Opinions

Απόστολος Παπατόλιας: Γιατί πρέπει να καμφθεί το «απόρρητο» των κοινοβουλευτικών συνεδριάσεων

Η διεξαγωγή ενός μίζερου και λειψού κοινοβουλευτικού ελέγχου υπό το κράτος αμφισβητούμενων και αλληλοαντικρουόμενων διαρροών, που θα παράγουν σύγχυση στη δημόσια σφαίρα, ενισχύοντας την αίσθηση της αδιαφάνειας και υποδαυλίζοντας κάθε είδους συνωμοσιολογίες και παραφιλολογίες.

Πριν από την επίσημη παραδοχή για την παρακολούθηση του κ. Ανδρουλάκη, μεγάλος θόρυβος είχε προκληθεί από φερόμενη σχετική δήλωση του πρώην Διοικητή της Ε.Υ.Π. σε συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής που έλαβε χώρα κεκλεισμένων των θυρών. Κυβερνητικές πηγές σχολίαζαν τότε ότι η εν λόγω δήλωση δεν μπορεί να διαψευστεί ή να επιβεβαιωθεί, καθώς η συνεδρίαση χαρακτηρίζεται «απόρρητη» από τον Κανονισμό της Βουλής. Ο απόρρητος χαρακτήρας της συνεδρίασης αξιοποιήθηκε εν προκειμένω ως μέσο αποφυγής της διάψευσης ή της επιβεβαίωσης συγκεκριμένων γεγονότων, ικανών να θεμελιώσουν πράξεις ή παραλείψεις κρατικών υπηρεσιών. Παρόμοιος υπαινιγμός περί διεξαγωγής κοινοβουλευτικού ελέγχου σε καθεστώς απορρήτου διατυπώνεται και στην αρχική δήλωση του Πρωθυπουργού, στην οποία σημειώνεται ότι «η κυβέρνηση συμφώνησε αμέσως στην σύσταση Εξεταστικής Επιτροπής, η οποία προφανώς και θα λειτουργήσει υπό συνθήκες που η φύση του αντικειμένου που θα ερευνήσει επιβάλλει. Γιατί μία τέτοια υπεύθυνη διαδικασία δεν μπορεί, δεν πρέπει να μετατραπεί σε κατασκοπευτικό σήριαλ προς κομματική κατανάλωση».

Το άρθρο 43Α ΚτΒ ορίζει ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος για τα ζητήματα της Ε.Υ.Π. ανήκει στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας, η οποία μπορεί να καλεί σε ακρόαση και τον Διοικητή της Ε.Υ.Π., παρουσία του αρμόδιου Υπουργού. Η ίδια διάταξη αναφέρει ρητά ότι «οι συζητήσεις για τη δραστηριότητα της Ε.Υ.Π. είναι απόρρητες και τα μέλη της δεσμεύονται να τηρούν το απόρρητο αυτό και μετά τη λήξη της θητείας τους», ενώ «η Επιτροπή μπορεί να δημοσιεύει τα πορίσματα του ελέγχου της, λαμβάνοντας πάντοτε υπόψη την, κατά τα ανωτέρω, υποχρέωση τήρησης του απορρήτου».

