Στην πολιτική, όπως και στη ζωή εξάλλου, υπάρχει ο αστάθμητος παράγοντας «x». Αυτό το μυστηριώδες στοιχείο που μπορεί να αλλάξει την έκβαση ενός Παιγνίου.
Ο παράγοντας «x» λοιπόν: Το αποτέλεσμα μιας ακολουθίας γεγονότων, που πάντα μπαίνει ως ερωτηματικό και ως το πιο απίθανο σενάριο.
Αν με ρωτούσαν πριν λίγες μέρες τι πιστεύω ότι θα συμβεί το επόμενο διάστημα, θα απαντούσα πως όλα θα κυλήσουν ομαλά, μονότονα, με την καθημερινότητα και την κατάσταση να μένουν αμετάβλητες.
Και, σαν ειρωνεία της τύχης (ή και όχι της τύχης), η τραγωδία χτύπησε την πόρτα οικογενειών, μανάδων, πατεράδων, ολόκληρης της χώρας. Μια τραγωδία που θα σημαδέψει, όπως πολλές άλλες, τη συλλογική μας μνήμη.
Δεν πρόκειται να «κανιβαλίσω» το πολύνεκρο δυστύχημα στα Τέμπη, αφού τίποτε τραγικό δε θα έπρεπε να αποτελεί πρόσφορο έδαφος για πάσης μορφής «εκμετάλλευση». Βέβαια, υπάρχουν άλλοι με διαφορετική άποψη από τη δική μου (έχουμε σχετικά πρόσφατες μνήμες από άκρατη τυμβωρυχία και εργαλειοποίηση μιας άλλης εθνικής τραγωδίας). Και κάτι μου λέει ότι θα επανέλθει στο δημόσιο διάλογο επί τούτου, ως η απεγνωσμένη προσπάθεια της παρούσας κυβέρνησης να πείσει πως – έστω – μπορεί να διαχειριστεί καλύτερα τα τραγικά συμβάντα.
Τραγικό συμβάν λοιπόν. Ο παράγοντας «x».
Η τυχαιότητα και το πιο απίθανο σενάριο, που τελικά βγαίνει ως το δυσκολότερο και χειρότερο «χαρτί»;
Λάθος.
Διότι εδώ δε μιλάμε για ένα σύνολο τυχαίων γεγονότων, που οδήγησαν στην καταστροφή.
Μιλάμε για πολιτικές, μεθοδεύσεις και στρατηγικές πολλαπλών επιπέδων – στρατηγικές ετών. Για συνειδητές πολιτικές επιλογές και ιδεολογικές εμμονές.
Και τίποτε από αυτά δε συνιστούν «τυχαιότητα».
Ο παράγοντας «x» στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι τυχαίο γεγονός, αλλά το τελευταίο κυβάκι του ντόμινο εμμονικών μεθοδεύσεων.
Μεθοδεύσεων που λάμβαναν χώρα σε πολλά επίπεδα.
Προφανώς δε γίνεται να συζητηθεί και να λυθεί το πρόβλημα του σιδηροδρομικού δικτύου χωρίς να μπει στο κεντρικό κάδρο ο υπουργικός – άρα και κυβερνητικός, κομματικός, πολιτικός – θώκος. Όσο και να μη θέλουμε να κατευθυνθείη κουβέντα στα «πολιτικά», αυτό είναι ανέφικτο από μόνο του. Η επίκληση στην αποπολιτικοποίηση, δε, ενδέχεταινα γίνεται κι εκ του πονηρού.
Υπάρχουν, λοιπόν, τεράστιες πολιτικές και κυβερνητικές ευθύνες.
