Opinions

Γεώργιος Σάρλης: Ο Νέος Ποινικός Κώδικας είναι μέρος του «τείχους της Δημοκρατίας»

Η κυβέρνηση διέχυσε στον κοινωνικό ιστό το δηλητήριο μιας ψευδούς θεωρίας συνωμοσίας. Ότι δήθεν ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την ψήφιση του ποινικού κώδικα για να ευνοήσει τη Χρυσή Αυγή ότι τελικά τα δυο αντίπαλα άκρα επικοινωνούσαν.

Στα τείχη, που έχτιζαν παλαιότερα, χρησιμοποιούσαν λίθους διαφορετικής αντοχής με διαφορετικές λειτουργίες λίθους θεμέλιους, ακρογωνιαίους, λίθους γέμισης και επένδυσης. Δεν έβαζαν, βέβαια, τον ένα στη θέση που προοριζόταν για τον άλλο.

Το «τείχος της Δημοκρατίας», όπως αποκλήθηκε εσχάτως η συσπείρωση απέναντι στη Χρυσή Αυγή, συγκρότησαν ετεροχρονισμένα –άλλοι από νωρίς, άλλοι πολύ αργά- και ακανόνιστα, με διαφορετική ένταση, βάρος και αποτελεσματικότητα, διαφορετικές δυνάμεις. Στο τέλος, πριν από την απόφαση του δικαστηρίου, συνέπεσαν πάντως τα μηνύματα αποδοκιμασίας και καταδίκης όλων σχεδόν των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων.

Το «τείχος», όμως, διερράγη ταχύτατα με ευθύνη της κυβέρνησης. Ήδη, μόλις μετά το άκουσμα της δικαστικής απόφασης οι υφιστάμενοι του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη προέβησαν συμβολικά στην αναίτια διάλυση του μεγάλου πανηγυριού της δημοκρατίας. Σαν κάποιος να ήθελε να πει στον λαό, που όλα αυτά τα χρόνια είχε αναλάβει τη δράση στους δρόμους και στις γειτονιές και είχε σηκώσει το πιο επικίνδυνο μέρος της πάλης κατά των νεοναζί, ότι η ανοχή τέλειωσε και για εκείνον και ότι δεν υπάρχει περιθώριο για την ανασύσταση μεταπολιτευτικών μνημών.

Την επόμενη μέρα, η κυβέρνηση προχώρησε στο δεύτερο χτύπημα. Επέλεξε να δώσει τη φωνή της σε μια εξελιγμένη -αφού έχει και plottwist- εκδοχή της «θεωρίας των δύο άκρων». Εκμεταλλευόμενη τη δυσκολία κατανόησης θεσμικών και τεχνικών ζητημάτων γύρω από το νέο ποινικό κώδικα και τα προβλήματα που ήρθε να επιλύσει, διέχυσε στον κοινωνικό ιστό το δηλητήριο μιας ψευδούς θεωρίας συνωμοσίας. Ότι δήθεν ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε την ψήφιση του ποινικού κώδικα για να ευνοήσει τη Χρυσή Αυγή ότι τελικά τα δυο αντίπαλα άκρα επικοινωνούσαν.

Ακύρωσε έτσι την ιστορία κι αγώνες δεκαετιών του χώρου που εκπροσωπεί ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και κρίσιμες θεσμικές πρωτοβουλίες και πολιτικές του, που εμφανώς συνέβαλαν στο σπάσιμο στην πράξη των ιδεών και των πρακτικών της Χρυσής Αυγής και στην αλλαγή σε ορισμένο βαθμό των κοινωνικών συνθηκών μέσα στις οποίες θέριεψε.

Είναι αλήθεια ότι παραγνωρίζεται γενικότερα στη δημόσια σφαίρα η συζήτηση για τις πολιτικές που έδωσαν μεγάλη δυναμική στην υπέρβαση των νεοναζί, όπως της αντιμετώπισης των συνεπειών της ακραίας φτώχειας και της ανθρωπιστικής κρίσης, ιδίως στα σχολεία, της πρόσβασης των ανασφάλιστων στο ΕΣΥ, της αποποινικοποίησης της μη καταβολής χαμηλών χρεών προς το δημόσιο, της χορήγησης ιθαγένειας σε παιδιά μεταναστών που γεννιούνται στην Ελλάδα, της ενίσχυσης της αντιρατσιστικής νομοθεσίας και της ποινικοποίησης των ρατσιστικών συσσιτίων, της θέσπισης συμφώνου συμβίωσης για ομόφυλα ζευγάρια και της νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου, της αναδοχής τέκνων και από ομόφυλα ζευγάρια, της αποσυμφόρησης και της βελτίωσης των προγραμμάτων επανένταξης των φυλακών, της υπογραφής της «συνθήκης των Πρεσπών», της κατάργησης της αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 86 Συντ. και του παραδείγματος μιας συνετής και τίμιας διαχείρισης του δημοσίου χρήματος, και, τέλος, της ανασύνταξης, ιδίως μετά την έξοδο από τα μνημόνια, των προγραμμάτων προσλήψεων και χρηματοδότησης των διαλυμένων υπηρεσιών του κοινωνικού κράτους και της Δικαιοσύνης.

