Opinions

Δημήτρης Στεμπίλης: Στο σπίτι μας (δεν) ακούγαμε Θεοδωράκη

Το μεγάλο του επίτευγμα είναι η ταύτιση του λαϊκού με το πολιτικό και η ενσωμάτωσή του με αριστοτεχνικά μουσικά χαρακτηριστικά οριζόντια στη μουσική παράδοση και παραγωγή της Ελλάδας και του κόσμου. 

Ο θάνατος του μεγάλου Έλληνα μουσικοσυνθέτη Μίκη Θεοδωράκη, στα 96 του χρόνια, σκόρπισε τη θλίψη σε Ελλάδα και εξωτερικό. Αναμφισβήτητα είναι ένας από τους μεγαλύτερους Έλληνες και από τους σημαντικότερους συνθέτες παγκοσμίως τους 20ού αιώνα. Μια πολυσχιδής προσωπικότητα που με επίκεντρο τη μουσική του, στο βάθος και την επιφάνειά της, όπως έλεγε ο ίδιος, κατάφερε να επηρεάσει γενιές και να εκφράσει πόθους, πάθη και οράματα του δικού του λαού και πολλών λαών του πλανήτη.

Στους άμεσους, με το άκουσμα της είδησης του θανάτου του, επικήδειους, επίσημους και ανεπίσημους, ειπώθηκαν και γράφτηκαν πολλά, που αποκαλύπτουν τις διαστάσεις της επίδρασης που είχε ο Μίκης Θεοδωράκης στη μουσική, την πολιτική, την κοινωνία, τον πολιτισμό. Κοινή βάση όλων η αναγνώριση της αξίας του και η οικουμενικότητα του έργου του, κι ας μην το γνωρίζουμε όλοι σε βάθος. Γεγονός, άλλωστε, αναμφισβήτητο που ο εκλιπών είχε την τύχη να απολαύσει εν ζωή και δικαίως από πολύ νωρίς. Οι βραβεύσεις, οι τιμές, αλλά κυρίως η υποδοχή του έργου του σε παγκόσμιο επίπεδο μαρτυρούν το δίκαιο αυτή της αναγνώρισης.

Σε αυτούς τους αυθόρμητους ή πρόωρους επικήδειους δεν έλειψαν οι σχολιασμοί για την αντιφατικότητα ανάμεσα σε εποχές και περιόδους, ανάμεσα σε διακηρυγμένες ιδέες και πολιτικές πράξεις. Ο ίδιος ο Μίκης -ας μου επιτραπεί, αφού τους μεγάλους τους αποκαλούμε με το μικρό τους-, εξάλλου, είχε αποκηρύξει με δηλώσεις του τη συμπόρευση με την ΕΔΑ, τη στήριξη Καραμανλή ή τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Μητσοτάκη, αλλά και με πρόσφατες πράξεις του όπως η στάση του απέναντι στη Συμφωνία των Πρεσπών και η εργαλειοποίησή της από ακραίους κύκλους δυσαρέστησε τους φίλους του και το κοινό του. Βρισκόταν συνειδητά στο επίκεντρο των εξελίξεων, γεγονός που αποτελεί δομικό κομμάτι στο παζλ της οικουμενικότητάς του αλλά και της αυτό-εικόνας του. Συνδιαλεγόταν επί ίσοις όροις με τους μεγάλους της ιστορίας, είτε του επέκεινα παρελθόντος είτε τους συγχρόνους του και γι’ αυτό ίσως να μην μπόρεσε να συμπορευθεί με κάποιους από πού τους τελευταίους που βρίσκονταν στη ίδια πλευρά της ιστορίας.

