Στα περισσότερα αγορίστικα δωμάτια υπάρχει μία αφίσα της αγαπημένης ομάδας. Είναι μία αφίσα που στην αρχή κάθε νέας σεζόν αντικαθίσταται από μία καινούργια. Με τους νέους παίκτες και τις νέες ελπίδες. Στα ίδια δωμάτια, υπάρχει μία αφίσα που δεν αλλάζει σχεδόν ποτέ! Αυτή με τη φωτογραφία του «Σούπερ ποδοσφαιριστή – ήρωα». Του Μέσι ή του Κριστιάνο. Παλαιότερα του Μαραντόνα ή του Πελέ. Αυτό το είδωλο είναι συνήθως ο υπερπαίκτης που «τους περνάει όλους», που «κάνει την ωραιότερη ντρίμπλα και βάζει τα καλύτερα γκολ»…
Όταν πάλι ξεκινήσει το πρωτάθλημα, από τις πρώτες έγνοιες κάθε πιτσιρικά, είναι η προμήθεια του άλμπουμ με τα «χαρτάκια». Εκείνο με τα αυτοκόλλητα των ποδοσφαιριστών. Πόσα χαρτζιλίκια δεν έχουν φύγει; Πόση λαχτάρα δεν έχουν τα πιτσιρίκια να συμπληρώσουν τις κενές θέσεις με τα αυτοκόλλητα και πόσες διαπραγματεύσεις δεν έχουν γίνει στην παρέα, προκειμένου να ανταλλάξουν τα διπλά, με αυτά που λείπουν; Τα αυτοκόλλητα της αγαπημένης ομάδας έχουν πάντοτε μεγαλύτερη αξία. Κι όταν από το φακελάκι βγει η φωτογραφία του «μεγάλου άσσου» της ομάδας, η χαρά είναι ανείπωτη. Σαν να έχει συμπληρωθεί το άλμπουμ…
Η «της Μεταπολίτευσης χαμένη γενιά» (που λέει ο Πορτοκάλογλου) δεν έτυχε να ζήσει κοσμοϊστορικά γεγονότα. Ούτε πολέμους, ούτε επαναστάσεις, ούτε πραξικοπήματα. Η ιστορική συλλογική μνήμη της συνδέεται με γεγονότα γιορτής και χαράς. Οι πιο μακρινές παιδικές μνήμες συνδέονται άμεσα με τα Μουντιάλ και τους Ολυμπιακούς Αγώνες.
Οι σημερινοί σαραντάρηδες, μαζί με τη μυρωδιά του φαγητού της μητέρας και τις ποδηλατάδες με τον πατέρα, συνδέουμε τις πρώτες παιδικές αναμνήσεις μας με το δάκρυ του Μίσα, στην Ολυμπιάδα της Μόσχας και την κραυγή του Ταρντέλι στον τελικό του Μουντιάλ του 1982. Αν μας ρωτήσει κάποιος, θα θυμηθούμε ευκολότερα τις επικές νίκες των Βρετανών στα 800μ. και στα 1.500μ. και το άλμα της Σάρα Σιμεόνι το 1980, παρά για τους νικητές των πρόσφατων Αγώνων του Τόκιο. Κι όσο για το ποδόσφαιρο; Σίγουρα θα θυμηθεί πόσο έληξε ο αγώνας Γερμανία-Αλγερία και Κουβέιτ-Γαλλία, το 1982, παρά ο τελικός του τελευταίου Μουντιάλ.
Κάπως έτσι, γεννιέται η αγάπη για τον αθλητισμό, ειδικότερα για το ποδόσφαιρο. Κάπως έτσι, συγκεκριμένες μνήμες δε σβήνουν. Κάπως έτσι ένας άνθρωπος αγαπάει τις ομάδες, τους παίκτες, τους προπονητές, τις συγκεκριμένες θέσεις στο γήπεδο. Υπάρχουν βέβαια οι «εύκολες» αγάπες, οι προφανείς. Είναι εύκολο να αγαπήσεις τον Μαραντόνα, όταν παίρνει την μπάλα πίσω από το κέντρο, ντριμπλάρει όλους τους Άγγλους και σκοράρει. Υπάρχουν, όμως και οι πιο δύσκολες αγάπες. Γιατί, το ίδιο το ποδόσφαιρο έχει θέσεις πιο σπάνιες, πιο δύσκολες και πιο μοναχικές. Όπως, αυτή του τερματοφύλακα.
