Η πρόσφατη συμφωνία των χωρών του G7 για το ελάχιστο φόρο εταιρικής φορολόγησης σε παγκόσμια κλίμακα αποτελεί ιστορική τομή στη συνεργασία των χωρών για την αντιμετώπιση κρίσιμων ζητημάτων κοινού ενδιαφέροντος.
Αναμφισβήτητα η αλλαγή διακυβέρνησης στις ΗΠΑ αποτελεί τον καθοριστικότερο παράγοντα για την παρατηρούμενη αλλαγή προσέγγισης και την επιδίωξη εύρεσης κοινών λύσεων, γεγονός που αποδεικνύει ότι η διαχείριση κρίσιμων ζητημάτων, όπως ο περιορισμός της φοροαποφυγής, η κλιματική αλλαγή, η ασφάλεια κ.α., είναι θέματα πολιτικής αντίληψης και προτεραιοποίησης.
Η διαχείριση της πανδημικής κρίσης προκάλεσε την ενεργοποίηση του κράτους σε βαθμό αντίστοιχο με την αντιμετώπιση των συνεπειών της παγκόσμιας οικονομικής αναστάτωσης που προκάλεσε το «σκάσιμο» της αγοράς των ενυπόθηκων δανείων το 2008. Συνέπεια της δημόσιας παρέμβασης για την στήριξη των φυσικών προσώπων και των επιχειρήσεων ήταν η σημαντική αύξηση των ελλειμμάτων των προϋπολογισμών και του δημόσιου χρέους. Λόγω της επεκτατικής πολιτικής η πίεση για την εξισορρόπηση των δημοσιονομικών μεγεθών των περισσότερων χωρών αναμένεται να ενταθεί τα επόμενα έτη. Ωστόσο, η παράλληλη αντιμετώπιση και άλλων σημαντικών θεμάτων, όπως είναι η κλιματική αλλαγή, η αύξηση των ανισοτήτων, η ισχυροποίηση των συστημάτων υγείας και η αυξανόμενη ασφαλιστική δαπάνη λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, επιτείνει το πρόβλημα και καθιστά την εύρεση επιπρόσθετων πόρων επιτακτική ανάγκη. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, πρωτοβουλίες όπως η υιοθέτηση ενός ελάχιστου επιπέδου εταιρικής φορολόγησης σε διεθνές επίπεδο, αποσκοπούν στην ενίσχυση του «οπλοστασίου» των κρατών στην άσκηση μιας πιο επεκτατικής και στοχευμένης δημοσιονομικής/μακροοικονομικής πολιτικής.
Με βάση διάφορες μελέτες που έχουν γίνει τα τελευταία έτη, οι απώλειες φορολογικών εσόδων από την επιχειρηματική δραστηριότητα μέσω της χρήσης των ειδικών καθεστώτων σε «φορολογικούς παραδείσους» υπολογίζονται σε 500- 600 δισ. δολάρια ετησίως (Crivelli, de Mooij, and Keen 2015, Cobham and Janský 2018). Οι φτωχότερες χώρες φέρουν σε όρους ΑΕΠ το βαρύτερο χτύπημα, περίπου 200 δισ. δολάρια, ενώ την ίδια στιγμή λαμβάνουν βοήθεια μέσω εξωτερικής χρηματοδότησης της τάξης των 150 δισ. δολαρίων. Οι αμερικάνικες εταιρείες του Fortune 500 διακρατούν σε off shore λογαριασμούς περίπου 2,6 τρισ. δολάρια, ενώ προχώρησαν σε επαναπατρισμό ενός μικρού ποσοστού από τα συνολικά διαθέσιμά τους το 2018, εκμεταλλευόμενες τα κίνητρα της τότε κυβέρνησης. Όσον αφορά τα φυσικά πρόσωπα, σύμφωνα με διάφορες αναλύσεις που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ποσό της τάξης των 8,6 τρισ. δολαρίων βρίσκεται σε αυτούς τους «φορολογικούς παραδείσους» (Zucman 2017), ενώ οι δυνητικές δημοσιονομικές απώλειες ανέρχονται σε 200 δισ. δολάρια περίπου (Henry 2016, Zucman 2017).