Σημείο πρώτο:
Αν δεχθούμε το αφήγημα στο οποίο πάει να πατήσει το φιλοκυβερνητικό μπλοκ περί ύπαρξης ευθυνών από το 2004, μια αναδρομή στο ποιοι κατείχαν τον αρμόδιο κυβερνητικό θώκο, αποδομεί μονομιάς αυτήν την επιχειρηματολογία: Η συντριπτική πλειοψηφία των αρμοδίων Υπουργών ανήκαν στη Νέα Δημοκρατία, ενώ τέσσερις από αυτούς ανήκουν (με εξαίρεση τον κ. Χρυσοχοΐδη, που πλέον δεν ανήκει) στην παρούσα κυβέρνηση. Άρα, όσο και να επιθυμεί η φιλοκυβερνητική συμμαχία να πείσει πως υπάρχει διάχυση ευθύνης που εκτείνεται εντός – σχεδόν- μιας εικοσαετίας, δεν κατορθώνει παρά να βάλει τη Νέα Δημοκρατία και την κυβέρνηση Μητσοτάκη ακόμα περισσότερο στο επίκεντρο.
Θα πρέπει να είμαστε πολύ αφελείς, ώστε να πιστέψουμε ότι τα κορυφαία στελέχη του ενός εκ των δύο μεγάλων κομμάτων της χώρας (τα οποία στελέχη έχουν και τεράστια κυβερνητική εμπειρία, άρα γνωρίζουν εξαιρετικά καλά το συγκεκριμένο χαρτοφυλάκιο) δεν ήξεραν (και δε διαιώνισαν) τα τεράστια προβλήματα στους ελληνικούς σιδηροδρόμους.
Και στην τελική, μια ικανή κυβέρνηση, είναι αυτή που μπορεί να αντιμετωπίσει παθογένειες και να προστατέψει τους πολίτες της χώρας που κυβερνά, ακριβώς από αυτό: Τον τυχαίο, τον καταστροφικό, τον καταλυτικό «παράγοντα x», ακόμη κι αν τον θεωρήσουμε ως παράγοντα τυχαιότητας κι όχι ως το αποτέλεσμα του ντόμινο λαθών.
Αλλά δε σταματάμε εδώ.
Γνωστή δημοσιογράφος ισχυρίστηκε πως «δε γνώριζε τίποτα για τα εξώδικα που έστελναν οι εργαζόμενοι, στα οποία προειδοποιούσαν για ατύχημα ή δυστύχημα».
Κι εδώ πάμε στο δεύτερο εκ των «επιπέδων του ντόμινο»:
Στο επίπεδο της ευθύνης αυτών που αντιμετώπισαν τη δημοσιογραφία ως πολλαπλασιαστή της φιλοκυβερνητικής ατζέντας κι όχι ως λειτούργημα υπέρ του Κράτους Δικαίου και του δημοσίου συμφέροντος. Προφανώς δε λειτουργούν όλοι οι δημοσιογράφοι έτσι. Αρκούν, όμως, αυτοί οι λίγοι, προκειμένου να απαξιώσουν ολόκληρο τον κλάδο στη συλλογική συνείδηση. Κι αυτό είναι πολύ άδικο, γιατί στην τελική πολλοί σε αυτόν έχουν εργαστεί – πολλές φορές – σκληρά για τη διερεύνηση και την ανάδειξη της αλήθειας.
Τι παραδέχθηκε, λοιπόν, η συγκεκριμένη δημοσιογράφος;
Ότι δεν έκανε σωστά τη δουλειά της, που είναι αυτή της έρευνας, της ανεξάρτητης αναζήτησης της αλήθειας, της είδησης, η αντικειμενική αναζήτηση λογοδοσίας της νομοθετικής εξουσίας.
«Αν το ξέραμε, θα το είχαμε αναδείξει», είπε στον αέρα, απευθυνόμενη σε συνδικαλιστή, που είχε κάνει αγώνα με συναδέλφους του, ώστε να αναδειχθεί και να διορθωθεί το θέμα. Επομένως, παραδέχθηκε εμμέσως ότι ασχολήθηκε με άλλη ατζέντα. Τώρα πια, από πού την λάμβανε, άγνωστο…
Σημείο τρίτο:
Χτες βράδυ, γνωστός τηλεοπτικός σταθμός, με γνωστή δημογραφική τριπλέτα, απροκάλυπτα, απενοχοποιημένα, συζητούσε για το πώς πρέπει να ενεργήσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ώστε να κάνει αποτελεσματική διαχείριση κρίσης. Κάπου εκεί αναφέρθηκε και η εθνική τραγωδία του πρόσφατου παρελθόντος, άρα, δεδομένου ότι οι «επικοινωνιολόγοι» την έβαλαν στο κάδρο, είμαι σίγουρη ότι θα αποτελέσει bulletpoint κάποιου non–paper προς… πάσα κατεύθυνση. «Λειτούργησε άψογα ο κρατικός μηχανισμός», έλεγαν και ξανάλεγαν. Μα πώς λειτούργησε άψογα; Η τραγική σύγκρουση έγινε γνωστή ώρα μετά, με μήνυμα επιβάτη στο 112. Είναι αυτό ίδιον «άψογης λειτουργίας»;
Ή μήπως είναι λογικό να επιρρίπτονται όλες ευθύνες στο σταθμάρχη;
Έστω, όμως, ότι κάτι τέτοιο ίσχυε.