Η άποψη ότι το εν λόγω απόρρητο καταλαμβάνει αδιακρίτως κάθε υπόθεση που σχετίζεται με την Ε.Υ.Π., ακόμη και αυτές που αφορούν τυχόν παραβίαση συνταγματικών δικαιωμάτων από την συγκεκριμένη υπηρεσία, είναι απολύτως εσφαλμένη. Τούτο διότι ratio του απορρήτου των συνεδριάσεων δεν θα μπορούσε να είναι η δημιουργία συνθηκών αποσιώπησης της παραβίασης κατοχυρωμένων συνταγματικών δικαιωμάτων, που διώκεται ποινικά, αλλά η προστασία της «εθνικής ασφάλειας» ή της «δημόσιας τάξης» (όπως αυτή εκφράζεται ειδικότερα μέσω της «διακρίβωσης ιδιαίτερα σοβαρών εγκλημάτων»), των ίδιων δηλαδή «γενικών αγαθών», στα οποία εκ του Συντάγματος θεμελιώνονται οι λόγοι περιορισμού του απορρήτου των επικοινωνιών. Αν δεν υφίσταται λόγος εθνικής ασφάλειας ή ιδιαίτερα σοβαρό έγκλημα που να επιτάσσει την άρση του απορρήτου, τότε και η παρακολούθηση είναι παράνομη κατά το Σύνταγμα και ελλείπει η δικαιολογητική βάση για το απόρρητο του άρθρου 43Α του ΚτΒ, με αποτέλεσμα αυτό να αίρεται, κατά τελολογική και λογική αναγκαιότητα. Η θέση αυτή ενισχύεται και από τη γραμματική διατύπωση των νομοθετικών περιορισμών του δικαιώματος στην πληροφόρηση κατά το άρθρο 5Α Συντ., οι οποίοι επιβάλλονται «μόνο εφόσον είναι απολύτως αναγκαίοι και δικαιολογούνται για λόγους εθνικής ασφάλειας, καταπολέμησης του εγκλήματος ή προστασίας δικαιωμάτων και συμφερόντων τρίτων».

Αντίθετη ερμηνευτική εκδοχή θα αποτελούσε καταστρατήγηση της τελολογίας του εν λόγω απορρήτου, καθώς ναι μεν δεν θα αντέβαινε στο «γράμμα» της διάταξης του Κανονισμού, πλην όμως θα δικαιολογούσε σκοπούς ξένους με εκείνους για τους οποίους θεσπίστηκε, ενώ τη ίδια στιγμή θα περιόριζε ανεπίτρεπτα τη δυνατότητα άσκησης ουσιαστικού κοινοβουλευτικού ελέγχου επί των επίμαχων συνταγματικών παραβιάσεων. Η παρέκκλιση αυτή αποκτά ακόμη μεγαλύτερη σημασία αν αναλογιστούμε ότι ο κοινοβουλευτικός έλεγχος των μυστικών υπηρεσιών αποτελεί διεθνώς την πιο αξιόπιστη εγγύηση δημοκρατικού ελέγχου και αποτροπής των αυθαιρεσιών. Αυτή η «καλή πρακτική», ωστόσο, δεν αναδεικνύεται στην επιχειρηματολογία της πλειοψηφίας που προσφεύγει συχνά στην επίκληση του οργανωτικού μοντέλου του «Λευκού Οίκου», υπαινισσόμενη ότι ο Πρωθυπουργός διαθέτει στο Επιτελικό Κράτος όλες τις «υπερεξουσίες» του Αμερικανού Προέδρου, χωρίς όμως να περιορίζεται από τα αντίστοιχα ελεγκτικά «αντίβαρα», όπως αυτό του πανίσχυρου Κογκρέσου.

Η άποψη αυτή συνάδει, επίσης, πλήρως με τη νομολογία του Δικαστηρίου του Στρασβούργου, για την οποία οι μυστικές παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφάλειας πρέπει να τεκμηριώνονται ως «αυστηρά αναγκαίες» αλλά και αναπότρεπτες στο πλαίσιο της δημοκρατικής κοινωνίας, προκειμένου να αποκτηθούν ζωτικές πληροφορίες εν όψει συγκεκριμένης επιχειρησιακής διερεύνησης. Σε κάθε άλλη περίπτωση, τα μέτρα λαμβάνονται καταχρηστικά από τις αρχές και δεν εμπίπτουν στο ειδικό προστατευτικό καθεστώς που ισχύει για τις πραγματικά «νόμιμες επισυνδέσεις».