Στις 14 Ιουνίου 1982, στη Σεβίλλη, στο Μουντιάλ της Ισπανίας, η Βραζιλία αντιμετωπίζει, στην πρώτη φάση, τη Σοβιετική Ένωση. Φαβορί για την κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου οι Βραζιλιάνοι αρχίζουν από νωρίς να στριμώχνουν τους αντιπάλους στην περιοχή τους. Οι Σοβιετικοί δεν τολμούν να ξεμυτίσουν από την περιοχή τους. Σε μία ανύποπτη στιγμή, ο Μπαλ δοκιμάζει ένα μακρινό χλιαρό σουτ. Η μπάλα φτάνει στα χέρια του Βραζιλιάνου τερματοφύλακα Πέρες, που δείχνει να την ελέγχει απόλυτα. Αυτή όμως, γλιστράει από τα χέρια του και καταλήγει στα δίχτυα. Από το σημείο εκείνο, οι λατινοαμερικάνοι μάγοι αρχίζουν ένα ανηλεές σφυροκόπημα εναντίον της αντίπαλης άμυνας. Σέντρες, ντρίμπλες, κεφαλιές, σουτ. Οι μπάλες σφυρίζουν μπροστά από τα γκολποστ των σοβιετικών που περιμένουν από στιγμή σε στιγμή το… μοιραίο.
Όλα, όμως, σταματούν πάνω στον ανυπέρβλητο τερματοφύλακα Ρινάτ Ντασάεφ που ατάραχα, άλλες φορές μπλοκάρει, άλλες φορές απλώνει τα χέρια και απομακρύνει, άλλες φορές βουτάει δεξιά και αριστερά και απομακρύνει την μπάλα. Κάποια στιγμή, η φωνή που τότε μας ένωνε και μας δονούσε, η ιστορική φωνή του Γιάννη Διακογιάννη θα ακουστεί να λέει: «Αυτός ο άνθρωπος έχει ατσάλινα νεύρα». Για την ιστορία, οι λατινοαμερικάνοι θα πάρουν το ματς με 2-1. Ο Ντασάεφ όμως είχε ήδη περάσει στην ιστορία.
Κάπως έτσι, σε κάποια παιδικά δωμάτια, αντί της αφίσας του Σόκρατες ή του Φαλκάο ή του Πάολο Ρόσι μπήκε η αφίσα του Ντασάεφ. Και κάπως έτσι, σε κάποιες παιδικές ψυχές μπήκε το σαράκι της θέσης του τερματοφύλακα.
Βέβαια, πριν τον Ντασάεφ, η Ελλάδα είχε γνωρίσει έναν άλλο μεγάλο τερματοφύλακα: Τον Νίκο Σαργκάνη. Το 1980, το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα ταξιδεύει στην Κοπεγχάγη, για να αντιμετωπίσει τη Δανία, σε αγώνα για τα προκριματικά του Παγκοσμίου Κυπέλλου. Η Ελλάδα ανοίγει το σκορ με ένα φάουλ του Κούη. Οι Δανοί σκυλιάζουν για να ισοφαρίσουν. Βρίσκονται δεκάδες φορές προ του Έλληνα τερματοφύλακα, ο οποίος αποκρούει τα πάντα και δίνει στην ομάδας μας μία ανέλπιστη νίκη. Έτσι, γεννήθηκε ο ένας άλλος μύθος: «Το Φάντομ της Κοπεγχάγης».
Μεγαλώνοντας μάθαμε για το «Πουλί» τον Οικονομόπουλο, για τις εξόδους του Κελεσίδη και για τις αποκρούσεις του Χρηστίδη στα πέναλτι του αγώνα της ΑΕΚ με την ΚΠΡ. Είδαμε τη φοβερή απόκρουση Γκόρντον Μπανκς στην κεφαλιά του Πελέ.
Κυρίως όμως, μάθαμε για τον Λεβ Γιάσιν. Αυτόν που χαρακτήρισαν «Μαύρη Αράχνη», γιατί φορούσε πάντοτε μαύρα και επειδή έμοιαζε σα να ύφαινε έναν ιστό σε όλη την εστία του, που δεν άφηνε την μπάλα να περάσει. Αυτόν που ο Πελέ χαρακτήρισε: «το για πάντα νούμερο 1». Αυτόν που καθόρισε τη θέση του τερματοφύλακα, ως του πρώτου επιθετικού παίκτη της ομάδας και, κυρίως, του τελευταίου και πιο καθοριστικού υπερασπιστή του τελευταίου συνόρου: Της γραμμής της εστίας.