Ας δεχθούμε για την οικονομία της συζήτησης ότι η ευθύνη ανήκει σε αυτόν κατ’ αποκλειστικότητα κι ότι όντως – όπως απεφάνθη κι ο Πρωθυπουργός – το τραγικό δυστύχημα οφείλεται καθαρά «στο ανθρώπινο λάθος» του:
- Όπως άκουσα χτες, όλοι οι σηματοδότες της σιδηρογραμμής είναι κόκκινοι, επομένως, το αν θα περάσει ή όχι ένα τρένο, εξαρτάται από το σταθμάρχη. Εξωφρενικό; Απόλυτα. Αυτή η κατάσταση, όμως, οφείλεται πρωτίστως στην κυβερνητική επιλογή να μην κάνει τίποτα, ώστε να αλλάξει το «εξωφρενικό» της υπόθεσης.
- Όπως πολύ σωστά διάβασα σε σχόλια: Αν ο (εκάστοτε) σταθμάρχης λιποθυμήσει, αν πάθει ανακοπή, αν είναι ο Joker, ρε παιδάκι μου (με τον οποίο η κυβέρνηση έχει κι ένα παρελθόν) κι αποφασίσει να σκορπίσει πανικό στο σιδηρόδρομο, δεν υπάρχει καμία ασφαλιστική δικλείδα; Δε λειτουργεί κανένα άλλο σύστημα προστασίας; Αφήνονται οι επιβάτες στο έλεος του «παράγοντα x»;
Από τα δύο παραπάνω το συμπέρασμα που εξάγεται είναι ότι η κυβέρνηση είναι ανίκανη. Ας συνεχίσουμε όμως, ακολουθώντας αυτήν τη συλλογιστική:
- Η κυβέρνηση – για τους λόγους που εξηγήσαμε παραπάνω, αλλά και χάρη στις επανειλημμένες προσπάθειες των εργαζομένων να ειδοποιήσουν, να προειδοποιήσουν και να ενημερώσουν – γνώριζε πλήρως την κατάσταση. Απλά τι είπε; «Άσε, πόσο πιθανό είναι να συμβεί κάτι κακό, συνδικαλιστές τεμπέληδες είναι, προχωράμε με την τακτική της ρώσικης ρουλέτας»; Και η παραπομπή της Ελλάδας στην Κομισιόν; Δεν έκρουσε ούτε αυτή τον κίνδυνο; Τα εξώδικα; Τα τελευταία ατυχήματα που πλήθαιναν; Ούτε αυτά;
Άρα η κυβέρνηση είναι ανενημέρωτη ή αδιάφορη. Σωστά;
- Για ποιο λόγο προαναγγέλθηκε η σύσταση «υπερκομματικής επιτροπής για τη διερεύνηση των αιτίων», αφού ο Πρωθυπουργός έβγαλε μόνος του το πόρισμα; «Φταίει ο σταθμάρχης», τέλος. Caseclosed, που λένε και στο χωριό μου.
Άρα η κυβέρνηση αναιρεί τον ίδιο της τον εαυτό και βγάζει πόρισμα, παρακάμπτοντας της θεσμική διαδικασία.
Σημείο τέταρτο:
Σε αυτήν την τετραετία έτυχαν στον κ. Μητσοτάκη πολλοί «παράγοντες x». Πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση, ανατιμήσεις, φυσικές καταστροφές.
Δεν μπόρεσε να διαχειριστεί ούτε μία αποτελεσματικά, παρ΄όλο που κάποιοι με απήχηση στο δημόσιο διάλογο μπόρεσαν να πείσουν για το αντίθετο.
Το χειρότερο, όμως, δεν είναι αυτό:
Είναι ότι πάγια τακτική του ήταν αυτή της αποποίησης και μετάθεσης της ευθύνης. Πότε έφταιγαν οι υγειονομικοί, πότε έφταιγαν οι πολίτες, πότε έφταιγε ο Πούτιν, πότε έφταιγε έναν μικροκλίμα, πότε ο Δημητριάδης (για την υπόθεση των υποκλοπών), πότε έφταιγε ο ανάδρομος Ερμής. Τώρα του έφταιξε ο σταθμάρχης.
Αλλά ας είμαστε καλοπροαίρετοι. Ας δεχθούμε πως όντως δε φταίει σε τίποτα από αυτά. Τι μένει απ’ αυτό;
Ότι πρόκειται για έναν Πρωθυπουργό αδύναμο και ανίκανο να προστατέψει τους ανθρώπους αυτής της χώρας από το οτιδήποτε, εξωγενές και μη. Δεν μπόρεσε να απορροφήσει αποτελεσματικά τους κραδασμούς (ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι δε λειτούργησε ως πολλαπλασιαστής τους), δεν ήξερε για το τι γινόταν στην ΕΥΠ, την οποία πήρε υπό τον έλεγχό του, δεν μπόρεσε να λύσει παθογένειες ετών, δεν, δεν, δεν.
Άρα, αυτό το αφήγημα που προσπαθεί να στρώσει, δείχνει έναν Πρωθυπουργό που δεν υπάρχει λόγος να εκλέγεται.
Η φιλοκυβερνητική παράταξη, επομένως, μένει με δύο επιλογές:
Ή με έναν Πρωθυπουργό υπεύθυνο γι’ αυτά ή με έναν Πρωθυπουργό ανίκανο να διαχειριστεί με αποτελεσματικότητα το οτιδήποτε. Είτε στη μία είτε στην άλλη περίπτωση, πρόκειται για έναν αναποτελεσματικό, στην καλύτερη περίπτωση, πολιτικό προϊστάμενο.
Μέση οδός δεν υπάρχει.
Διότι, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, οι αποτελεσματικές κυβερνήσεις μπορούν να αντιμετωπίσουν τον «παράγοντα x», οι καλές να τον εξαλείψουν και οι κακές να τον δημιουργήσουν ή και να τον διαιωνίσουν.
Και κάτι τελευταίο:
«Δεν είναι ώρα για λόγια», μας λένε (και τα γράφουν και στα non–papersπαραιτηθέντων Υπουργών).
Ποιοι;
Αυτοί που την ίδια στιγμή εξυπηρετούν μια συγκεκριμένη σκοπιμότητα. «Μη μιλάτε εσείς» (για να καλλιεργήσουν συλλογικά ενοχικά σύνδρομα προφανώς σε αυτούς που θέλουν να μιλήσουν και να συνεχίσουν οι ίδιοι απρόσκοπτα, δίχως αντίλογο, το έργο τους).
Μεταξύ του «μιλάω ως πολίτης αυτής της χώρας και δε μένω απαθής» και του «κάνω τυμβωρυχία», υπάρχει τεράστια απόσταση. Απόσταση που κάποιοι άλλοι διήνυσαν επαίσχυντα και που, όπως παρατηρώ, θα ξαναδιασχίσουν – έστω και με το γάντι.
Θα μιλήσουμε, λοιπόν.
Και θα το κάνουμε για τις μανάδες που ουρλιάζουν. Γιατί, αν δεν το κάνουμε, στο μέλλον θα ουρλιάξουν κι άλλες.
Κι, όχι τίποτε άλλο, αλλά τα ουρλιαχτά τους δε θα τα ακούσει και κανείς…
(Η Φιλία Γεωργουδή είναι Πολιτική Επιστήμονας)