Η πλέον ολέθρια τακτική ακολουθείται, όμως, για την δημιουργία τοξικού κλίματος για τη μεταρρύθμιση του νέου Ποινικού Κώδικα, παρότι τα φιλελεύθερα και δικαιοκρατικά χαρακτηριστικά του βρίσκονται στον πυρήνα αυτών που υποτίθεται ότι θέλουμε να προστατεύσουμε απέναντι στον φασισμό. Είναι δεδομένο ότι στο ερώτημα τι θα πρέπει να κάνουμε τώρα πια για να αντιμετωπίσουμε τον χρυσαυγητισμό μια απάντηση είναι το να αντιπαρατεθούμε προς τον αντιπολιτικό και αντιθεσμικό λόγο. Πως, όμως, θα γίνει αυτό, αν, με αναφορά στον νέο Ποινικό Κώδικα, υποδαυλίζεται συνεχώς μια επικίνδυνη εκδοχή του λαϊκισμού, ο λεγόμενος «ποινικός λαϊκισμός», και η συνωμοσιολογία;

Πρέπει, λοιπόν, να πούμε ρητά και σθεναρά ότι ο νέος Ποινικός Κώδικας είναι ένα σπουδαίο επίτευγμα στα νομοθετικά χρονικά των τελευταίων δεκαετιών. Είναι μια γνήσια μεταρρύθμιση που εκσυγχρονίζει και εξευρωπαΐζει την ποινική μας νομοθεσία, που εκπονήθηκε από τους πλέον ειδικούς τεχνοκράτες της χώρας μας. Ήρθε να αντικαταστήσει ένα αποτυχημένο σύστημα ποινών που πια ταλαιπωρούσε, βασάνιζε και δεν συνέβαλε στο σωφρονισμό των ανθρώπων. Κάτι που είχε οδηγήσει σε πανευρωπαϊκό ηθικό στιγματισμό και βαριές οικονομικές καταδίκες τη χώρα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Ένα σύστημα που, παράλληλα, είχε χάσει και την αντεγκληματική λειτουργία του, αφού δεν έπειθε πολλούς από τους δράστες και πολλά από τα θύματα εγκλημάτων για τη δυνατότητά του να επιβάλλεται, ενισχύοντας το αίσθημα ατιμωρησίας. Η αλλαγή του ως αλλαγή όλου του συστήματος επέφερε μια τομή που αναγκαία επηρέασε κάθε υπόθεση, αλλά όχι, δεν επηρέασε μια συγκεκριμένη περισσότερο από άλλες αντίστοιχες και μάλιστα συνειδητά.

Προήλθε εξ ολοκλήρου από τις εργασίες Ειδικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής που κράτησαν περισσότερο από 10 χρόνια. Η αναδιάταξη του πλαισίου ποινών που επέφερε ανταποκρίνεται στην Έκθεση του Συμβουλίου της Ευρώπης για τις συνθήκες κράτησης στις φυλακές (Μάρτιος 2019) που καλούσε την Ελλάδα να τροποποιήσει τον Ποινικό Κώδικά της προκειμένου να φύγει από τις ψευδείς, υψηλές ονομαστικά ποινές, και να αποκτήσει «έξυπνες» και «ειλικρινείς» ποινές. Αξίζει να σημειωθεί ήδη ότι στην Ελλάδα η απαξίωση των πλημμεληματικών ποινών, όπως εκφράστηκε μέσω των θεσμών της αναστολής εκτέλεσης και της μετατροπής της ποινής σε χρηματική, είχε οδηγήσει στην άνθηση της πρόβλεψης κακουργημάτων από το νομοθέτη, που με τη σειρά της οδήγησε στον υπερπληθυσμό των φυλακών και στις καθυστερήσεις της δικαιοσύνης που αναγκαζόταν να τηρεί πιο σύνθετες διαδικασίες, ενώ εκτόξευσε τα ποσοστά των προσωρινά κρατούμενων. Ο υπερπληθυσμός των φυλακών έφερε σταδιακά την ανάγκη αποσυμφορήσεων, που κι αυτές έπειτα οδήγησαν τους δικαστές να επιβάλλουν βαρύτερες ποινές ως τρόπο αποτροπής της πρόωρης αποφυλάκισης.