Πολλοί είναι εκείνοι που παρομοίωσαν το ποδόσφαιρο ως ένα άθλημα που μοιάζει με τον πόλεμο. Ένα παιχνίδι με συγκεκριμένους ρόλους, όπου άλλοι είναι ταγμένοι να απειλούν και άλλοι να υπερασπίζονται. Ένα παιχνίδι, που όποιος δεν περάσει την τελική γραμμή του τέρματος δεν μπορεί ποτέ να το κερδίσει. Ένα ομαδικό παιχνίδι, στο οποίο όμως υπάρχει ένας ξεχωριστός ρόλος, ταγμένος να υπερασπιστεί το τελευταίο σύνορο… Ο μόνος, μοναχικός και μοναδικός ρόλος του τερματοφύλακα…
Ο 21χρονος τερματοφύλακας της Ουκρανικής ομάδας της Καρπάτι Βιτάλι Σαπίλο, ως παιδί μίας άλλης νεότερης και, γι’ αυτό, πιο όμορφης γενιάς, λογικά δε μεγάλωσε με τη φωτογραφία του Ντασάεφ ή του Λεβ Γιάσιν, στο δωμάτιό του. Ίσως, να είχε ακούσει γι’ αυτούς, αλλά την τρέλα του τερματοφύλακα θα την πήρε βλέποντας τον Μπουφόν, τον Νόιερ ή ακόμα και τον συμπατριώτη του Σοκόφσκι. Θα τους μιμήθηκε παίζοντας παιδί με τους φίλους του στα γήπεδα του Λβιβ. Θα έκανε εντατικές μοναχικές προπονήσεις για να μπορέσει να τους μοιάσει, επιδιώκοντας ένα και μοναδικό στόχο: να διαφυλάξει το τελευταίο σύνορο, την τελευταία γραμμή του γηπέδου. Να μην αφήσει ποτέ να το διαπεράσει η μπάλα. Η ζωή τον έταξε να υπερασπιστεί μία άλλη πιο σημαντική γραμμή. Τα σύνορα της Ουκρανίας. Την εστία της πατρίδας του. Τον έταξε να σκοτωθεί, τόσο νέος, κρατώντας το όπλο που του εμπιστεύθηκε Ουκρανικός λαός.
Κι αν ο Γιασίν πηδώντας προς τις τρεις διαστάσεις του χώρου, μήκος, πλάτος και ύψος, πέρασε σε μία τέταρτη, αυτή της διαχρονικής δόξας, επειδή υπερασπίστηκε τα γκολποστ της ομάδας το, ο Σαπίλο το κατάφερε, ηρωικά μαχόμενος για την Ελευθερία της χώρας του.
Κάποτε ρώτησαν έναν ήρωα του «ΟΧΙ», γιατί πήγε στον πόλεμο της Αλβανίας. Και εκείνος απάντησε: «Και τι να κάναμε δηλαδή;». Ποιος ξέρει, όμως, αν στο νεαρό Βιτάλι δινόταν το δικαίωμα της επιλογής, ανάμεσα στο να δοξαστεί αποκρούοντας ένα πέναλτι στο τελευταίο λεπτό ενός αγώνα ή να πέσει σκοτωμένος από το βόλι του εχθρού, τελικά τι θα επέλεγε;
Ο παραλληλισμός είναι υπερβολικός και, γι’ αυτό ανοίκειος. Το δίλημμα όμως το θέτει ο ίδιος ο Όμηρος στην Οδύσσεια. Στη Νέκυια του Οδυσσέα, δηλαδή στην κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη, (Λ΄ Ραψωδία), ο Βασιλιάς της Ιθάκης συναντάει τον Αχιλλέα και του λέει ότι δεν πρέπει να στεναχωριέται που σκοτώθηκε, γιατί είτε ως ζωντανό είτε ως νεκρό οι άνθρωποι τον τιμούσαν σαν Θεό. Κι ο Αχιλλέας του απαντάει: «Κάλλιο δούλος σε γέρο που έχασε το βίος του, παρά στου Άδη το Βασίλειο».
Θα θέλαμε πολύ, οι μόνες διαφορές μεταξύ των ανθρώπων να είναι αυτές, με την μπάλα, μέσα στο γήπεδο.
Θα θέλαμε πολύ το πρώτο και το τελευταίο σύνορο που θα χρειάζεται να υπερασπιστούν να είναι αυτό της γραμμής του τέρματος.
Θα θέλαμε πολύ, ο αδικοχαμένος Βιτάλι, την περασμένη Κυριακή, αλλά και την επόμενη, να υπερασπίζεται την εστία της αγαπημένης του ομάδας. Όχι, γιατί γνωρίζουμε τι θα επέλεγε ο ίδιος, αλλά γιατί πιστεύουμε ότι αυτό θα ήταν το καλύτερο για εκείνον και για ολόκληρο τον κόσμο.
(Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)