Με τον τρόπο αυτό εξουδετερώνεται η αποτρεπτική ισχύς του νόμου, ενώ ταυτόχρονα δημιουργείται μια ψευδής εικόνα για το σύστημα έκτισης των ποινών στην χώρα μας.
Ας δούμε τι ακριβώς ισχύει:
1. Αρχικά, θα πρέπει να διευκρινιστεί πως όταν το δικαστήριο επιβάλει σε κάποιον 13 έτη κάθειρξης, θα πρέπει αυτός να εκτίσει όλη την ποινή του – δηλαδή 13 έτη. Μόνο αν εργάζεται στη φυλακή, μπορεί, σύμφωνα με τον Σωφρονιστικό Κώδικα, να τύχει ευεργετικού υπολογισμού για κάθε ημέρα εργασίας, μετά από πρόταση του Συμβουλίου Εργασίας Κρατουμένων και απόφαση του αρμόδιου δικαστικού λειτουργού (άρθρ. 46 παρ. 1).
2. Στο ποινικό μας δίκαιο, τόσο με τον νέο όσο και με τον παλιό Ποινικό Κώδικα, καμία στερητική της ελευθερίας ποινή δεν εκτίεται στο σύνολό της μέσα στη φυλακή και το ίδιο ισχύει σε όλη την Ευρώπη. Αυτό συμβαίνει γιατί η λογική στέρησης της ελευθερίας δεν είναι να κλειστεί ένας άνθρωπος στη φυλακή και να τον φροντίζει εκεί η πολιτεία μέχρι να πεθάνει, αλλά να συνετιστεί με τον πρόσκαιρο εγκλεισμό του, ώστε επανερχόμενος στην κοινωνία να σέβεται πλέον τους νόμους και κυρίως να μην εγκληματεί. Οι στερητικές της ελευθερίας ποινές στηρίζονται στην πεποίθηση του νομοθέτη ότι η αλλαγή του ανθρώπου είναι εφικτή. Διαφορετικά δεν θα είχαν καν νόημα.
Στο πλαίσιο αυτό, ορίζεται στον νόμο ότι αφού ο καταδικασθείς εκτίσει στη φυλακή ένα μέρος της ποινής του, στη συνέχεια και προκειμένου να διευκολυνθεί η ομαλή ένταξή του στην κοινωνία, μπορεί να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής σε καθεστώς περιορισμένης ελευθερίας (μέσα στην κοινωνία). Θα δούμε στη συνέχεια τι σημαίνει αυτό. Πάντως δεν σημαίνει ότι είναι ελεύθερος.
3. Γίνεται η συγκεκριμένη μετάβαση αυτόματα, όπως προκύπτει από τον δημόσιο διάλογο που έχει διεξαχθεί; Μόλις δηλαδή συμπληρωθεί ο ελάχιστος χρόνος που ορίζει ο νόμος, βγαίνει από τη φυλακή ο καταδικασθείς και αρχίζει να εκτίει το υπόλοιπο της ποινής του μέσα στην κοινωνία;
Αυτό ούτε ισχύει ούτε ίσχυσε ποτέ. Ο Ποινικός Κώδικας ορίζει ρητά ότι η υπό όρους απόλυση «μπορεί να μη χορηγηθεί αν κριθεί με ειδική αιτιολογία ότι η διαγωγή του καταδικασθέντος, κατά την έκτιση της ποινής του, καθιστά απολύτως αναγκαία τη συνέχιση της κράτησής του για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν νέων αξιόποινων πράξεων». Πριν λοιπόν εγκριθεί η υπό όρους απόλυση του κρατουμένου, το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ελέγχει τη διαγωγή του στη διάρκεια της κράτησης, προκειμένου να διαπιστώσει τις πιθανότητες που υπάρχουν να τελέσει και πάλι εγκλήματα εφόσον βγει από τη φυλακή. Όταν ο κρατούμενος παρουσιάζεται αμετανόητος, δεν έχει αναγνωρίσει το κακό που έχει κάνει, διατηρεί τις επαφές του μέσα ή έξω από τη φυλακή συνεχίζοντας την εγκληματική του δράση, μπορεί να διαμορφωθεί η πεποίθηση στο δικαστικό συμβούλιο ότι οι όροι του νόμου δεν διασφαλίζονται και με ειδική αιτιολογία να μην εγκρίνει την υπό όρους απόλυση. Η κρίση του συμβουλίου είναι εν προκειμένω ουσιαστική, και για τον λόγο αυτό, βάσει του νέου Ποινικού Κώδικα, καλείται ενώπιόν του και ο ίδιος ο καταδικασθείς.
