Με μπέρδεψε πολύ το «παρών» της ΝΔ στην σύσταση εξεταστικής επιτροπής για τις υποκλοπές. Κι έτσι, αποφάσισα να δω το θέμα όπως ξέρω: Νομικά.
Το άρθρο 68 παρ 2 του Συντάγματος ορίζει ότι η Βουλή συνιστά από τα μέλη της εξεταστικές επιτροπές, με απόφασή της που λαμβάνεται με πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών που δεν μπορεί να είναι κατώτερη των δύο πέμπτων του συνόλου των βουλευτών, ύστερα από πρόταση του ενός πέμπτου του όλου αριθμού των βουλευτών. Σε συμφωνία με τα παραπάνω, το άρθρο 144 του προβλέπει τη σύσταση εξεταστικών επιτροπών για την εξέταση ειδικών ζητημάτων δημοσίου ενδιαφέροντος. Το δε άρθρο 145 παρ 1 του ιδίου Κανονισμού ορίζει ότι οι εξεταστικές επιτροπές έχουν όλες τις αρμοδιότητες των ανακριτικών αρχών, καθώς και του Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και η παράγραφος 2 του ιδίου άρθρου ορίζει ότι οι εξουσίες των εξεταστικών επιτροπών ασκούνται με τους όρους και τις διατυπώσεις των άρθρων 146 και 147 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας. Τέλος, σύμφωνα με το άρθρο 27 παρ 1 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, ο εισαγγελέας των πλημμελειοδικών ασκεί στο όνομα της Πολιτείας την ποινική δίωξη.
Από όλα τα παραπάνω προκύπτει ότι κατά τη συζήτηση στη Βουλή σχετικά με τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το μείζον πολιτικό ζήτημα των υποκλοπών τέθηκε το εξής απλό ερώτημα: Θέλετε να συσταθεί εξεταστική επιτροπή για να ερευνήσουμε το ειδικό ζήτημα, δημοσίου ενδιαφέροντος και τις τυχόν αξιόποινες πράξεις στην περίπτωση των υποκλοπών Ανδρουλάκη-Κουκάκη; Καλούμενη να απαντήσει σε αυτό το απλό ερώτημα, η κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ πελάγωσε. Το ρήμα «πελάγωσε» είναι επιεικές, αν ο σκεπτόμενος πολίτης αναλογιστεί δυο πράγματα και συγκεκριμένα, ότι:
1. Η αρχική τοποθέτηση της ΝΔ ήταν να γίνει η εξεταστική επιτροπή, η οποία, όμως, θα πρέπει να διευρύνει τον χρονικό ορίζοντα έρευνας ξεκινώντας από το 2012, όταν πρωθυπουργός της χώρας ήταν ένας άλλος πολιτικός της ΝΔ, ο Αντώνης Σαμαράς.
Σε νομικό επίπεδο, η πρώτη αυτή αντίδραση είναι νομικά ανερμάτιστη και αποκαλύπτει άγνοια του νομικού συστήματος της χώρας. Διότι, το νομικό σύστημα της χώρας δεν διερευνά χρονικές περιόδους αλλά συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά και γεγονότα. Αντίστοιχα, ο Εισαγγελέας Πλημμελειοδικών δεν ερευνά χρονικές περιόδους από τη ζωή των κατηγορουμένων αλλά συγκεκριμένες πράξεις, τις οποίες οφείλει να αποδείξει ως τετελεσμένες, ώστε οι κατηγορούμενοι να καταδικαστούν. Εξάλλου, δεν υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις παράνομων υποκλοπών για το έτος 2012 κι εντεύθεν, με συνέπεια να μην πληρώνεται η προϋπόθεση που τάσσει το άρθρο 144 του Κανονισμού της Βουλής, εφόσον δεν έχει ανακύψει ειδικό ζήτημα δημοσίου ενδιαφέροντος για την εν λόγω περίοδο.
Είναι προφανές, λοιπόν, ότι η πρόταση για έρευνα χρονικής περιόδου (και όχι συγκεκριμένων πράξεων, όπως προβλέπει το νομικό σύστημα της χώρας), αποσκοπούσε είτε στο να ασκηθεί εσωκομματική πίεση στα μη-Μητσοτακικά κομμάτια της ΝΔ, είτε δίωκε να σκηνοθετήσει έναν δυσώδη κουρνιαχτό, μέσα στον οποίο θα επιχειρούνταν, ύστερα, ανίεροι συμψηφισμοί.
