Η αναγνώριση της ανεξαρτησίας των επαρχιών του Ντονέτσκ και του Λουγκάνσκ από τον πρόεδρο της Ρωσίας, Β. Πούτιν, αποτελεί παραβίαση θεμελιωδών αρχών του Διεθνούς Δικαίου και ειδικά της εδαφικής ακεραιότητας της Ουκρανίας, όπως, επίσης και των συμφωνιών του Μινσκ, που δυστυχώς ως τώρα δεν έχουν τηρηθεί και από τις 2 πλευρές. Η ρωσική ενέργεια, που συνοδεύτηκε από μια άκρως αναθεωρητική ομιλία του Β.Πούτιν, αποτελεί μια ιδιαίτερα ανησυχητική εξέλιξη για την Ευρώπη και τον κόσμο.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια από τις πιο δραματικές κρίσεις των τελευταίων ετών. Αυτό που συμβαίνει σήμερα θα πρέπει να εξεταστεί και στο πλαίσιο των συνολικών συμφραζομένων της τελευταίας τριακονταετίας. Διότι, στο επίκεντρο όσων συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες, μεταξύ της Ρωσίας, των ΗΠΑ και των κρατών μελών του ΝΑΤΟ, βρίσκεται το ζήτημα των ορίων της επέκτασης της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, καθώς και η ισορροπία δυνάμεων και εξοπλισμών ΝΑΤΟ-Ρωσίας.
Σύμφωνα με τον καταστατικό χάρτη του ΝΑΤΟ, κάθε χώρα μπορεί να έχει δικαίωμα να ενταχτεί στη συμμαχία. Η διαρκής επέκταση της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας, από το 1999, με την ένταξη πρώην μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας (Ουγγαρία, Πολωνία και Τσεχική Δημοκρατία), της Βουλγαρίας, της Ρουμανίας και πρώην σοβιετικών δημοκρατιών (Εσθονία, Λετονία, Λιθουανία), το 2004, «το πιο μοιραίο λάθος στην αμερικανική πολιτική από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου», σύμφωνα με τον κορυφαίο αμερικανό διπλωμάτη Τζορτζ Κέναν, δημιούργησε ανησυχίες στη Ρωσία, αφού ερμηνεύθηκε ως μια προσπάθεια περικύκλωσής της. Συνέτεινε σε αυτό, και η μη ανάπτυξη των δομών πανευρωπαϊκής και αδιαίρετης ασφάλειας που είχαν συμφωνηθεί την περίοδο 1997-2000, με σκοπό να καθησυχαστεί η Ρωσία για αυτήν την επέκταση.
Τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 2000 χάθηκε μια ευκαιρία για την Ευρώπη. Να συμπεριληφθεί η Ρωσία και οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης σε ένα σύστημα συλλογικής ασφάλειας, στο πλαίσιο του ΟΑΣΕ. Οι κινήσεις συνεννόησης και συνεργασίας, που είχαν σημειωθεί τη δεκαετία του 1990, όπως η ιδρυτική πράξη ΝΑΤΟ-Ρωσίας, το 1997, ηΧάρτα Κωνσταντινούπολης το 1999, και η αναθεωρημένη συνθήκη για τις Συμβατικές Δυνάμεις στην Ευρώπη το 1999,δεν αξιοποιήθηκαν με τον τρόπο που έπρεπε. Και ως προς αυτό, οι ευθύνες της Δύσης και ιδίως των ΗΠΑ, επί προεδρίας Μπους, είναι δεδομένες.
Η ρωσική αντίδραση στην πρόσκληση Γεωργίας και Ουκρανίας στο ΝΑΤΟ που ακολούθησε υπήρξε ισχυρή, δημιουργώντας περαιτέρω αστάθεια: στρατιωτική εισβολή στη Γεωργία το 2008, αναγνώριση της ανεξαρτησίας της Νότιας Οσετίας και της Αμπχαζίας, αλλά και προσάρτηση της Κριμαίας, το 2014.
Όσον αφορά την Ευρώπη, η τωρινή κρίση φανερώνει την έλλειψη μιας ενιαίας φωνής της ΕΕ, παρά τις εργώδεις προσπάθειες επιμέρους κρατών, όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Κι όμως, είναι η Ευρώπη αυτή που θα πρέπει να αναλάβει πρωτοβουλίες για ειρήνευση και αποκλιμάκωση της έντασης, και να πρωταγωνιστήσει στις προσπάθειες εξεύρεσης μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης, στη βάση του διεθνούς δικαίου και του σεβασμού των ανησυχιών των δυο πλευρών, τόσο της Ρωσίας όσο και της Ουκρανίας.
Διότι, αυτό που προέχει, τώρα, είναι να απορριφθεί κάθε σκέψη για πόλεμο, από όλες τις πλευρές. Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές, θα πρέπει να αξιοποιηθεί κάθε διπλωματικό μέσο ώστε να επικρατήσει ο δρόμος του διαλόγου και της συνεννόησης, ώστε να επιτευχθεί η αποκλιμάκωση της έντασης και να διαφυλαχθεί το υπέρτατο αγαθό της ειρηνικής συνύπαρξης.
Σε αυτό το πλαίσιο, πρέπει να γίνει σεβαστή η εδαφική ακεραιότητα και η κυριαρχία της Ουκρανίας, και να επιστρέψουμε στις συμφωνίες του Μινσκ. Τόσο η Ρωσία, όσο και η Ουκρανία, οφείλουν να τηρήσουν τα συμφωνημένα, ώστε να τερματιστεί η διαμάχη, με την αποκατάσταση της κυριαρχίας του ουκρανικού κράτους, αλλά και τον σεβασμό και τη διασφάλιση των δικαιωμάτων των Ρώσων και ρωσόφωνων ουκρανών πολιτών της περιοχής.
Το επόμενο και αναγκαιότατο βήμα, δεν μπορεί παρά να είναι η συμπερίληψη της Ρωσίας σε μια νέα, πανευρωπαϊκή αρχιτεκτονική ασφαλείας και ελέγχου των εξοπλισμών, όπως και η ενίσχυση του διαλόγου και της συνεργασίας ΕΕ και Ρωσικής Ομοσπονδίας. Κάτι τέτοιο, θα αποτελούσε ένα αποφασιστικό βήμα για να επικρατήσει η ειρήνη, και να μην επιστρέψουμε ξανά, με μια άλλη αφορμή, σε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα.
Eίναι απαραίτητο να υπάρξει μέριμνα για την ασφάλεια της ελληνικής κοινότητας στην Ουκρανία, η οποία βρίσκεται γεωγραφικά, κατά κύριο λόγο πολύ κοντά στο επίκεντρο της έντασης. Και, βέβαια, δεν πρέπει να υπάρξει καμία ελληνική συμμετοχή σε πολεμικές επιχειρήσεις. Η Ελλάδα οφείλει να στηρίξει ολόπλευρα κάθε ειρηνευτική προσπάθεια, κάθε πρωτοβουλία για ειρήνευση και συνεννόηση, και να συμμετάσχει ενεργά στο σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας νέας ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής ασφαλείας.
(Η Ράνια Σβίγκου είναι υπεύθυνη στην ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για τον Τομέα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Υποθέσεων)