4. Τι γίνεται τώρα αν η διαγωγή του καταδικασθέντος στη διάρκεια της κράτησης δεν επιτρέπει την υπόθεση ότι θα συνεχίσει την εγκληματική του δράση; Αν λ.χ. έχει αναγνωρίσει το άδικο της συμπεριφοράς του, έχει δείξει μεταμέλεια, έχει διακόψει τις επαφές του με τους παλιούς του συνεργάτες, έχει επιχειρήσει να αποκαταστήσει στο μέτρο του δυνατού την βλάβη που έχει προκαλέσει;
Στην περίπτωση αυτή, το δικαστήριο δεν θα απαγορεύσει την απόλυση, μπορεί όμως να του θέσει μέχρι την ολοκληρωτική έκτιση της ποινής του συγκεκριμένους όρους σχετικά με τον τρόπο της ζωής του και ιδίως τον τόπο διαμονής του. Αν δεν τηρήσει τους όρους που του επιβλήθηκαν, η απόλυση ανακαλείται και ο καταδικασθείς συνεχίζει την έκτιση της ποινής του εντός φυλακής, ενώ ο χρόνος που εξέτιε την ποινή του εκτός φυλακής δεν υπολογίζεται στη διάρκειά της.
5. Αν στη διάρκεια της υπό όρους απόλυσης – όσο δηλαδή εκτίεται η ποινή εντός της κοινωνίας – ο καταδικασθείς τελέσει νέο έγκλημα δόλου για το οποίο του επιβάλλεται αμετάκλητα ποινή στερητική της ελευθερίας μεγαλύτερη του έτους, η απόλυση αίρεται και ο καταδικασθείς εκτίει αθροιστικά τις δύο ποινές. Αν λ.χ. εκείνος που καταδικάζεται σε 13 έτη κάθειρξης απολυθεί υπό όρους μετά από 7 έτη και εντός των 6 επόμενων ετών τελέσει κάποιο έγκλημα δόλου για το οποίο τιμωρείται με ποινή 4 ετών, θα πρέπει να εκτίσει στη φυλακή 10 επιπλέον έτη (6 από την πρώτη καταδίκη και 4 από τη δεύτερη).
Από τα παραπάνω φαίνεται ότι στο Δίκαιό μας, αν κάποιος καταδικασθεί σε 13 έτη κάθειρξης δεν μπορεί να γνωρίζει αν και πότε ακριβώς θα βγει από τη φυλακή. Δεν επιτρέπεται μάλιστα να βγει αν από τη διαγωγή του μέσα στη φυλακή προκύπτει ότι η συνέχιση της κράτησης είναι απολύτως αναγκαία για να αποτραπεί η τέλεση από αυτόν άλλων αξιόποινων πράξεων. Ακόμα άλλωστε κι αν βγει από τη φυλακή, παραμένει «υπό την απειλή» του εκ νέου εγκλεισμού του, εφόσον δεν τηρεί τους όρους που του επιβάλλει το δικαστήριο ή τελέσει οποιοδήποτε έγκλημα δόλου μέσα στον χρόνο έκτισης της ποινής του.
(Η Ε. Συμεωνίδου – Καστανίδου είναι Καθηγήτρια Ποινικού Δικαίου, Κοσμήτορας Νομικής Σχολής ΑΠΘ)