Δυο ήταν οι βασικοί λόγοι της πολιτικής επιλογής μείωσης των φορολογικών συντελεστών της επιχειρηματικής δραστηριότητας που καταγράφεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1980. Ο πρώτος είναι αμιγώς πολιτικός και αφορά την επικράτηση του νεοφιλελεύθερου μοντέλου έπειτα από τη επικράτηση Reagan και Thatcher σε ΗΠΑ και Μ. Βρετανία αντίστοιχα. Η επικρατούσα οικονομική πολιτική εκείνης της εποχής θεωρούσε αναγκαία τη μείωση των φόρων σε επιχειρήσεις και υψηλά εισοδήματα ούτως ώστε να επιτευχθούν υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης και να διαχυθούν οι θετικές συνέπειες της και προς τα χαμηλότερα στρώματα. Ήταν η περίοδος της αποθέωσης των trickle down economics, της μείωσης του κοινωνικού κράτους και του περιορισμού του δημόσιου τομέα μέσω εκτεταμένων προγραμμάτων ιδιωτικοποιήσεων. Ο δεύτερος λόγος ήταν ο διαχρονικός διεθνής ανταγωνισμός μεταξύ των κρατών προκειμένου να προσελκύσουν μεγαλύτερες άμεσες ξένες επενδύσεις μέσω της παροχής φορολογικών κινήτρων. Την ίδια στιγμή η δημιουργία ειδικών φορολογικών «καταφυγίων» σε διεθνές επίπεδο με μηδενική φορολόγηση της κερδοφορίας, και η νομοθέτηση αφενός πολύπλοκων φορολογικών απαλλαγών και αφετέρου της δυνατότητας ίδρυσης θυγατρικών εταιρειών «κελυφών» είχαν ως συνέπεια την σημαντική μείωση των πραγματικών συντελεστών φορολόγησης των εισοδημάτων των επιχειρήσεων και των πλούσιων φυσικών προσώπων. Αποτέλεσμα σε μεσομακροπρόθεσμο ορίζοντα, η δημιουργία σημαντικού δημοσιονομικού κενού στους προϋπολογισμούς και η αναγκαία αύξηση των υπόλοιπων άμεσων και έμμεσων φόρων, επιφέροντας την άδικη πολλές φορές επιβάρυνση των συνεπών φορολογουμένων εταιρειών και νοικοκυριών.
Την αποφυγή της φορολόγησης της εταιρικής κερδοφορίας ακολούθησαν αποφάσεις όπως η μείωση των φορολογικών συντελεστών στα υψηλά εισοδήματα και στον συσσωρευμένο πλούτο και η θέσπιση ειδικών φοροαπαλλαγών. Οι παραπάνω πολιτικές αποφάσεις σε συνδυασμό με την στασιμότητα των μισθών των εργαζόμενων οδήγησαν σε τεράστια όξυνση του προβλήματος των ανισοτήτων, τόσο στο σκέλος του εισοδήματος όσο και σε εκείνο της συσσώρευσης πλούτου. Το ζήτημα των ανισοτήτων, ειδικά μετά την εκδήλωση της πανδημικής κρίσης, αποτελεί μια εκ των κορυφαίων πολιτικών προτεραιοτήτων της επόμενης ημέρας ως το σημαντικότερο στοιχείο απειλής της κοινωνικής συνοχής.
Η αρχική πρόταση της Υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ J.Yellen για την αύξηση του ελάχιστου παγκόσμιου ποσοστού εταιρικής φορολόγησης στο 21% είχε περιορισμένες πιθανότητες αποδοχής λόγω της οριακής πολιτικής ισορροπίας στο σώμα του Κογκρέσου. Η θέση αυτή επιβαρύνονταν ακόμη περισσότερο λόγω της δυσπιστίας αρκετών Δημοκρατικών γερουσιαστών για προφανείς ψηφοθηρικούς λόγους, και της προτεραιοποίησης της κυβέρνησης Biden στην αύξηση του εγχώριου εταιρικού φόρου στο 28% από 21%. Στην Ευρώπη οι πιθανότητες αποδοχής μιας τέτοιας προσέγγισης ήταν ακόμη λιγότερες εξαιτίας του γεγονότος ότι αρκετές χώρες έχουν χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές και προνομιακά φορολογικά καθεστώτα για λόγους διατήρησης του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος τους. Μην διαφεύγει της προσοχής μας ότι τέτοιου είδους συμφωνίες απαιτούν την ομόφωνη απόφαση και συναίνεση των χωρών μελών της Ε.Ε.. Με τις παρούσες πολιτικές ισορροπίες η αποδοχή διαμόρφωσης του ποσοστού εταιρικού φόρου σε επίπεδα άνω του 20% εντοπίζεται στην σφαίρα του φαντασιακού.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, η υιοθέτηση του ποσοστού του 15% θα προκαλέσει την αύξηση των δημοσιονομικών εσόδων κατά περίπου 150-200 δισ. δολάρια σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ στις χώρες της Ε.Ε. αντιστοιχεί περίπου το 1/3. Για την Ελλάδα, σύμφωνα με το Tax Justice Network, τα φορολογικά έσοδα αναμένεται να αυξηθούν κατά 1,3- 1,5 δισ. ευρώ, ενώ παράλληλα η μείωση του ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος χωρών, όπως η Βουλγαρία και η Κύπρος, ενδεχομένως να συμβάλει στον επαναπατρισμό επιχειρήσεων ελληνικών συμφερόντων.
