Αρχικά θα προσπαθήσει να επουλώσει τα τραύματα στον διατλαντικό δεσμό που δημιούργησε η προηγούμενη Προεδρία, αλλά δεν προβλέπεται να εγκαταλείψει τη βασική αρχή που υπεραμύνθηκε και ο Τραμπ, ότι δηλαδή όλοι οι εταίροι στο ΝΑΤΟ οφείλουν να φτάσουν τις δαπάνες για την άμυνα στο 2% του ΑΕΠ τους.
Το 2020 ήταν μια πρωτόγνωρη χρονιά με τεράστιες δυσκολίες σε πολλά επίπεδα. Από τα ελάχιστα θετικά νέα για το πλανήτη ήταν η εκλογή Μπάιντεν στην Αμερικανική Προεδρία μετά την καταστροφική προεδρία Τραμπ. Τα γεγονότα στο Καπιτώλιο με την απειλή εναντίον της αμερικανικής δημοκρατίας κατέδειξαν με τον πιο σαφή τρόπο την ανάγκη αλλαγής πορείας.
Οι προτεραιότητες του νέου Προέδρου είναι αρχικά εσωτερικές: έχει το τιτάνιο έργο να επανενώσει μια βαθιά διαιρεμένη χώρα μετά τη διχαστική και ακραία πολιτική του Τραμπ. Θα αναγκαστεί παράλληλα να δώσει όλες του τις δυνάμεις για να ξεπεράσει η χώρα την υγειονομική κρίση που διευρύνθηκε ακόμη περαιτέρω με τον συγκεκαλυμμένο «αρνητισμό» του προκατόχου του στον κορονοϊό και η οποία επέτρεψε την υπερμετάδοση του με αποτέλεσμα πολλές χιλιάδες θύματα.
Αλλά τα μάτια όλου του πλανήτη είναι στραμμένα στις επιλογές του στο διεθνές πεδίο.
Από την πρώτη μέρα ο νέος πρόεδρος έλαβε βαρυσήμαντες αποφάσεις: επιστροφή στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, στην Συμφωνία των Παρισίων για το Κλίμα και γενικότερα στην πολυμερή συνεργασία, δίνοντας το στίγμα της νέας προεδρίας.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει ο τρόπος που η νέα Προεδρία θα αντιμετωπίσει το ΝΑΤΟ και τις διατλαντικές σχέσεις. Αρχικά θα προσπαθήσει να επουλώσει τα τραύματα στον διατλαντικό δεσμό που δημιούργησε η προηγούμενη Προεδρία, αλλά δεν προβλέπεται να εγκαταλείψει τη βασική αρχή που υπεραμύνθηκε και ο Τραμπ, ότι δηλαδή όλοι οι εταίροι στο ΝΑΤΟ οφείλουν να φτάσουν τις δαπάνες για την άμυνα στο 2% του ΑΕΠ τους. Ο λόγος είναι ότι πχ η πλούσια Γερμανία δε φτάνει καν το 1,6%, στηριζόμενη ουσιαστικά για την άμυνα της στις ΗΠΑ. Εξάλλου ήταν επί της εποχή της δικής του αντιπροεδρίας, το 2014 που αποφασίστηκε ο στόχος αυτός. Αναμένεται λοιπόν να τονίσει ότι οι ασυμμετρίες σε επίπεδο συνεισφοράς, στρατιωτικής αλλά και οικονομικής στην διατλαντική σχέση πρέπει να τελειώσουν. (Να σημειωθεί ότι η χώρα μας σταθερά πιάνει το 2%, αν και έχουν γίνει σημαντικότατες αμυντικές περικοπές τα τελευταία χρόνια για ένα λόγο: με την οικονομική κρίση η Ελλάδα έχασε το 25% του ΑΕΠ της, ποσοστό πρωτοφανές σε καιρό ειρήνης. Επειδή οι δαπάνες υπολογίζονται ως ποσοστό του ΑΕΠ, παραμείναμε εντός του στόχου).