Ωστόσο, αυτός ο ανοικονόμητος και πληθωρικός Έλληνα, που μπορεί «να μην χωρούσε σε κανένα κοστούμι» και παρά το ιδεολογικό στρογγύλεμα της πορείας του, ακόμη και από τον ίδιο, στη βάση της οικουμενικότητας και της ενότητας που κατέκτησε και διακήρυσσε, ο Μίκης Θεοδωράκης υπήρξε συνειδητά και βαθιά κυρίως πολιτικός. Επέλεξε τη μουσική με λαϊκά χαρακτηριστικά για να εκφράσει την εποχή του, όπως ο ίδιος την αντιλαμβανόταν, το μπουζούκι, τον Μπιθικώτση και τον Χιώτη, τη στιγμή που λόγω της άριστης μουσικής του παιδείας και ευφυίας θα μπορούσε να διαπρέπει σε όπερες και μεγάλα μουσικά γεγονότα με κοινό εξοικειωμένο στα πιο προχωρημένα είδη μουσικής.

Επέλεξε δηλαδή τη λαϊκότητα απέναντι στον ελιτισμό.

Το μεγάλο του επίτευγμα είναι η ταύτιση του λαϊκού με το πολιτικό και η ενσωμάτωσή του με αριστοτεχνικά μουσικά χαρακτηριστικά οριζόντια στη μουσική παράδοση και παραγωγή της Ελλάδας και του κόσμου. Και επιστρέφοντας στην κλασική του κλίση έγραψε όπερες και συμφωνικά έργα που το πολιτικό-κοινωνικό στοιχείο κυριαρχεί ρητά ή υπόρρητα. Η μελοποίηση του Πάμπλο Νερούδα, του Γιάννη Ρίτσου αποτελούν έκδηλη επιβεβαίωση. Ακόμα και οι αξεπέραστες δουλειές πάνω στο έργο του Γιώργου Σεφέρη ή του Οδυσσέα Ελύτη πολιτικοποιούνται μέσα από την ταύτιση με την κοινή πατρίδα, σύλληψη εξόχως πολιτική αν σκεφτούμε ότι στο συλλογικό υποσυνείδητο η Ελλάδα ήταν μια μόνιμα τραυματισμένη χώρα.

Κι αν πολλές από τις ερμηνείες που δίνονται επιμένουν στα πολιτισμικά χαρακτηριστικά, δηλαδή, στην επαφή του ευρέος κοινού με την ποίηση, αυτή η «επανάσταση» για τα ελληνικά τουλάχιστον δεδομένα, είναι κατεξοχήν πολιτική. Ο Θεοδωράκης παρά την ομολογούμενη «αφέλειά» του επέλεξε συνειδητά στρατόπεδο γιατί αυτό τον ενέπνεε και τον εξέφραζε. Από τους κοινωνικούς αγώνες, την Αριστερά και το νεολαιίστικο κίνημα εμπνεόταν και ταυτόχρονα άνοιγε δρόμους με τη μουσική του και την πολιτική δράση του.

Το «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» και «Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ», καθώς και άλλα αριστουργήματά του μπορεί, λοιπόν, μέσω του ραδιοφώνου, της τηλεόρασης και κάποιας «πλάκας»-δώρου να έφταναν στο τέλος της δεκαετίας του ’70 στο σπίτι μιας συντηρητικής οικογένειας, αλλά μέναμε στο όνομα της/του ερμηνευτή. Δεν μαθαίναμε -το γράφω καθ’ υπερβολή- ότι ήταν του Θεοδωράκη, γιατί ο Μίκης γινόταν γνωστός στο σπίτι ως αντίπαλο ιδεολογικά δέος. Ως ένας «γίγαντας» που εκφράζει την άλλη πλευρά. Κι αυτό αντί να τον μειώνει, τον μεγέθυνε ακόμη περισσότερο.

Τον έκανε έναν ζωντανό και αθάνατο μύθο που «άρμεγε με τα μάτια του το φως της Οικουμένης» με το οποίο χρωμάτισε πολιτικά, όπως ο ίδιος παρήγγειλε, και το ταξίδι του στη «Γειτονιά των Αγγέλων»…

(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος-ιστορικός)

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Πάνος Παπανικολάου: Άσχημη πάλι η κατάσταση στην περίθαλψη με αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης
Χρήστος Μέγας: Ο φάκελος της ΔΕΗ στην… κάλπη
Chevron Right