Όποια από τις δυο απόψεις κι αν υιοθετήσουμε, δεν μπορούμε παρά να διαπιστώσουμε, ότι και στις δυο περιπτώσεις αυτό που πλήττεται δεν είναι μόνο η αλήθεια, αλλά και οι θεσμοί της πολιτείας. Η κυβέρνηση, ούσα πανικόβλητη επιχείρησε να απαντήσει στο σκάνδαλο των παράνομων υποκλοπών κουρελιάζοντας για άλλη μια φορά τους θεσμούς (πράγμα που έκανε και με τις παράνομες υποκλοπές), δείχνοντας με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, ότι υπό συνθήκες πολιτικής πίεσης μπορεί να αποτελέσει η ίδια θεσμικό κίνδυνο για τη χώρα και τη δημοκρατία.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι από την παραπάνω θέση οι βουλευτές της ΝΔ υποχώρησαν σιγά-σιγά του σκοτωμού, είτε διότι αντελήφθησαν ότι η επιμονή τους σε τέτοιες επιλογές τους εξέθετε περισσότερο απ’ όσο τους υπηρετούσε, είτε διότι η παραπάνω απόπειρα έμμεσων εκβιασμών απέδωσε ως αποτέλεσμα τις προσδοκώμενες εσωκομματικές συμφωνίες.
Όπως και να έχει το ήθος της εξουσίας τους έχει καταστεί προφανές και διαπιστώθηκε προφανώς ανυπόστατο.
2. Η δεύτερη αντίδραση της συμπολίτευσης ήταν να δηλώσει ότι θα ψηφίσει «παρών» στη διαδικασία και τελικά, να επιμείνει και να υλοποιήσει την άποψή της αυτή.
Στο επίδικο ζήτημα, ψηφίζοντας παρών σημαίνει ότι δεν μπορώ να πάρω θέση, σχετικά με την ύπαρξη ή μη ποινικά κολάσιμων πράξεων, στην εξέταση του ειδικού ζητήματος δημοσίου ενδιαφέροντος, ήτοι των υποκλοπών. Ξεκινώντας από το νομικό σκέλος και επαναλαμβάνοντας την επί της ουσίας ερώτηση που τέθηκε στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, δηλαδή «θέλετε να συσταθεί εξεταστική επιτροπή για να ερευνήσουμε το ειδικό ζήτημα, δημοσίου ενδιαφέροντος και τις τυχόν αξιόποινες πράξεις στην περίπτωση των υποκλοπών;» οι βουλευτές της ΝΔ, αφού πρώτα χειροκροτούσαν όρθιοι τον Πρωθυπουργό, που έλεγε ότι όλα έγιναν νόμιμα, τελικώς ψήφισαν ότι δεν μπορούν να πάρουν θέση.
Αν αντιληφθούμε ότι στην ζυγαριά της απόφασης ετίθετο, αφενός μεν η δημοκρατία και αφετέρου η κομματική πειθαρχία και η νομή της εξουσίας, ή αν αντιληφθούμε ότι στη ζυγαριά της απόφασης ετίθεντο, αφενός μεν η απαιτούμενη θεσμική αποκατάσταση της νομιμότητας και αφετέρου η πρόσκαιρη προσωπική επιβίωση εκάστου βουλευτή, έως τις επόμενες εκλογές, τότε το «παρών» ως στάση προκαλεί μόνο αλγεινή εντύπωση.
Σε αυτό το ζύγι, οι βουλευτές της ΝΔ εμετρήθησαν, εζυγίσθησαν και ευρέθησαν ελλιπείς, διότι αντί να λειτουργήσουν προς όφελος της δημοκρατίας και των θεσμών της, αντί να λειτουργήσουν ως αντιπρόσωποι του έθνους (σύμφωνα με το αρ 51 παρ 2 του Συντάγματος), αντί να λειτουργήσουν προς όφελος της διαφάνειας και της δικαιοσύνης, λειτούργησαν προς όφελος της συγκάλυψης και της απονεύρωσης της πολιτείας και των θεσμών της.
Άλλωστε και πολιτικά, η παραπάνω στάση συνιστά άμεσο πολιτικό «άδειασμα» του πρωθυπουργού, ο οποίος επέμενε ότι οι υποκλοπές ήταν νόμιμες. Δηλαδή, ο μεν πρωθυπουργός διερρήγνυε τα ιμάτιά του για τη νομιμότητα των υποκλοπών, η δε κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ, τη μια μέρα χειροκροτούσε με σθένος την πρωθυπουργική βεβαιότητα και την επομένη κατέληξε να λέει «α, με συγχωρείτε, εγώ δεν μπορώ να πάρω θέση».
Με αυτές τις σκέψεις καταλήγω ότι το «παρών» στην πρόσφατη ψηφοφορία, είναι ακριβώς η νηνεμία πριν την καταιγίδα. Είναι ακριβώς το κύκνειο άσμα μιας κοινοβουλευτικής ομάδας, αποδεικνυόμενης κατώτερης των περιστάσεων, η οποία μπορεί πριν λίγες μέρες να ψήφισε «παρών» αλλά κάθε μέρα δηλώνει «απών» από τους θεσμούς, από τη δημοκρατία και οσονούπω και από τα έδρανα της βουλής.
Απέναντι σε τέτοια θεσμική κατρακύλα, είναι ανάγκη η πολιτική και θεσμική επανεκκίνηση της χώρας. Όσο συντομότερα, τόσο το καλύτερο.
(Ο Μάριος Μαρινάκος είναι Διαπιστευμένος διαμεσολαβητής υπουργείου Δικαιοσύνης, δικηγόρος παρ΄ Αρείω Πάγω, MSc Law and Economics)