Opinions

Γιώργος Κατρούγκαλος: Το Κυπριακό στο Πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ

Η Ελλάδα πρέπει – σε συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία – να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την αξιοποίηση αυτής της χαραμάδας διαλόγου με μια συγκροτημένη στρατηγική σε σχέση με τις συνομιλίες, την Τουρκία, τις ευρωτουρκικές σχέσεις και τον ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή.

Την εβδομάδα που μας πέρασε τέθηκε σε δημόσια κοινωνική διαβούλευση, ενόψει της Προγραμματικής Συνδιάσκεψης του Απριλίου, το σχέδιο προγραμματικών θέσεων του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, το τελευταίο κεφάλαιο του οποίου είναι αφιερωμένο στην εξωτερική πολιτική και άμυνα, με αναλυτικές αναφορές όχι μόνο στις πρόσφατες εξελίξεις, αλλά και στις αρχές της εξωτερικής πολιτικής, όπως τις αντιλαμβάνεται το κόμμα μας, περιλαμβάνοντας επίσης και κριτική αξιολόγηση της περιόδου της διακυβέρνησης μας.

Επέλεξα να παρουσιάσω σε αυτό το άρθρο τις θέσεις μας για το Κυπριακό, όχι μόνον λόγω της επικαιρότητας της αναμενόμενης πενταμερούς διάσκεψης, αλλά και γιατί είναι ένα μείζον εθνικό θέμα το οποίο βρίσκεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη φάση. Καμία πολιτική δύναμη της χώρας δεν μπορεί να παραμένει σιωπηλή ή να κρύβεται πίσω από τις λέξεις.

Για αυτό, με απόλυτη σαφήνεια ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπογραμμίζει ότι «στηρίζει την άμεση επανεκκίνηση των συνομιλιών για δίκαιη και βιώσιμη λύση του Κυπριακού -προς όφελος του συνόλου του Κυπριακού λαού, Ελληνοκύπριων και Τουρκοκύπριων- στη βάση της διζωνικής-δικοινοτικής ομοσπονδίας καθώς και στο πλαίσιο των αποφάσεων του ΟΗΕ και του πλαισίου Γκουτέρρες που περιλαμβάνει την κατάργηση των εγγυήσεων και την αποχώρηση κατοχικών στρατευμάτων. Η λύση του Κυπριακού με αυτούς τους όρους είναι προϋπόθεση-κλειδί για τη μόνιμη αποκλιμάκωση και ομαλοποίηση των ελληνοτουρκικών σχέσεων, τη σταθερότητα και την ειρήνη στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου».

Στο πλαίσιο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπογραμμίζει ότι «θα εντείνει την συνεργασία με το ΑΚΕΛ και όσες δυνάμεις της Κυπριακής Δημοκρατίας και τουρκοκυπριακές δυνάμεις υποστηρίζουν με συνέπεια τις ανωτέρω θέσεις.»

Όπως και σε άλλες πλευρές της εξωτερικής πολιτικής, το Πρόγραμμα υπογραμμίζει ότι «η στρατηγική της «μη λύσης» που εδράζεται στην εσφαλμένη αντίληψη ότι ο χρόνος τρέχει υπέρ της Ελλάδας ή της ελληνοκυπριακής πλευράς», είναι ατελέσφορη και «οδηγεί στην εδραίωση της διχοτόμησης επί του εδάφους ενώ ενισχύει απόψεις περί Συνομοσπονδίας ή ύπαρξης δύο κρατών.» Το Κυπριακό, σχεδόν μισό αιώνα μετά την τραγωδία του πραξικοπήματος και της τουρκικής εισβολής, παραμένει μια χαίνουσα πληγή για την περιοχή, την Ευρώπη και τον Κυπριακό λαό στο σύνολό του. Χωρίς να θέλω να μηδενίσω θετικές εξελίξεις, όπως η αναμφισβήτητη επιτυχία της ένταξης της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, υπάρχει η διαδεδομένη αίσθηση, που ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα των κειμένων και της εξέλιξης των συσχετισμών, ότι κάθε πέρσι και καλύτερα. Κάθε νέο σχέδιο «επίλυσης», δηλαδή, ήταν και θα είναι χειρότερο από το προηγούμενο.

