Ο θηριώδης σεισμός της 6ης Φεβρουαρίου στη γειτονική Τουρκία και τη Συρία και τα τραγικά γεγονότα των ημερών που ακολούθησαν αφήνουν ανεξίτηλα σημάδια σε μια περιοχή 12,5 εκατομμυρίων ανθρώπων που θρηνούν τους νεκρούς τους και τους πάνω από 150.000 αγνοούμενους μέσα στα χαλάσματα.
Η επόμενη μέρα είναι ακόμη πιο δύσκολη: η στέγαση εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων και η σίτιση τους, η ανάγκη τιμωρίας των υπευθύνων αλλά και η οργή των παθόντων είναι κολοσσιαία προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το Τουρκικό κράτος. Ο Ερντογάν αποτίμησε το κόστος ανοικοδόμησης σε 87 δις δολάρια. Όμως σύμφωνα με τους πιο αισιόδοξους υπολογισμούς το ποσό δεν μπορεί να πέσει κάτω από 150 δις και κατά άλλους θα φτάσει τα 250 δις δολάρια. Αλλά και αν δεχτούμε ότι ο σεισμός κόστισε 84-87 δις, αυτό ισούται με το 10% του συνόλου της τουρκικής οικονομίας το 2022.
Οι οικονομικές συνέπειες μπορεί να φτάσουν σε απώλειες έως και του 1% του ΑΕΠ της χώρας το 2023, σύμφωνα με μια έκθεση της Ευρωπαϊκής Τράπεζας για την Ανοικοδόμηση και την Ανάπτυξη (EBRD)που δημοσιεύτηκε στις 16 Φεβρουαρίου. Με έναν πληθωρισμό που έφτασε το 85% τον Οκτώβριο, η χώρα στέκεται ακόμη όρθια χάρη στη ρευστότητα που προσέφερε η άνοδος του τουρισμού το προηγούμενο καλοκαίρι, και οι εισροές από τη Ρωσία και τις χώρες του Κόλπου.
Ο σεισμός θα επιβαρύνει περαιτέρω την οικονομία, με τη λίρα να αναμένεται να υποχωρήσει ακόμη περισσότερο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ένα μέρος των χρημάτων που θα έμπαινε στο σύστημα με στόχο τη νίκη στις εκλογές από την κυβέρνηση, τώρα αναγκαστικά θα κατευθυνθεί προς την ανακούφιση των σεισμοπαθών. Ο δε στόχος της Κυβέρνησης για ανοικοδόμηση σε έναν χρόνο δεν δείχνει να είναι πιστευτός από κανέναν.
Είναι σαφές ότι η Τουρκία δεν είναι πλέον η ίδια. Γονατισμένη από το μέγεθος της καταστροφής και εξαρτημένη από την ξένη βοήθεια θα κληθεί να αναμετρηθεί με τη στάση της τα τελευταία χρόνια, αλλά και με το αφήγημα της «ισχυρής και ανεξάρτητης Τουρκίας» που τόσο καλλιέργησε.
Τι σημαίνουν αυτά για εμάς και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις; Πιστεύω ότι η πραγματικότητα βρίσκεται κάπου στη μέση μεταξύ του απόλυτου αρνητισμού ορισμένων αναλυτών ότι τίποτα δεν άλλαξε, αλλά και την υπεραισιοδοξία άλλων που θεωρούν ότι έχουμε τους όρους να «μηδενίσουμε το κοντέρ» για να ξεκινήσουμε μια διαδικασία αντίστοιχη με του 1999 που κατέληξε σε αποκλιμάκωση της έντασης, τη συμφωνία του Ελσίνκι και την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ.
1.Πρόκειται για δυο χώρες ελάχιστους μήνες πριν τις εκλογές. Έτσι πριν σχηματιστούν σταθερές κυβερνήσεις και στα δυο κράτη, τίποτα δεν μπορεί να συζητηθεί.