Η ΕΕ δεν μπορεί να θεωρεί ως δεδομένο ότι οι ΗΠΑ θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούν την συλλογική της άμυνα και καλείται να αναλάβει τις ευθύνες της. Παράλληλα οφείλει να αναλάβει πρωτοβουλίες στο χώρο της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και στη Μέση Ανατολή, όπου έως τώρα υπήρξε απούσα. Και στις δυο περιπτώσεις, όπως φάνηκε στην περίπτωση της Αρμενίας, Λιβύης και Συρίας (περίπτωση Idlib), το κενό που άφησε η Αμερική, δεν το κάλυψε η ΕΕ αλλά η Ρωσία και εν μέρει η Τουρκία
Η Αμερική, τουλάχιστον κατά το άμεσο μέλλον, δεν προβλέπεται να ασχοληθεί συστηματικά με αυτές τις περιοχές, μια και το ενδιαφέρον της Ουάσιγκτον θα παραμείνει στον Ινδικό και Ειρηνικό Ωκεανό. Με αυτά τα δεδομένα, ο ρόλος της ΕΕ είναι κομβικός για να μην εγκαθιδρύσει μια μόνιμη πρωτοκαθεδρία η Μόσχα και να μην ενισχύσει περαιτέρω την επιρροή της η Τουρκία. Άρα στόχος του Μπάιντεν θα είναι οι ευρωπαίοι σύμμαχοι να κάνουν περισσότερα και να αναλάβουν του οίκου τους.
Αλλά σημασία για τη νέα Προεδρία έχει και η ανάπτυξη ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνατοτήτων. Ο Τραμπ ήταν απολύτως αντίθετος στις νέες ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες όπως αυτές ξεδιπλώθηκαν από το 2016 και μετά. Ο Μπάιντεν αναμένεται να στηρίξει μια συντονισμένη ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική όμως ως τρόπο να ενισχυθεί ο ευρωπαϊκός πυλώνας εντός του ΝΑΤΟ. Δεν θα εγκαταλειφθεί ο σκεπτικισμός αλλά θα επιχειρηθεί να πειστούν οι Ευρωπαίοι να αναπτύξουν εκείνες τις επιχειρησιακές δυνατότητες που καλύπτουν τα κενά του ΝΑΤΟ.
Είναι γεγονός ότι υπάρχει μεγάλη ανάγκη εντός της ΕΕ για δουλειά βάσης και εξορθολογισμό των στρατιωτικών δυνατοτήτων, ειδικά τώρα που υποχρεωτικά λόγω πανδημίας αναπόδραστα θα συρρικνωθούν και πάλι οι αμυντικοί προϋπολογισμοί. Τα πλήγματα της πανδημίας στην αμυντική βιομηχανία ένθεν κακείθεν του Ατλαντικού, ειδικά σε ότι αφορά την αεροναυπηγική και το διάστημα, καθιστούν ακόμη πιο αναγκαία τη συνεργασία. Kάνουν επίσης επιτακτική της συμμετοχή των ΗΠΑ αλλά και του Ηνωμένου Βασιλείου στις νέες ευρωπαϊκές αμυντικές πρωτοβουλίες.
Οι ΗΠΑ έχουν αυτή τη στιγμή έναν από του πιο φιλοευρωπαίους Προέδρους που είχαν ποτέ.
Γνωρίζει την ΕΕ καλά και εκτιμά τη σημασία του διατλαντικού δεσμού. Από τη μεριά τους, η Επιτροπή και ο Ύπατος Εκπρόσωπος, Josep Borrell ήδη ετοιμάζουν ένα κείμενο με τίτλο
«Μια νέα διατλαντική ατζέντα για την παγκόσμια αλλαγή». Προτείνουν ένα δομημένο Ευρωαμερικανικό διάλογο σε θέματα άμυνας και ασφάλειας και καταγράφει ένα ευρύ φάσμα Ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων ασφαλείας, όπως η Ρωσία, τα δυτικά Βαλκάνια, η Τουρκία, η Αφρική και η Μέση Ανατολή.
Ήδη, από τις 16 Νοεμβρίου οι Υπουργοί Εξωτερικών Γερμανίας και Γαλλίας υπογράμμισαν σε κοινό άρθρο τους: «Εμείς οι Ευρωπαίοι δεν αναρωτιόμαστε πια τι μπορεί να κάνει η Αμερική για μας, αλλά τι οφείλουμε εμείς να κάνουμε για να υπερασπιστούμε την ασφάλεια μας και να οικοδομήσουμε μια πιο ισορροπημένη διατλαντική σχέση».
Οι ευρωπαίοι καλούνται σήμερα να αναπτύξουν μια πιο συνεκτική εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας αλλά και μια κοινή προσέγγιση μπροστά στη μεγάλη πρόκληση που αποτελεί η Κίνα και δευτερευόντως η Ρωσία και να φροντίσουν για τη σταθερότητα στην ανατολική και νότια γειτονιά τους. Μια απουσία της Ευρώπης από τις περιοχές αυτές θα έχει μεγάλο κόστος, το οποίο θα μεγαλώνει όλο και πιο πολύ.
Η Μαριλένα Κοππά είναι Αναπλ. Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο