Μετά από δυο περίπου μήνες επανερχόμαστε σε ένα θέμα που βρίσκεται, μεταξύ άλλων, στο επίκεντρο της στρατηγικής των εκλογικών επιτελείων των κομμάτων και αποκαλείται ως ο μεγάλος «άγνωστος Χ» των εκλογών της 21ης Μαΐου. Ο λόγος για την ψήφο των νέων ανθρώπων, που για πρώτη φορά έχουν το δικαίωμα να βρεθούν μπροστά στην κάλπη και υπολογίζονται περίπου στα 440.000 άτομα.
Γι’ αυτούς που έχουν γεννηθεί τα έτη 2003, 2004, 2005 και ακόμη πιο ειδικά για τους 17άρηδες (και 16άρηδες οι οποίοι δεν έχουν κλείσει τα 17), που γεννήθηκαν το 2006. Μια ηλικιακή ομάδα που οι εκλογικές προθέσεις της είναι για κάποιους λόγους αναγνώσιμη, αλλά για κάποιους άλλους δύσκολα προβλέψιμη.
Αναγνώσιμη γιατί ένα τμήμα από αυτή την ηλικιακή ομάδα που θα πάει να ψηφίσει θα ακολουθήσει την προτροπή των γονιών ή τις εκπεφρασμένες επιλογές τους. Μιλάμε για μια ηλικία που λόγω του ευρύτερου πολιτικού, κοινωνικού και οικονομικού περιβάλλοντος έχει καθυστερήσει ή δεν ενδιαφέρεται για τη διαμόρφωση πολιτικής άποψης και συνείδησης. Αν μιλάμε για απολιτίκ νεολαία αναφερόμενοι σε ανθρώπους που είναι πια στην ενήλικη ζωή, μπορούμε να φανταστούμε ποια είναι η κατάσταση στους 17άρηδες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τους μεμφόμαστε. Αντιθέτως, είναι η εκπαιδευτική διαδικασία και η λειτουργία της σύγχρονης οικογένειας που δεν ενθαρρύνει τα παιδιά και τους εφήβους να «ψαχτούν» με την πολιτική. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν αναγνωρίζουν τη σημασία της ψήφου. Απλώς, αναρωτιούνται τι να ψηφίσουν.
Αναγνώσιμη αλλά και δύσκολα προβλέψιμη ταυτόχρονα γιατί ένα επίσης σημαντικό τμήμα αυτής της ηλικιακής ομάδας θα προτιμήσει την αποχή. Εκτός των παραπάνω που σχετίζονται με την εν γένει απόσταση από την πολιτική, υπάρχει άγνοια των πολιτικών διαδικασιών και της σημασίας τους. Η επικρατούσα απαξίωση των αντιπροσωπευτικών θεσμών του σχολικού περιβάλλοντος και της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας οδηγεί σε συμψηφισμούς που έχουν ως αποτέλεσμα τη μη συμμετοχή. Σε μια κοινωνίαπου ο επικρατεί ο ατομικισμός από τη μια και η καπήλευση του συλλογικού από την άλλη, η αποχή νοείται ως συμπεριφορά αυτοπροστασίας και αξιοπρέπειας, κάτι που αποτελεί στρέβλωση της αντίληψης για την αντιπροσωπευτική δημοκρατία και για την οποία δεν ευθύνονται οι νέοι άνθρωποι που καλούνται για πρώτη φορά να ψηφίσουν.
Τρίτον, δύσκολα προβλέψιμη, γιατί το χαρακτηριστικό οι νέοι ψηφοφόροι να προτιμούν αντισυστημικές ή πιο αριστερές επιλογές φαίνεται ότι θα ισχύσει και σε αυτές τις εκλογές. Το 2019, ο ΣΥΡΙΖΑ πήρε ισχυρό κεφάλι στους νέους από 17-34.
Ωστόσο, η προσπάθεια του εκλογικού επιτελείου της Νέας Δημοκρατίας να περάσει το μήνυμα ότι «όλοι ίδιοι είμαστε» ελλοχεύει κινδύνους εκλογικών διαρροών για το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Για τους εφήβους, μάλιστα, που φοιτούν στη Β’ Λυκείου και δεν έχουν μεγαλύτερα αδέλφια στο Πανεπιστήμιο ή σε αναζήτηση εργασίας, αυτό το ενδεχόμενο μεγαλώνει, με το ενδεχόμενο οι ψήφοι, τουλάχιστον στις πρώτες εκλογές να κινηθούν προς τα μικρότερα κόμματα, με κάποιους ακόμη και προς τα ακροδεξιά του πολιτικού συστήματος, αφού συγκινούνται μπροστά σε πιο ισχυρά σύμβολα, όπως το έθνος, με κίνδυνο να γίνουν «βορά» των πατριδοκάπηλων.
Ανεξαρτήτως, λοιπόν, που τελικά θα κλίνει η πλάστιγγα της επιλογής των νέων ανθρώπων, το ζητούμενο είναι πως η πολιτική θα ξαναγίνει ελκυστική γι’ αυτούς. Τα έξυπνα προεκλογικά σποτάκια και η προβολή των κομμάτων στις αγαπημένες τους πλατφόρμες, δεν είναι αμελητέα προσπάθεια. Ωστόσο, το επίδικο παραμένει το όραμα που θα τους εμπνεύσει κάποιος πολιτικός χώρος και θα φαίνεται εφικτό. Η συνεχής επίκληση των επικείμενων δεινών ή οι υποσχέσεις για μια ανύπαρκτη γη Χαναάν, λειτουργούν μόνο προσωρινά και τελικά εκλαμβάνονται ως τρόποι αποπροσανατολισμού. Η κατάκτηση «των μυαλών και των καρδιών των νέων ανθρώπων» δεν μπορεί να γίνει με παλιά εργαλεία και κυρίως με φρούδες ελπίδες. Η υπερδεκαετής κρίση και το βίωμα της πανδημίας τους έχουν κάνει να στέκονται με επιφύλαξη απέναντι στις συλλογικές κοινωνικές διαδικασίες, δείχνοντας όσο κι αν ακούγεται αντιφατικό, μια πρόωρη ωριμότητα. Και είναι αυτή η κρίσιμη απόσταση μεταξύ αδιαφορίας-καχυποψίας απέναντι στην πολιτική και ανάγκης για πολιτική έκφραση που πρέπει καλυφθεί από την ανάπτυξη της κριτικής σκέψης και τη συμμετοχή στην κοινωνία των πολιτών, γιατί αλλιώς αλίμονο στους ίδιους τους νέους στο διαρκώς μεταβαλλόμενο και πιο δύσκολο εγχώριο και διεθνές περιβάλλον.
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός)