Η έκθεση του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκε τις προηγούμενες ημέρες είναι αποκαλυπτική. Αναφέρει ότι στην Ελλάδα, ο μέσος ονομαστικός μικτός μισθός το 2022 αυξήθηκε κατά 1,5% αλλά ο μέσος πραγματικός μισθός μειώθηκε κατά 7,4% λόγω του πληθωρισμού 9,7%.
Την ίδια στιγμή η νέα έρευνα της ΓΣΕΒΕΕ φωτίζει κάποια ιδιαίτερα ανησυχητικά στοιχεία για την εργασιακή κατάσταση των νέων στην Ελλάδα. Η μελέτη δείχνει ξεκάθαρα ότι η εικόνα της αγοράς εργασίας και της δομής της απασχόλησης δεν είναι ενθαρρυντική για τους νέους και τις νέες της χώρας μας, καθώς ενώ τα ποσοστά ανεργίας τους δείχνουν να μειώνονται τα τελευταία χρόνια, η μείωση αυτή δεν οφείλεται στην αύξηση των θέσεων εργασίας αλλά κυρίως στη μείωση της συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη προεκλογικά μιλούσε για «ανάπτυξη», για «θέσεις εργασίας», για «επενδύσεις». Όλα αυτά δεν ήρθαν, αντίθετα βλέπουμε το braindrain να ενισχύεται, τον πληθυσμό να μειώνεται και τους μισθούς να μην αρκούν για να καλύψουν τις ανάγκες των πολιτών. Η ακρίβεια και η πληθωριστική κρίση, τις οποίες η κυβέρνηση ΝΔ άφησε ανεξέλεγκτες, διόγκωσαν το πρόβλημα και μας φέρνουν σήμερα ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων.
Οι παραπάνω εξελίξεις δεν είναι ενθαρρυντικές ούτε για τις νέες και τους νέους, ούτε και για την ελληνική οικονομία στο σύνολο της. Η νέα γενιά στην Ελλάδα έχει το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο συγκριτικά με όλες τις προηγούμενες γενιές, ωστόσο ταυτόχρονα έχει τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας τόσο ως προς τις μεγαλύτερες ηλικίες όσο και ως προς άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης. Μετά την έξοδο από τα μνημόνια και με μία κυβέρνηση με ελευθερία κινήσεων, όπως ήταν εκείνη του κ. Μητσοτάκη, θα περίμενε κανείς ότι το ζήτημα της εργασίας, και ειδικά της εργασίας των νεότερων ηλικιακών ομάδων που ταλαιπωρήθηκαν μέσα στην κρίση, θα μπορούσε να μπει σε νέες ράγες και να αντιμετωπιστεί με έναν διαφορετικό τρόπο.
Αντίθετα, αυτό που είδαμε τα τελευταία τέσσερα χρόνια ήταν μία κυβέρνηση εντελώς αδιάφορη για το θέμα και συνολικά αδιάφορη για τη νέα γενιά, την εργασία, το βιοτικό επίπεδο, την αντιμετώπιση των ανισοτήτων. Μία κυβέρνηση που στόχευσε αποκλειστικά στη στήριξη συγκεκριμένων συμφερόντων, χωρίς να μεριμνά για τα συμφέροντα και τις ανάγκες των πολλών. Μία κυβέρνηση που αφήνει πίσω της ένα δημόσιο χρέος 44 δισ. μεγαλύτερο, ένα ιδιωτικό χρέος 40 δισ. μεγαλύτερο, ένα έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών 10 φορές μεγαλύτερο, καθιστώντας την ενίσχυση του επενδυτικού προφίλ της χώρας όνειρο απατηλό.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη έπληξε καίρια τα συμφέροντα της μεσαίας τάξη και των λαϊκών στρωμάτων, αυξάνοντας τους έμμεσους φόρους, για να μην πιέσει τους έχοντες να στηρίξουν την οικονομία. Τα έσοδα από τον ΦΠΑ το 2022 ήταν αυξημένα κατά 4 δισ. ευρώ σε σχέση με το 2021, χωρίς αυτό να μεταφραστεί στη συνέχεια σε αναδιανομή του πλούτου, αλλά σε επιδότηση της αισχροκέρδειας. Αρνήθηκε επίμονα να ακούσει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και να μειώσει τον ΦΠΑ στα τρόφιμα και τον ΕΦΚ στα καύσιμα, αλλά και να φορολογήσει τα υπερκέρδη που συσσώρευσαν οι εταιρείες ενέργειας όλο το προηγούμενο διάστημα, προκαλώντας μεγάλες δυσκολίες στη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών.
Είναι σαφές ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε στο ίδιο μονοπάτι για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Η επιλογή που έχουμε μπροστά μας στις εκλογές της 21ης Μαΐου αφορά το μέλλον μας. Στήριξη της ΝΔ και του κ. Μητσοτάκη ισοδυναμεί με συνέχιση της φθίνουσας πορείας της χώρας και της κοινωνίας, συνέχιση των ίδιων πολιτικών που μας έφεραν στο αδιέξοδο των μνημονίων, στην πτώχευση της χώρας και τη βαθιά οικονομική κρίση. Η ΝΔ και η ηγεσία της δοκιμάστηκαν και για ακόμη μία φορά απέτυχαν. Το κυβερνητικό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δίνει τις λύσεις στα προβλήματα της κοινωνίας. Η πολιτική αλλαγή που θα έρθει με τις εκλογές θα φέρει καλύτερους μισθούς, μειώσεις τιμών, ρύθμιση χρεών και ένα αποτελεσματικό δημόσιο στην υπηρεσία των πολιτών.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι υποψήφιος βουλευτής στον (Β1) Βόρειο Τομέα Αθηνών με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Περιφερειακός Σύμβουλος Βορείου Τομέα Αθηνών)