Οι διαπραγματεύσεις του Κρανς Μοντανά αποτέλεσαν μία θετική εξαίρεση στην παραπάνω ζοφερή εικόνα. Είναι αλήθεια ότι δεν κατέληξαν σε λύση, αλλά επανατοποθέτησαν το Κυπριακό στις ορθές του διαστάσεις. Στο Πρόγραμμα αναδεικνύεται το γεγονός ότι για πρώτη φορά τέθηκε στην ατζέντα της διαπραγμάτευσης ως πρωταρχικό το θέμα της ασφάλειας, της αποχώρησης των στρατευμάτων κατοχής, της κατάργησης του αναχρονιστικού καθεστώτος των εγγυήσεων. Η πρόταση για υιοθέτηση ενός νέου συστήματος ασφαλείας βασισμένο στον ΟΗΕ και την δικοινοτική συνεργασία είχε εξαιρετική σημασία στο πλαίσιο αυτό, όσο και η παρουσία της ΕΕ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων- που εξασφαλίσθηκε με δυσκολία. Με αυτόν τον τρόπο αναδείχθηκε η διεθνής και ευρωπαϊκή διάσταση στο κυπριακό ζήτημα, ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής όπως τόνισε και ο Αλέξης Τσίπρας κατά την κοινή συνέντευξη τύπου με τον Τούρκο Πρόεδρο, στην Αθήνα τον Δεκέμβριο 2017.

Όπως υπογραμμίζεται δε και στο Πρόγραμμα, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που σε συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία εξασφάλισε την απόφαση για πλαίσιο ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Τουρκίας όταν αυτή προέβη σε γεωτρήσεις στην Κυπριακή ΑΟΖ. Παράλληλα, η Κυβέρνηση μας ήταν αυτή που ενίσχυσε και προώθησε νέες συνεργασίες Ελλάδας και Κυπριακής Δημοκρατίας με τρίτες χώρες στην περιοχή και πέρα από αυτήν, μεταξύ άλλων και μέσω πολυμερών σχημάτων διαλόγου όπως η Διαδικασία της Ρόδου. Αυτό ήταν το πλαίσιο που κληροδότησε η Κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ στην σημερινή Κυβέρνηση σε σχέση με το Κυπριακό και τις ευρωτουρκικές σχέσεις. Είναι ένα πλαίσιο που βασίστηκε στον συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία και μια σαφή διττή στρατηγική ενεργούς προσπάθειας εξεύρεσης λύσης και δυναμικής πίεσης προς την Τουρκία προς αυτήν την κατεύθυνση.

Σήμερα απαιτείται η επιστροφή σε μια ανάλογη συγκροτημένη στρατηγική. Ο κ. Μητσοτάκης, αν και υπήρξε ο μόνος Έλληνας πρωθυπουργός που παρέλειψε στην ετήσια ομιλία του στον ΟΗΕ να αναφέρει το Κυπριακό μεταξύ των προτεραιοτήτων της ελληνικής διπλωματίας, στην πρόσφατη επίσκεψη του στην Κύπρο ορθά αναφέρθηκε στις πάγιες θέσεις της χώρας. Ωστόσο δεν έχει υπάρξει ακόμα πλήρης και συγκεκριμένη ενημέρωση για μια συγκροτημένη στρατηγική για όσα έρχονται, αντίστοιχη με αυτή για την οποία ενημέρωσε τους Πολιτικούς Αρχηγούς ο Αλέξης Τσίπρας τον Ιανουάριο 2017, πριν από την Σύνοδο της Γενεύης. Κυρίως, ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί το γεγονός ότι σε κρίσιμες στιγμές, δεν δίδονται τα μηνύματα που πρέπει τόσο προς την Τουρκία όσο και την διεθνή κοινότητα.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα μιας λογικής υποβάθμισης του ζητήματος την προηγούμενη περίοδο ήταν οι δηλώσεις του ΥΠΑΜ ότι «σημασία δεν έχει αυτή καθαυτή η έρευνα, ή η γεώτρηση, αλλά η συνοδεία του Γιαβούζ από τουρκικά πολεμικά πλοία», αλλά και του ΥΠΕΞ ότι «η Τουρκία δεν έχει πετύχει απολύτως τίποτα» με το να «σκάβει στη λάσπη». Τα μηνύματα αυτά του 2019 και 2020 ήταν ακριβώς τα αντίθετα από αυτά που έπρεπε να σταλούν και έδωσαν, επιπλέον, επιχειρήματα σε εταίρους όπως η Γερμανία, που δίσταζαν να στηρίξουν την επιβολή κυρώσεων κατά της Τουρκίας για τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις της στην Κυπριακή ΑΟΖ, ιδίως επικαλούμενες το προσφυγικό.

