Opinions

Βασίλης Χρονόπουλος: Γιατί η ΕΕ δεν χρηματοδοτεί την επέκταση του φράκτη στον Έβρο; – Ιστορίες εθνικής αυτογνωσίας

Τα χρηματοδοτικά προγράμματα φύλαξης των συνόρων δεν είναι τόσο «ευρωπαϊκά» όταν δεν συνοδεύονται από πολιτικές αναλογικού επιμερισμού και εγκατάστασης των ανθρώπων που εισέρχονται σε ολόκληρη την ΕΕ.

 

Η επέκταση του φράκτη του Έβρου αποτελεί θέμα πολιτικής διαμάχης και φαίνεται να επιλέγεται από την κυβέρνηση και ως προνομιακό πεδίο προεκλογικής αντιπαράθεσης.

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, διαχρονικά, δεν χρηματοδοτεί την κατασκευή φρακτών στα σύνορα της. Επειδή όμως τα σχετικά ζητήματα τίθενται και ως ζητήματα εθνικής κυριαρχίας δεν μπορεί και δεν το απαγορεύει. Η ΕΕ περιορίζεται στο να ασκεί κριτική, σε εκθέσεις της, για τα αποτελέσματά τους σε σχέση με το ενωσιακό δίκαιο, το κράτος δικαίου και τα ανθρώπινα δικαιώματα.

Από τη συζήτηση για τον ελληνικό φράκτη απουσιάζει μια σημαντική παράμετρος. Η τεχνική του περιγραφή. Βάσει αυτής, θα μπορούσαν να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα σε σχέση με μια σειρά από θέματα που έχουν προκύψει ή θα προκύψουν στο μέλλον.

Τα λίγα «τεχνικά χαρακτηριστικά» που γνωρίζουμε για το φράκτη προέρχονται από την ενημέρωση που έκανε ο αρμόδιος υπουργός Θεοδωρικάκος στη Βουλή και τα όσα, λιγότερα, ανέφερε πρόσφατα ο Πρωθυπουργός. Το έργο κοστίζει πάνω από 20 εκ ευρώ (99,2 εκ για την ακρίβεια) και ο αρμόδιος υπουργός, ήδη από τον Φεβρουάριο του 2023, ενημέρωσε σχετικά τη Βουλή, αφού η ενημέρωσή της είναι υποχρεωτική βάσει του Κανονισμού της Βουλής για συμβάσεις που προϋπολογισμού άνω των 20 εκ. ευρώ.

Τότε ο κ. Θεοδωρικάκος είχε αναφέρει τα εξής:

«Προχωράμε, λοιπόν, στην επέκταση με το τμήμα των 35 περίπου χιλιομέτρων, στον κεντρικό Έβρο, σε σημεία όπου η γειτνίαση ποταμού και ορεινού όγκου, καλυμμένου με πυκνό δάσος, τα καθιστά ιδανικά, ως περάσματα παράνομων μεταναστών. Αναφερόμαστε στην ευρύτερη περιοχή Ψαθάδες Διδυμοτείχου έως Κορνοφωλιά Σουφλίου.

Αναφερόμαστε δηλαδή σε μια περιοχή που η Αστυνομία και ο Στρατός θεωρούν ως απόλυτη προτεραιότητα την κατασκευή του φράχτη, καθώς όπως ήδη είπα, πίσω από αυτό υπάρχει μια μεγάλη δασώδης έκταση και συνεπώς, εάν από εκεί περάσουν παρανόμως άνθρωποι, είναι εξαιρετικά δύσκολο να τους βρει κανείς. Σημαίνει ότι θα μπουν στην καρδιά της Ελληνικής ενδοχώρας. Γι’ αυτό είναι προτεραιότητα το συγκεκριμένο σημείο».

O Πρωθυπουργός, στην τελετή υπογραφής της σύμβασης του έργου (το γεγονός της υπογραφής της σύμβασης σε «τελετή» παρόντος του πρωθυπουργού δείχνει τη βούληση για πολιτική «αξιοποίηση» του ζητήματος), ήταν κάπως πιο συγκεκριμένος:

«Σε σημεία όπου θα κριθεί αδύνατο να κατασκευαστούν μόνιμα εμπόδια προβλέπεται δυνατότητα τοποθέτησης φορητών εμποδίων, που δεν θα έχουν βαθιά θεμελίωση αλλά θα βασίζονται σε αντίβαρα».

Αυτό που δεν έχει απαντηθεί μέχρι τώρα, με ακρίβεια, είναι αν το τεχνητό εμπόδιο θα οριοθετεί τα σύνορα ή θα βρίσκεται, λόγω τεχνικών ιδιαιτεροτήτων, εντός του ελληνικού εδάφους. Στη δεύτερη περίπτωση, το τεχνητό εμπόδιο θα λειτουργεί περισσότερο ως μέσο διασφάλισης για τη σύλληψη, καταγραφή και ταυτοποίηση των παράτυπα εισερχομένων και λιγότερο για την αποτροπή διάσχισης των συνόρων.

Σε τέτοια περίπτωση, ο επιχειρησιακός στόχος που ανακοινώθηκε δια στόματος του υπουργού είναι καθόλα θεμιτός και αρκούντως ευρωπαϊκός. Η πολιτική των hotspot της ΕΕ έχει ακριβώς αυτόν τον στόχο. Να καταγράφονται και να ταυτοποιούνται όσα άτομα εισέρχονται παράτυπα σε ευρωπαϊκό έδαφος και να ακολουθούν, αν το επιθυμούν, τη διαδικασία ασύλου.

Αν αυτός ήταν ο διακηρυγμένος στόχος της επέκτασης του φράκτη δεν θα ήταν ιδιαίτερα αξιοποιήσιμος επικοινωνιακά.

Αντίθετα με όσα συμβαίνουν αυτές τις μέρες, η ενημέρωση στη Βουλή δεν κινήθηκε σε υψηλούς τόνους. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ζήτησαν κάποιες διευκρινίσεις και ο Υπουργός τοποθετήθηκε ήπια και χωρίς κομματικές αιχμές. Τα σχετικά δημοσιεύματα ήταν εξίσου σε χαμηλούς τόνους.

Η συναίνεση ή η ανοχή στην επέκταση του φράκτη, κάποιοι τον περιγράφουν ως «αναγκαίο κακό», οφείλεται εν πολλοίς στο σοκ που προκάλεσαν τα γεγονότα του Έβρου. Το σοκ δεν είχε τόσο σχέση με τον αριθμό των ανθρώπων που αποπειράθηκε να εισέλθει στη χώρα όσο με την οργανωμένη προσπάθεια της τουρκικής κυβέρνησης να δημιουργήσει ζήτημα. Η εργαλειοποίηση έγινε ορολογία που υπάρχει από τότε στη δημόσια συζήτηση είτε ως ενεργός κίνδυνος είτε ως κίνδυνος για το μέλλον.

Υπάρχει διαχρονικά ο προβληματισμός πώς τα έργα ή οι πολιτικές τέτοιου είδους αλλάζουν απλώς τις διαδρομές των παράτυπα εισερχόμενων χωρίς να τις καταργούν. Στην περίπτωση της δικής μας χώρας, μια από τις εναλλακτικές διαδρομές είναι πάλι ελληνική. Είναι η διαδρομή που ακολούθησαν πρόσφυγες και μετανάστες το 2015 – 2016. Η «θαλάσσια» διαδρομή. 1.030.173 άνθρωποι εισήλθαν στην Ελλάδα -ΕΕ από τα νησιά του Αν. Αιγαίου ενώ, την ίδια περίοδο, από τα χερσαία σύνορα μόνο 8.691. Τότε, στο βόρειο Έβρο, υπήρχε μόνο ο φράκτης που κατασκευάστηκε επί ΠΑΣΟΚ.

Ο αριθμός των ανθρώπων που περνούσε παράτυπα τα σύνορα, τότε, δεν μειώθηκε τόσο με επιχειρησιακά μέτρα όσο με πολιτικές αποφάσεις. Τα μέτρα της Κοινής Δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας μείωσαν δραστικά τον αριθμό των ανθρώπων που επέλεγε τη θαλάσσια διαδρομή. Μοιραία, αυξήθηκε ο αριθμός που επέλεξε τη χερσαία διαδρομή. Από 8.691 την προηγούμενη διετία έφτασαν τους 24.606. Η αύξηση είναι διακριτή αλλά δεν συγκρίνεται με τους αριθμούς της προηγούμενης διετίας ενώ μόνο το 2021 ο αριθμός που κατάφερε να εισέλθει παράτυπα στην Ελλάδα-ΕΕ ήταν μεγαλύτερος στην χερσαία διαδρομή (4.826 έναντι 4.331). Οι παραπάνω αριθμοί προέρχονται από την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες και δεν έχουν αμφισβητηθεί.