Εν όψει των ανωτέρω, η Ε.Υ.Π. οφείλει να προσκομίσει τα απαραίτητα στοιχεία τεκμηρίωσης των επισυνδέσεων σε μια αρχική «απόρρητη» συνεδρίαση της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας και εφόσον στην συνεδρίαση αυτή διαπιστωθεί, μετά από ενδελεχή έλεγχο, ότι διενεργούνταν παρακολουθήσεις προσώπων που δεν επιτάσσονται από τους περιοριστικά αναφερόμενους στο 19 παρ. 1 Συντ. λόγους, τότε το απόρρητο πρέπει να αρθεί και να επιτευχθούν συνθήκες πλήρους δημοσιότητας. Με άλλα λόγια, η αρχή της «διαφάνειας» κάμπτεται μεν αυτονοήτως κατά τον χρόνο που συγκεκριμένοι λόγοι «εθνικής ασφάλειας» επιτάσσουν περιορισμένη δημοσιότητα, πλην όμως επανέρχεται άθικτη, ενισχυμένη μάλιστα από το συνταγματικό «δικαίωμα στην πληροφόρηση» (άρθρο 5Α παρ.2 Συντ.), όταν οι λόγοι αυτοί εκλείψουν ή περιοριστούν (καθώς η άρση επιδέχεται διαβαθμίσεις) ή, τέλος, αποδειχθεί εκ των υστέρων ότι προβλήθηκαν καταχρηστικά.

Αυτά σύμφωνα με μία αμιγώς «νομική», υπό την έννοια της «νομικής δογματικής», προσέγγιση των ζητημάτων. Αλλά και από δικαιοπολιτική άποψη, η σε βάθος δημόσια διερεύνηση αυτής της «βιομηχανίας παρακολουθήσεων» με την επίκληση λόγων «εθνικής ασφάλειας» αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για τον εντοπισμό και την εκρίζωση αδιαφανών μηχανισμών εξυπηρέτησης ιδιοτελών σκοπιμοτήτων που συνεχίζουν να λειτουργούν στην Ελλάδα στο «ημίφως» της εκτελεστικής εξουσίας, νοθεύοντας τα δημοκρατικά και δικαιοκρατικά χαρακτηριστικά του πολιτεύματός μας. Η διεξαγωγή ενός μίζερου και λειψού κοινοβουλευτικού ελέγχου υπό το κράτος αμφισβητούμενων και αλληλοαντικρουόμενων διαρροών, που θα παράγουν σύγχυση στη δημόσια σφαίρα, ενισχύοντας την αίσθηση της αδιαφάνειας και υποδαυλίζοντας κάθε είδους συνωμοσιολογίες και παραφιλολογίες, μάλλον επιζήμια θα είναι για τη λειτουργία της δημοκρατίας μας. Μια τέτοια εξέλιξη πιθανότατα θα παρατείνει την αίσθηση της θεσμικής εκκρεμότητας, ενώ θα επιτείνει και την κρίση εμπιστοσύνης των πολιτών ως προς τη διαχείριση ευαίσθητων ηθικο-πολιτικών ζητημάτων, που αφορούν τα ίδια τα θεμέλια της έννομης τάξης.

*Το κείμενο αποτελεί επεξεργασμένη εκδοχή σχετικήςυπο-ενότητας στην κοινή μελέτη των Φώτη Παλαμιώτη και Απόστολου Παπατόλια «Το Σύνταγμα στη δίνη των υποκλοπών». Συνταγματικές και δικαιο-πολιτικές όψεις της υπόθεσης των παρακολουθήσεων», ΔΕΙΤΕ ΕΔΩ – 23.08.2022.

Ο Απόστολος Παπατόλιας είναι διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Nanterre. Έχει δημοσιεύσει πρόσφατα τα βιβλία «Θεωρία και Πράξη του Επιτελικού Κράτους» (Σάκκουλας, 2021) και «Η αξιοκρατία ως αρχή και ως δικαίωμα» (Παπαζήση, 2019).

 

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Καιρός: Με συννεφιά, βροχές και καταιγίδες η Τετάρτη
Επιτροπή Θεσμών: Εννιά κορυφαία πρόσωπα να «καταθέσουν» μέσα σε τέσσερις ώρες!
Chevron Right