Σήμερα, έχοντας πραγματοποιήσει εκτεταμένες παράνομες εξορύξεις στη κυπριακή ΑΟΖ και με την στήριξη του νεοεκλεγέντος τουρκοκυπριακού ηγέτη κ. Τατάρ, η Τουρκία μιλά ανοικτά για λύση δύο κρατών και επιχειρεί να παγιώσει τις συνέπειες της εισβολής και κατοχής στα Βαρώσια. Την ίδια στιγμή, επιδιώκοντας και έναν νέο στρατηγικό διάλογο με τις ΗΠΑ και την ΕΕ, ανοίγει την πόρτα στην επανεκκίνηση του διαλόγου. Η Ελλάδα πρέπει – σε συντονισμό με την Κυπριακή Δημοκρατία – να καταβάλλει κάθε προσπάθεια για την αξιοποίηση αυτής της χαραμάδας διαλόγου με μια συγκροτημένη στρατηγική σε σχέση με τις συνομιλίες, την Τουρκία, τις ευρωτουρκικές σχέσεις και τον ρόλο των ΗΠΑ στην περιοχή.

Η έλλειψη στρατηγικής κόστισε ακριβά το 2020 και θα κοστίσει ακόμα περισσότερο το 2021. Ήδη ο Τούρκος ΥΠΕΞ ανακοίνωσε από την Ολλανδία ότι συμφώνησε με τον Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Μισέλ, πως θα υπάρξει Οδικός Χάρτης ΕΕ-Τουρκίας. Παράλληλα, ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Σάλιβαν, μίλησε στο τηλέφωνο με τον Διπλωματικό Σύμβουλο του Προέδρου Ερντογάν Καλίν και σύντομα η πρώτη τουρκική αντιπροσωπεία θα έχει συζητήσεις στις ΗΠΑ.

Η Ελλάδα πρέπει να συνεχίζει να αξιοποιεί τις περιφερειακές διεργασίες, στα χνάρια της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – όπως έκανε με την θετική πρόσφατη πρωτοβουλία για το φόρουμ «Philia»- με τη λογική που αναδεικνύει τον ρόλο της χώρας και τη σημασία της συνεργασίας, του αμοιβαίου σεβασμού και του διεθνούς δικαίου στην περιοχή. Χωρίς να στρέφεται κατά της Τουρκίας με λογική ανάσχεσης της γείτονος όπως διατυμπανίζεται από μέρος του Κυβερνώντος Κόμματος και ορισμένα φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ.

Στο πλαίσιο αυτό, η διατήρηση των πάγιων θέσεων της Ελλάδας σε σχέση με το Παλαιστινιακό και η καταδίκη μονομερών ενεργειών όπως η επέκταση των εποικισμών, έχει μεγάλη σημασία τόσο για την αξιοπιστία της χώρας αλλά και τη στήριξη του διεθνούς δικαίου στην περιοχή. Για το λόγο αυτό ασκήσαμε κριτική στον Πρωθυπουργό, όταν δεν είπε λέξη για τα ζητήματα αυτά κατά τις δύο επισκέψεις του στο Ισραήλ, ούτε είδε τον Παλαιστίνιο Πρόεδρο.

Το Κυπριακό δεν είναι διμερές ζήτημα Ελλάδας και Τουρκίας, αλλά θέμα διεθνούς δικαίου, εισβολής και κατοχής σε ένα κυρίαρχο κράτος, σήμερα μέλος της ΕΕ. Η ανάγκη να επιλυθεί δίκαια και βιώσιμα, προς όφελος του Κυπριακού λαού, των λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας και της ειρήνης στην περιοχή είναι εθνική ανάγκη – πιο επιτακτική σήμερα από ποτέ.

(Ο Γιώργος Κατρούγκαλος είναι Καθηγητής Δημοσίου Δικαίου, Τομεάρχης Εξωτερικών ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ)

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Χρήστος Μέγας: Όταν ο Μητσοτάκης ταξιδεύει με την τηλεόραση, στρίβει με το… διαδίκτυο
Δήμος Βερύκιος: Πρόγραμμα Φρεγατών, επενδυτές και... «κοράκια»
Chevron Right