Σε πρόσφατη έρευνα που διεξήγαγε το κέντρο ερευνών Pew Research Center, αναφορικά με τον βαθμό αποδοχής (ανάλογα με την ιδεολογική τοποθέτηση των πολιτών στον άξονα Δεξιά- Αριστερά) των περιοριστικών μέτρων, λόγω πανδημίας, που λαμβάνουν οι κυβερνήσεις σε 17 χώρες ανά τον κόσμο, τα συμπεράσματα που προκύπτουν είναι -και για την Ελλάδα- αρκετά σημαντικά.
Καταρχάς, στις περισσότερες χώρες του δείγματος, οι ιδεολογικά αυτοχαρακτηριζόμενοι ως δεξιοί ψηφοφόροι θεωρούν ότι θα έπρεπε να υπήρχαν λιγότεροι περιορισμοί στη δημόσια δραστηριότητα κατά τη διάρκεια της επιδημίας του κορονοϊού. Από την άλλη πλευρά, οι οπαδοί της Αριστεράς, σε σχεδόν όλες τις χώρες, εκδηλώνουν μεγαλύτερο βαθμό αποδοχής των περιορισμών. Η ιδεολογική αυτή διαίρεση μεταξύ της Αριστεράς και της Δεξιάς είναι πιο έντονη στις Ηνωμένες Πολιτείες, με το 52% των συντηρητικών και το 7% των φιλελεύθερων να λένε ότι θα έπρεπε να υπήρχαν λιγότεροι περιορισμοί.
Ωστόσο, η μόνη χώρα όπου αυτά τα ιδεολογικά πρότυπα αντιστρέφονται είναι η Ελλάδα. Η πλειοψηφία (55%) των Ελλήνων που δηλώνουν πως τάσσονται στην Αριστερά, υποστηρίζει ότι θα έπρεπε να υπήρχαν λιγότεροι περιορισμοί, ενώ μόνο το ένα τρίτο (34%) των Ελλήνων που ανήκουν στη Δεξιά έχουν τη συγκεκριμένη άποψη. Οφείλουμε επίσης να τονίσουμε ότι στη χώρα μας παρατηρούνται, συνολικά, τα υψηλότερα ποσοστά μη αποδοχής των περιοριστικών μέτρων από τους πολίτες όλου του πολιτικού φάσματος (βλέπε Πίνακα).
Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, τρία είναι τα βασικά συμπεράσματα που προκύπτουν.
Πρώτον, η συνολικά υψηλή τάση απόρριψης των μέτρων, σε σχέση πάντοτε με τις υπόλοιπες χώρες του δείγματος, καταδεικνύει τη σημαντική έλλειψη εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα και κατ’ επέκταση στα μέτρα που αυτό λαμβάνει. Αν συγκρίνει δε κάποιος τα συνολικά ποσοστά απόρριψης των περιοριστικών μέτρων στην Ελλάδα και τη Σουηδία, θα αντιληφθεί ακριβώς την έκταση της έλλειψης εμπιστοσύνης.
Δεύτερον, τα σχετικά υψηλά ποσοστά αποδοχής των μέτρων από τους ψηφοφόρους της Δεξιάς στην Ελλάδα, τάση που βρίσκεται στον αντίποδα όλων των άλλων χωρών όπου οι συντηρητικοί ψηφοφόροι υιοθετούν πιο φιλελεύθερες οικονομικές αντιλήψεις, καταδεικνύει ότι η συσπείρωση των ψηφοφόρων της κυβέρνησης είναι ακόμη ικανοποιητική (η έρευνα διεξήχθη την άνοιξη του 2021), ελλείψει πειστικής εναλλακτικής.
Τρίτον, το στοίχημα για τα προοδευτικά κόμματα της χώρας μας που βρίσκονται στην αντιπολίτευση, δεν θα πρέπει να είναι αποκλειστικά η έμφαση στη φθορά της κυβέρνησης, πράγμα που προκύπτει από μόνο του λόγω της διαχειριστικής της ανεπάρκειας, αλλά η επικέντρωση σε μια θεσμική στρατηγική, με σκοπό την ενίσχυση της αξιοπιστίας του πολιτικού συστήματος συνολικά. Μια αξιοπιστία, που όπως φάνηκε από τον πρόσφατο ανασχηματισμό, τρώθηκε ακόμα περισσότερο στη δύνη της μικροπολιτικής διαχείρισης. Με άλλα λόγια, το ζήτημα δεν είναι η εναλλαγή προσώπων στα υπουργικά γραφεία, ανάλογα με τους εφήμερους δείκτες δημοφιλίας τους, αλλά η θεσμική αναδιοργάνωση του κρατικού μηχανισμού για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των έκτακτων συνθηκών, όπως για παράδειγμα των πυρκαγιών. Έτσι μόνο οι πολίτες θα εμπιστευθούν ξανά το πολιτικό σύστημα και θα δημιουργούνται σταθερά οφέλη για την κοινωνία αλλά και για τα ίδια τα κόμματα. Σε διαφορετική περίπτωση, τα όποια εφήμερα κέρδη αποκτά η εκάστοτε κυβέρνηση θα εξανεμίζονται με μιας, έπειτα από κάθε ανεπιτυχή διαχείριση μιας κρίσης.
Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης, Πανεπιστήμιο Αθηνών