Ο νέος Ποινικός Κώδικας εκσυγχρόνισε και επανέφερε τις ποινές σε ορθολογική βάση από άποψη διάρκειας και τρόπου έκτισης, αξιοποιώντας σημαντικά και την παροχή κοινωφελούς εργασίας. Οι ποινές είναι λογικές, παραμένοντας λίγο αυστηρότερες από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, εκτίονται πραγματικά και με τρόπο που δίνει ευκαιρίες προσαρμογής της ποινής στη σωφρονιστική εξέλιξη του καταδικασθέντος. Δημιούργησε δυο κατηγορίες πλημμελημάτων, τα ελαφριά και τα βαριά, όπου στα πρώτα εντάσσονται οι περιπτώσεις που οδηγούν σε αναστολή ή σε μετατροπή σε παροχή κοινωφελούς εργασίας, ενώ στα δεύτερα είναι δεδομένη η έκτιση της ποινής στη φυλακή. Απέκτησαν έτσι πάλι σοβαρή υπόσταση, προκειμένου κάποια από τα παλιά κακουργήματα να μετατραπούν σε πλημμελήματα με εκτίσιμη ποινή, σε ένα είδος αναγκαίας «αποανάπτυξης» του ποινικού μας δικαίου. Άλλωστε, η καταδίκη για ένα κακούργημα είχε φτάσει να οδηγεί, μέσω έκτακτων διατάξεων υφ’ όρον απόλυσης, σε πραγματική παραμονή στη φυλακή για χρόνο κοντά σε αυτόν του πλημμελήματος.

Ο νέος Ποινικός Κώδικας θεσπίστηκε με τη διαδικασία των κωδίκων, ακριβώς για να αποφευχθεί κάθε κατηγορία για οποιαδήποτε ιδιοτελή παρέμβαση, αφού στο πλαίσιο αυτής της διαδικασίας η κυβέρνηση υποχρεούται συνταγματικά να νομοθετήσει, ακριβώς όπως θα της δοθεί, το σχέδιο κώδικα που έχει την τελική έγκριση της ειδικής νομοπαρασκευαστικής επιτροπής, ψηφίζοντας όλο τον κώδικα (πάνω από 400 άρθρα) ενιαία και στο σύνολο ως ένα μοναδικό άρθρο. Η Επιτροπή εν προκειμένω αποτελούνταν αποκλειστικά από επιφανείς εκπροσώπους δικαστικών ενώσεων, νομικών σχολών και της ολομέλειας των δικηγορικών συλλόγων. Ποιος, λοιπόν, μπορεί σήμερα να κατηγορεί τον ΣΥΡΙΖΑ ότι ευνόησε οποιονδήποτε με την νομοθετική πρωτοβουλία του, ξέροντας ότι αυτή προήλθε από τη σύμπραξη εκπροσώπων σημαντικών θεσμικών φορέων της χώρας μας; Πως θα μπορούσε η κυβέρνηση να εξυπηρετεί οποιεσδήποτε δικές της σκοπιμότητες τη στιγμή που δεσμεύεται απόλυτα στο να νομοθετήσει αυτό ακριβώς που της παραδίδεται;

Εξάλλου, είναι γνωστό ότι ο κώδικας όπως παραδόθηκε τον Αύγουστο του 2017 είχε πολλά σημεία που έχρηζαν δικαιοπολιτικού προβληματισμού. Το σχέδιο δόθηκε από το Υπουργείο σε δημόσια διαβούλευση ως σχέδιο της Επιτροπής δηλώνοντας παράλληλα δημόσια ότι διατηρούσε ορισμένες αντιρρήσεις σε σχέση με αυτό. Η Επιτροπή ήρθε με πρωτοβουλία του Υπουργείου αντιμέτωπη με τη διαδικασία της διαβούλευσης με όλα τα κόμματα που προσκλήθηκαν για το σκοπό αυτό στο Υπουργείο και με τα πορίσματα από τη συμμετοχή της κοινωνίας των πολιτών. Η επεξεργασία του υλικού αυτού από την Επιτροπή οδήγησε αλλού σε μετατοπίσεις και αλλού σε επιμονή της στην ίδια άποψη.