2.Είναι λάθος η σύγκριση με το 1999. Οι σεισμοί δεν έγιναν σε κενό χώρου και χρόνου. Έχουν σημασία τόσο οι ηγέτες των δυο χωρών όσο το διεθνές περιβάλλον. Οι ηγεσίες των δυο χωρών αρχικά διαφέρουν : το 1999 η Κυβέρνηση Σημίτη και ο ΥΠΕΞ Παπανδρέου πίστευαν στο διάλογο και στην προοπτική μιας βιώσιμης λύσης, υπέρ και των δυο πλευρών. Η σημερινή κυβέρνηση πρεσβεύει το δόγμα της ακινησίας, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει η δυνατότητα καμιάς θετικής εξέλιξης. Από την άλλη, ο σεισμός του 1999 ξεγύμνωσε στα μάτια των πολιτών το πολιτικο- στρατιωτικό κατεστημένο της Τουρκίας και έφερε στην εξουσία των Ερντογάν. Σήμερα ο Ερντογάν δείχνει να ελέγχει τους αρμούς της εξουσίας και παρά την οργή είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί.
3.Ο χρόνος μετράει σε βάρος μας. Η ακινησία δεν είναι επιλογή. Και φυσικά δεν εννοώ τους λίγους μήνες πριν τις εκλογές αλλά τα τέσσερα σχεδόν χρόνια της κυβέρνησης όπου πέραν από τους πύρρειους λόγους και τις σκληρές δηλώσεις προς τέρψιν τους εσωτερικού ακροατηρίου τίποτα ουσιαστικό δεν συνέβη.
4.Οι εξοπλισμοί είναι αναγκαίοι αλλά δεν μπορεί να είναι η μόνη πολιτική απέναντι στην Τουρκία. Θα έπρεπε να είναι ένας από τους άξονες μιας πολιτικής η οποία θα συνδύαζε την αποτροπή με πολυσχιδείς διπλωματικές πρωτοβουλίες που θα άνοιγαν το δρόμο για το διάλογο.
5.Μπορεί να λέμε και να επαναλαμβάνουμε ότι μια είναι η διαφορά μας, αλλά είναι πολλά αυτά που μας χωρίζουν. Έτσι, η απουσία διαλόγου και επαφών έχει επιτρέψει στην Τουρκία να πολλαπλασιάζει τις διεκδικήσεις της, βαραίνοντας την ατζέντα συζητήσεων. Πλέον όταν θα αρχίσει ο διάλογος η Τουρκία ως κίνηση καλής θέλησης θα αφαιρέσει τις πιο ακραίες (πχ αποστρατικοποίηση) αλλά θα επιμείνει στην σκληρή θέση για τις γκρίζες χώρες, ισχυριζόμενη ότι έκανε υποχωρήσεις.
6.Στόχος πρέπει να είναι η υπογραφή συνυποσχετικού για την παραπομπή στη Χάγη. Αλλά και η συμφωνία στο τι θα περιέχεται στο συνυποσχετικό φαντάζει πολύ δύσκολη. Γι αυτό ακριβώς χρειάζεται η χώρα μας να πάρει την πρωτοβουλία, με συγκεκριμένους άμεσους στόχους, συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα αλλά και αξιοποιώντας τη θέση της ως κράτος μέλος της ΕΕ, ώστε να αναλάβει πρωτοβουλίες που αφορούν την Τουρκία και εντός της ΕΕ.
Αυτό που χρειαζόμαστε είναι να ξαναπιάσουμε το νήμα των επαφών. Το καλό κλίμα των τελευταίων εβδομάδων πρέπει να γίνει το εφαλτήριο, μετά τις εκλογές, για να αντιμετωπίσουμε η μια πλευρά την άλλη. Και κατά το μέτρο του δυνατού να οικοδομηθεί ένα κλίμα εμπιστοσύνης που θα επιτρέψει μια ειλικρινή ανταλλαγή απόψεων. Η εμπιστοσύνη και το πως οικοδομείται μετά από τόσα χρόνια κλιμάκωσης θα είναι ένα μεγάλο στοίχημα.
Η εμπιστοσύνη δεν αφορά απλά την διαχείριση της αβεβαιότητας αλλά και την ελπίδα να δημιουργηθεί μια κουλτούρα προβλεψιμότητας με την άλλη πλευρά του Αιγαίου. Όπου, μακριά από πολεμικές ιαχές ή προσδοκία μικροκομματικών κερδών θα μπορεί η κάθε πλευρά να σηκώσει το τηλέφωνο και να επικοινωνήσει με την άλλη για την αντιμετώπιση κοινών προκλήσεων και αποφυγή κλιμάκωσης. Αυτή την εμπιστοσύνη οφείλουμε να αρχίσουμε να οικοδομούμε μόλις ολοκληρωθούν οι εκλογικές διαδικασίες στις δυο χώρες.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο)