«Χάσαμε πια κάθε αίσθημα αλληλεγγύης. Μόλις μπορούμε να διατηρήσουμε την αυτοκυριαρχία μας, όταν η ματιά μας —ματιά κυνηγημένου ζώου— φωτίζει τη μορφή κάποιου συνανθρώπου μας» γράφει ο Έριχ Μαρία Ρεμάρκ το 1929 στο διάσημο μυθιστόρημά του για τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο «Ουδέν νεώτερον από το δυτικό μέτωπο», του οποίου και τον τίτλο παραφράσαμε για τις ανάγκες του άρθρου. Αφορμή για να θυμηθούμε το συγκεκριμένο απόσπασμα είναι φυσικά η επιστροφή του πολέμου στην Ευρώπη με την φονική ιμπεριαλιστική ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που μετράει πια θύματα σε μικρά παιδιά και γενικά αμάχους, αλλά αν και μιλάει για την ψυχολογία του στρατιώτη που πολεμά, ταιριάζει και στις αντιδράσεις της κοινή γνώμης στη χώρα μας, όπως αυτές καταγράφονται στα επίσημα μμε και στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Μια κατάσταση διχαστική και «εμφυλιοπολεμική» που δεν προσφέρει τίποτε στον διάλογο για τα αίτια του πολέμου ή στον προβληματισμό τόσο για το παρόν όσο και για το μέλλον, αλλά αναπαράγει δίπολα που έχουν την αφετηρία τους κυρίως στην περίοδο της οικονομικής κρίσης και της πανδημίας.
Έχουν βγει, λοιπόν, τα «μαχαίρια» και τα «όπλα», ζητώντας οι μεν από τους δε πιστοποιητικό ιδικών φρονημάτων, αλλιώς καταγγέλλονται και αφορίζονται. Ο ένας σκληροτράχηλος «στρατός» σε αυτή τη μάχη του πληκτρολογίου και την ενημέρωσης και μακριά από τις πραγματικές μάχες, είναι οι «αξιωματικοί» των πρώην και για πάντα «Μένουμε Ευρώπη», αφού αν μιλήσει κάποιος για ειρήνη, τον βαφτίζουν φιλοπουτινικό, οριενταλιστή ή/και φιλοσταλινικό. Από την άλλη πλευρά ευρωσκεπτικιστές, κληρονόμοι της «παράδοσης» του ρωσικού κόμματος ή κάποιοι αθεράπευτοι νοσταλγοί της ΕΣΣΔ, θεωρούν και στιγματίζουν οποιονδήποτε καταγγέλλει τη Ρωσία για τον πόλεμο, ως φιλονατοϊκό που δικαιολογούσε τις επεμβάσεις στη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ κ.ο.κ. ή φασίστα, λόγω των νεοναζιστικών ταγμάτων του Αζόφ που δρουν για λογαριασμό του ουκρανικού στρατού στο Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ. Ένας όχλος δηλαδή που ετεροπροσδιορίζεται και αναζητεί τον εδώ εσωτερικό του εχθρό με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία. Ένας ιδιότυπος διχασμός αφού ουσιαστικά η πλειοψηφία συμφωνεί στην καταδίκη της πολέμου και της ρωσικής εισβολής, αλλά ο καθένας το βλέπει από τη δική του θέαση.
Αυτή η εσωτερική διαμάχη εξελίσσεται σε πολλά πεδία, από την πολιτική και την οικονομία μέχρι τον τουρισμό και τον πολιτισμό. Ειδικά στην περίπτωση του τελευταίου, η τέχνη εργαλειοποιείται εκατέρωθεν τόσο από το επίσημο κράτος ή τα κόμματα και τους πολιτιστικούς φορείς όσο και από τους απλούς πολίτες. Το τελευταίο μάλιστα επεισόδιο στην Εθνική Λυρική Σκηνή (ΕΛΣ) με τους συμμετέχοντες στην παράσταση «Οτέλο», την ώρα που θα διεξαγόταν, να παίρνουν δημόσια θέση για τον πόλεμο στην Ουκρανία και τους θεατές να γιουχάρουν την αντίθετη άποψη, είναι σημάδι σε ποιο σημείο έχουν φτάσει τα πράγματα – να πούμε ότι δεν είναι κάτι ιστορικά καινοφανές, αλλά υποτίθεται ο κόσμος προοδεύει. Και δυστυχώς, ενώ το αυτονόητο που είναι ο τερματισμός του πολέμου υπάρχει στο μυαλό της πλειοψηφίας, οι περισσότεροι το έχουμε απωθήσει για να βγάλουμε το άχτι μας απέναντι στον άλλο, που δεν συμφωνεί με τη δική μας άποψη, επιλέγοντας την «ψυχροπολεμοποίηση» της εσωτερικής δημόσιας αντιπαράθεσης, όπου τα τεκμηριωμένα επιχειρήματα έχουν δώσει τη θέση τους στην έξωθεν ή έσωθεν προπαγάνδα.
Με λίγα λόγια, αντί πια να παίρνουμε θέση απέναντι στα ίδια τα γεγονότα, όπως συμβαίνουν στο μέτωπο του πολέμου, της διπλωματίας και της προσφυγικής κρίσης, αντιπαρατιθέμεθα με μοναδικό γνώμονα την κατίσχυση της γνώμη μας. Δεν «ξιφουλκούμε» για το τι είπε η εκπρόσωπος του ρωσικού ΥΠΕΞ κυρία Ζαχάροβα -ειρήσθω εν παρόδω καλό θα είναι να σταματήσει να κουνάει το δάχτυλό της σε ένα ολόκληρο λαό-, αλλά για το αν είμαστε εμείς υπέρ ή κατά της Ρωσίας. Δεν παίρνουμε θέση στο ενδεχόμενο ειρηνευτικών διαδικασιών με τη λογική να τελειώσουν όσο πιο γρήγορα γίνεται, αλλά μόνο με το που θα γύρει η πλάστιγγα, κάτι που είναι θεμιτό σε καιρούς πολέμου, αλλά όσο πιο γρήγορα αυτή τη στιγμή παύσουν οι εχθροπραξίες αυτό θα σημαίνει ότι η Ρωσία δεν θα έχει πετύχει τον στόχο της για κατάληψη της Ουκρανίας. Ακόμα, κι αν όλα αυτά τα αποδώσουμε εξωραϊστικά στο μεσογειακό μας «ταπεραμέντο», δείχνει ότι μετά από 12 χρόνια εσωτερικών διχαστικών συμπεριφορών, δεν έχουμε καταλάβει τίποτε. Τα πάθη δεν έχουν καταλαγιάσει, ακόμη και μπροστά σε έναν πόλεμο που διεξάγεται στην ευρύτερη γειτονιά μας, αυτή τη φορά όμως στην Ευρώπη. Η κατάσταση παραμένει η ίδια γι’ αυτό και δυστυχώς «ουδέν νεώτερον από το (δικό μας) νότιο μέτωπο»…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος- ιστορικός)