Ειδικά για την εγκληματική οργάνωση αποδέχθηκε την αφαίρεση της πρόσθετης προϋπόθεσης της «επιδίωξης οικονομικού οφέλους» και την επαναφορά της διεύθυνσης ως αυτοτελούς εγκλήματος αντί για επιβαρυντική περίσταση, όπως αρχικά πρότεινε, που θα μπορούσαν να έχουν σοβαρή επίδραση σε αντίστοιχες δίκες. Παράλληλα, διατήρησε κακουργηματικές ποινές για όλες τις πράξεις εγκληματικής οργάνωσης και ειδικά για τη διεύθυνση προέβλεψε ως δυνατή να επιβληθεί τη μεγαλύτερη ποινή κατά το νέο σύστημα, δηλαδή τα 15 έτη.

Ως προς την στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, η Επιτροπή θεώρησε ότι η πρόβλεψη επιβολής της από το ίδιο το δικαστήριο ήταν παρωχημένη. Η θέση της αυτή είχε ήδη αποτυπωθεί και στο σχέδιο που παρέδωσε το 2013 στον τότε Υπουργό. Η κατάργηση της αποστέρησης πολιτικών δικαιωμάτων δεν είναι, όμως, συνολική, αλλά μόνο ως θεσμού του ποινικού δικαίου, όπως προκύπτει από την Αιτιολογική Έκθεση (άρθρο 59), αφού «μετατοπίζεται» προς ρύθμιση στην ειδική εκλογική νομοθεσία, ώστε αντί για παρεπόμενη ποινή που επιβάλλεται από το δικαστήριο, να επέρχεται αυτόματα («αυτοδίκαια») ως έννομη συνέπεια με μόνη την έκδοση αμετάκλητης (δηλ. από τον Άρειο Πάγο) καταδικαστικής απόφασης για συγκεκριμένα εγκλήματα. Αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση απαιτείται από το Σύνταγμα (άρθρο 51 παρ. 3) και ήταν προϋπόθεση για την εφαρμογή του θεσμού και υπό τον παλαιό κώδικα. Συνεπώς, στην υπόθεση που μας απασχολεί θα έπρεπε να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι να καταστεί αμετάκλητη η αποστέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. Στο μεταξύ θα μεσολαβούσαν διάφορες εκλογικές διαδικασίες. Ενόψει του χρόνου ψήφισης του νέου ΠΚ, απέμενε σε εκείνον που θα αναλάμβανε τη διακυβέρνηση μετά τις εκλογές της 7ης Ιουλίου να προβεί στις αναγκαίες προσαρμογές της εκλογικής νομοθεσίας. Κάτι που μπορεί να γίνει και στο εξής, μέχρι πριν το αμετάκλητο της απόφασης. Ήδη, ο ΣΥΡΙΖΑ προώθησε τροπολογία για τον «πολιτικό θάνατο» των φασιστών πρώην βουλευτών, για να αποστερηθούν διαρκώς τα δικαιώματα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι, χωρίς τη δυνατότητα αποκατάστασης τους που προέβλεπε ο παλαιός ΠΚ. Μια προσθήκη σαν αυτή στην εκλογική νομοθεσία δεν θα δημιουργούσε ζήτημα αναδρομικότητας, αφού η αποστέρηση θα επρόκειτο να επέλθει στο μέλλον, με το αμετάκλητο της απόφασης.

Εν κατακλείδι, ένα νομοθέτημα που ανταποκρίνεται με επιτυχία στα κριτήρια του σεβασμού της αξίας και της αυξημένης προστασίας των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ατόμου, του κράτους δικαίου και των φιλελεύθερων εγγυήσεων είναι ένα νομοθέτημα που το ίδιο λειτουργεί καθημερινά ως καθοριστικό όριο στον εκφασισμό, στην αυθαιρεσία και στον αυταρχισμό. Θα έπρεπε να είναι βασικό συστατικό, ένθετο σύμβολο της ίδιας της Δημοκρατίας και των αξιών της πάνω στο τείχος που πρέπει ναορθώσει απέναντι σε όσους την πολεμούν και όχι αντικείμενο μικροπολιτικών αντιθεσμικών επιθέσεων από την κυβέρνηση.

(Ο Γεώργιος Σάρλης είναι Δικηγόρος, ΜΔΕ Ποινικού Δικαίου (ΑΠΘ), τέως Γεν. Γραμματέας Υπουργείου Δικαιοσύνης)

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Νέα μέτρα: Λιγότεροι από σήμερα σε καφετέριες, μπαρ και εστιατόρια, πόσοι επιτρέπονται ανά τραπέζι
Ναπολέων Μαραβέγιας: Η Δημοκρατία ως υπέρτατη αξία
Chevron Right