήγει σε μία διάθεση γενικής πολιτικής αποδοκιμασίας, ανυπακοής και αντίδρασης. Συνεπώς και προκειμένου οι άνθρωποι στη Β. Εύβοια να μην νιώθουν και να μην καταλήξουν μόνοι, η κοινωνική και πολιτική συστράτευση όλων μοιάζει μονόδρομος. Η παρέμβαση της Πολιτείας οφείλει να κωδικοποιηθεί και να υλοποιηθεί μέσω ενός άμεσου, ευφυούς και αποδοτικού Τοπικού Αναπτυξιακού Σχεδίου, στην βάση 3 αξόνων:
1) Υποστήριξη και αναβάθμιση του εργατικού δυναμικού. Το μεγαλύτερο κομμάτι του ενεργού πληθυσμού της Β. Εύβοιας έχει δεχθεί ισχυρότατο πλήγμα στο αντικείμενο εργασίας του, που αποτελεί και το βασικό μέσο βιοπορισμού του. Η εμπλοκή αυτών των ανθρώπων με τη διαδικασία περιβαλλοντικής ή συνολικής ανασυγκρότησης της περιοχής σε διάφορους ρόλους εργασίας, με το κράτος να λειτουργεί ως εργοδότης ύστατης καταφυγής (employer of lastresort – ELR) δεν μπορεί παρά να αποτελέσει μία σοβαρή εναλλακτική. Παράλληλα η αναβάθμιση των προσόντων του εργατικού δυναμικού της Β. Εύβοιας μέσω μίας ολιστικής διαδικασίας επιδοτούμενης εκπαίδευσης, υπό την επιστημονική ευθύνη των όμορων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων της περιοχής μπορεί να αποτελέσει ουσιαστική παρέμβαση αναβάθμισης των προσόντων του ανθρώπων της Β. Εύβοιας τόσο στα αντικείμενα εργασίας τους (π.χ. νέες τεχνολογίες στην αγροτική παραγωγή) όσο και σε οριζόντιες δεξιότητες (χρήση νέων τεχνολογιών, οικονομική διαχείριση, προώθηση προϊόντων, οργάνωση και λειτουργιών συνεργατικών σχημάτων)
2) Ανάκαμψη μέσω συστάδων (clusters) επιχειρήσεων. Είναι βασική προτεραιότητα η στήριξη του πλήθους των επαγγελματιών και μικρών επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην περιοχή, ιδίως κάτω από την ομπρέλα του τουρισμού. Η ανάπτυξη συνεργατικών σχημάτων, τοπικών ή κλαδικών, με την επιστημονική καθοδήγηση και την οικονομική υποστήριξη της Πολιτείας είναι ένα στοίχημα που εφόσον κερδηθεί μπορεί να οδηγήσει σε πολλαπλασιαστικά και μακροπρόθεσμα οφέλη για την ευρύτερη περιοχή.
3) Δημόσιες Επενδύσεις σε υποδομές. Δεν υπάρχει στην ιστορία προηγούμενο οποιουδήποτε τόπου που μετά από μία καταστροφή να μην χρειάστηκε ένα σοβαρό και γενναίο σχέδιο επένδυσης σε υποδομές υπό δημόσια χρηματοδότηση, προκειμένου να υπερβεί τις συνέπειες της καταστροφής και να ανακάμψει. Πέρα από τις αναγκαίες παρεμβάσεις στην κατεύθυνση πλήρους αποκατάστασης του φυσικού περιβάλλοντος ή στην εφαρμογή ενός ολοκληρωμένου σχεδίου πολιτικής προστασίας απαιτούνται περισσότερα από τα απλώς αυτονόητα. Η ουσιαστική αναβάθμιση της οδικής υποδομής του νησιού όχι μόνο μέσω των αναγκαίων βελτιώσεων στο υφιστάμενο δίκτυο, αλλά και μέσω παρεμβάσεων που παραμένουν χρόνια ως σχέδια (π.χ. οδική σύνδεση με Β. Εύβοια μέσω Καντηλίου), η δημιουργία υποδομών στην Β. Εύβοια για βελτίωση της πρόσβασης από θάλασσα (μαρίνες) ή/ και από αέρα (υδατοδρόμια),η ανάπτυξη περιφερειακού νοσοκομείου στην Β. Εύβοια και η ενίσχυση σε υποδομές και προσωπικό των υφιστάμενων δομών υγείας και του ΕΚΑΒ, αλλά και η μεταφορά στην ευρύτερη περιοχή μέρους της δραστηριότητας των όμορων τεχνολογικών και πανεπιστημιακών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, σε ειδικότητες μάλιστα που σχετίζονται με τα τοπικά οικονομικά χαρακτηριστικά, μπορούν και πρέπει να είναι στην ατζέντα της επόμενης μέρας.
Η αναγκαία χρηματοδοτική ενίσχυση μπορεί να προκύψει σχεδόν εξ ολοκλήρου από ενωσιακή χρηματοδότηση και από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων της χώρας. Τα υπόλοιπα, όπως συνήθως, εξαρτώνται από την πολιτική βούληση και την ικανότητα αυτού που έχει την βασική πολιτική ευθύνη, την ευθύνη διακυβέρνησης της χώρας.
(Ο Σταμάτης Βαρδαρός είναι επιστημονικός συνεργάτης ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, πρώην Αν. Γενικός Γραμματέας Υπουργείου Υγείας)