Ωστόσο, μέχρι την ώρα καταγραφής των πρώτων εσόδων απαιτούνται ακόμα αρκετά βήματα. Σε πολιτικό επίπεδο καταρχάς οι χώρες του ΟΟΣΑ θα πρέπει να συμφωνήσουν στο σύνολό τους για τη σταδιακή εφαρμογή του μέτρου – με το ενδιαφέρον να επικεντρώνεται σε εκείνες με χαμηλότερους φορολογικούς συντελεστές. Οι προβλέψεις κάνουν λόγο ότι η πρώτη ένωση κρατών που θα εφαρμόσει το όριο του 15% θα είναι η Ε.Ε. και θα ακολουθήσουν τα υπόλοιπα μέλη του οργανισμού. Παράλληλα κρίνεται αναγκαία η εύρεση της κατάλληλης μεθοδολογίας συνεργασίας και εφαρμογής της συμφωνίας στις τρίτες χώρες με φορολογικά συστήματα που συμβάλουν στην απόκρυψη της φορολογητέας ύλης.
Απαραίτητο βήμα είναι η αποσαφήνιση και η οριστικοποίηση σε τεχνικό επίπεδο των κρίσιμων λεπτομερειών σχετικά με τον τόπο και τον τρόπο υπολογισμού και καταλογισμού των φόρων, την καταγραφή, την αρχειοθέτηση και τον διαμοιρασμό δεδομένων κ.α. Οι ειδικοί προβλέπουν ότι απαιτούνται περίπου 18 μήνες για την νομική και τεχνική προετοιμασία μέχρι την ενσωμάτωση της συμφωνίας στις εθνικές νομοθεσίες, και δυο χρόνια μέχρι την καταγραφή και είσπραξη των πρώτων εσόδων. Παρά τις ρητορικές πολιτικές δεσμεύσεις, ελλοχεύει ο κίνδυνος το μεγαλεπήβολο πλάνο να παραμείνει σχέδιο επί χάρτου χωρίς την οριστικοποίηση των απαραίτητων λεπτομερειών και του ενδεχόμενου αλλαγής της πολιτικής βούλησης.
Η συμφωνία για την εταιρική φορολόγηση ενδεχομένως να αποτελεί το πρώτο βήμα για την διεύρυνση της διεθνούς συνεργασίας στην κατεύθυνση μεταρρύθμισης του φορολογικού συστήματος. Ο περιορισμός των νομικών «κενών», η διεθνής κατοχύρωση συμφωνημένων φορολογικών προτύπων και βέλτιστων πρακτικών, η ανταλλαγή δεδομένων και η πιθανή επέκταση της συμφωνίας στην κατεύθυνση αποφυγής της απόκρυψης εισοδημάτων των φυσικών προσώπων είναι πεδία που θα μπορούσαν να απασχολήσουν τα οικονομικά επιτελεία των ισχυρών ανεπτυγμένων χωρών στο άμεσο μέλλον. Όπως περιγράψαμε, οι ανάγκες της επόμενης ημέρας για την αντιμετώπιση των θεμάτων που απασχολούν την παγκόσμια κοινότητα κρίνονται ως ιδιαίτερα σημαντικές και η χρηματοδότησή τους αποτελεί προτεραιότητα. Η μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων και των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής δεν θα καθορίσουν μόνο το μέλλον του κάθε κράτους ξεχωριστά, αλλά το μέλλον και τις προοπτικές της ανθρωπότητας.
(Ο Δημήτρης Λιάκος είναι Οικονομολόγος – πρώην Υφυπουργός. Η Ειρήνη -Ακριβή Νταή, Οικονομολόγος – Επιστημονική Συνεργάτης ΕΝΑ )