Αυτό που δεν μπορεί, επίσης, να αμφισβητηθεί είναι πως υπάρχει πιθανότητα να επαναληφθούν απόπειρες εργαλειοποίησης του προσφυγικού – μεταναστευτικού από την πλευρά της Τουρκίας. Η πρόκληση- υποκίνηση γεγονότων όμως δεν είναι απαραίτητο να χωροθετηθεί πάλι στον Έβρο ούτε πως θα έχει τα ίδια ακριβώς χαρακτηριστικά με αυτά του Μαρτίου του 2020.

Παρά τα μεγάλα λόγια, που ειπώθηκαν και επιτοπίως στον Έβρο, από την ηγεσία της ΕΕ, η Τουρκία δεν υπέστη κυρώσεις. Η εργαλειοποίηση, εκ του μετρήσιμου αποτελέσματος πλέον, δεν κόστισε σε γεωπολιτική ισχύ στην τυχοδιωκτική Τουρκία. Αντιμετωπίστηκε σαν μια κρίση στις ευρωτουρκικές σχέσεις που, αν και άφησε το αποτύπωμα της, πέρασε. Όταν η ΕΕ αναφέρεται στον όρο «εργαλειοποίηση» για το προσφυγικό εννοεί, κατά κύριο λόγο πλέον, τη Λευκορωσία.

Τι κέρδισε η Ελληνική πλευρά πέρα από τα μεγάλα λόγια; Πριν λίγο καιρό δημοσιοποιήθηκε το εγκεκριμένο πρόγραμμα χρηματοδότησης της χώρας για τη μεταναστευτική πολιτική και τη φύλαξη των συνόρων. Η ΕΕ μας δίνει πάρα πολλά χρήματα για τη φύλαξη των συνόρων και λιγότερα, πχ, για τις πολιτικές κοινωνικής ένταξης ή τα προγράμματα προώθησης της νόμιμης μετανάστευσης (μπορείτε να τα δείτε αναλυτικά εδώ

Είναι αυτός, όμως, ο εθνικός μας στόχος για την ευρωπαϊκή πολιτική μετανάστευσης και ασύλου; Να παίρνουμε χρήματα για να φυλάμε «καλύτερα» τα σύνορά μας που είναι και ευρωπαϊκά; Γιατί δεν τα φυλούν, μαζί μας, και οι υπόλοιποι Ευρωπαίοι και αρκούνται σε «χρηματοδοτήσεις»;

Μέχρι πρόσφατα, η εθνική και διακομματική μας στόχευση προς την ΕΕ δεν ήταν αυτή αλλά η αποκατάσταση μιας αδικίας. Η χώρα μας δεν οφείλει να αναλαμβάνει ευθύνες που δεν της αναλογούν. Η συντριπτική πλειονότητα των παράτυπα εισερχομένων, αργά ή γρήγορα, συνεχίζει προς τον τελικό της προορισμό που δεν είναι η Ελλάδα. Αυτή η παραδοχή αρκεί για να συνειδητοποιήσουμε πως η γενναιόδωρη χρηματοδότηση της φύλαξης των συνόρων δεν αποτελεί προνομιακή μεταχείριση της χώρας αλλά περισσότερο κυνική ανάθεση εργολαβίας για ένα έργο που αποτελεί συνάμα υποχρέωση και συμφέρον της ΕΕ και των κρατών που την αποτελούν.

Τα χρηματοδοτικά προγράμματα φύλαξης των συνόρων δεν είναι τόσο «ευρωπαϊκά» όταν δεν συνοδεύονται από πολιτικές αναλογικού επιμερισμού και εγκατάστασης των ανθρώπων που εισέρχονται σε ολόκληρη την ΕΕ. Το εθνικά σημαντικό αίτημα είναι αυτό της κατάργησης του πνεύματος του Κανονισμού Δουβλίνο. Σύμμαχος της χώρας δεν μπορεί να θεωρείται κανένα κράτος μέλος που δεν αναλαμβάνει το μερίδιο της ευθύνης που του αναλογεί.

Η συμφωνία της Ουγγαρίας για τη χρηματοδότηση της φύλαξης, αποκλειστικά από τη χώρα μας, των ελληνικών-ευρωπαϊκών συνόρων πρέπει να μας προβληματίζει και να μας κινητοποιεί. Η Ουγγαρία και οι χώρες του Βίζεγκραντ αντιστρατεύονται, διαχρονικά και με πείσμα, τα εθνικά μας συμφέροντα και αντιτίθενται όχι μόνο σε κάθε μορφή ενωσιακής αλληλεγγύης αλλά και, συνολικά, στο ίδιο το ευρωπαϊκό κεκτημένο.

Όσο κι αν αυτό δεν αποτελεί τη βασική παράμετρο της ελληνικής συζήτησης, η ύπαρξη ή μη ενός φράχτη σε ευρωπαϊκό έδαφος δεν είναι αποκλειστικά ένα τεχνικό ούτε καν ένα επιχειρησιακό ζήτημα.

Για την Ευρώπη θυμίζει, υποδηλώνει και τελικά σημαίνει πολύ διαφορετικά πράγματα. Κάτι που γνωρίζουν, δια των ευρωβουλευτών τους έστω, όσα ελληνικά κόμματα εκπροσωπούνται, ή εκπροσωπήθηκαν στο παρελθόν, στο Ευρωκοινοβούλιο.

Αυτό που σήμερα χαρακτηρίζεται ως ιδεολογικό ζήτημα έχει ιστορική αφετηρία. Δεν υπήρξε ζήτημα αντιπαράθεσης αριστεράς – δεξιάς με τους σημερινούς όρους.

Το «Τείχος της ντροπής», ως όρος,πρωτοακούστηκε το 1961 στην Ευρώπη για το Τείχος του Βερολίνου. Η καταστροφή του, το 1994, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως η 2η γενέθλια ημέρα της ενωμένης Ευρώπης ή τουλάχιστον ένα σημαντικό ορόσημο στην ιστορία της. Η ευρωπαϊκή δεξιά, στο μέρος της που (συνεχίζει να) επιθυμεί την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» αντιτίθεται, στο συμβολισμό των τειχών.

Για μέρος της ευρωπαϊκής αριστεράς, μέχρι τη δεκαετία του 90, οι φράχτες και η αυστηρή, έως βάναυση και δολοφονική, φύλαξη των συνόρων είχε διαφορετική πολιτική σημασία από τη σημερινή. Όποια κι αν είναι,όμως, η σημερινή θέση της αριστεράς, η ισχύς της δεν επαρκεί για να σταματήσει τη χρηματοδότηση τειχών στην ΕΕ.

Το ζήτημα δεν είναι απλώς ιστορικό ή συμβολικό. Είναι ταυτοτικό για μια Ευρώπη που θέτει πολύ ψηλά την αρχή της ελεύθερης κυκλοφορίας και των ανθρώπων και «μεταβολίζει» ακόμη τις αλλαγές της δεκαετίας του 90.

Δεν σταμάτησε ο ΣΥΡΙΖΑ τη χρηματοδότηση του φράκτη στον Έβρο. Δεν θα μπορούσε να το κάνει. Δεν έχει, ούτε κατά διάνοια, την απαραίτητη πολιτική ισχύ. Ούτε η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει την απαραίτητη πολιτική ισχύ ώστε να ανατρέψει μια πάγια θέση της ΕΕ με αξιακά, ιστορικά και ταυτοτικά χαρακτηριστικά. Τα πράγματα συνεχίζουν ως έχουν,ανεξάρτητα από την εσωτερική μας συζήτηση.

Μετά τα γεγονότα του Έβρου, η κυβέρνηση έχει εγκλωβιστεί, με το, (μικρο)πολιτικά, αζημίωτο, στην μονοδιάστατη αντιμετώπιση του ζητήματος της μετανάστευσης και του ασύλου ως ζήτημα συνόρων και ελληνοτουρκικών σχέσεων. Αυτό δημιουργεί έναν καμβά γόνιμο για εντυπωσιασμό, επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και, δυστυχώς, τεχνητές εντάσεις που φτάνουν μέχρι και τις καταγγελίες για προδοσία και εθνική μειοδοσία.

Ας έχουμε στο νου μας πως, ανεξάρτητα από το εκλογικό αποτέλεσμα, χώρα θα υπάρχει και μετά τις εκλογές…

(Ο Βασίλης Χρονόπουλος είναι νομικός, ειδικός σε θέματα μετανάστευσης και ασύλου)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Survivor All Star: Σοκ με τη μεγάλη φάρσα του Λιανού - Ποιον στέλνουν για αποχώρηση
Χρήστος Μέγας: Ο δικαιολογημένος θυμός, η αναμενόμενη αλλαγή και ο κίνδυνος «πολιτικής κρίσης»
Chevron Right