Τα παρατεταμένα lockdown σε πολλές δυτικές οικονομίες είχαν ως αποτέλεσμα τα έσοδα που κανονικά θα εισέρχονταν στον τομέα των υπηρεσιών να παραμείνουν, τελικά, στον ισολογισμό των νοικοκυριών ως απόθεμα προσωπικών αποταμιεύσεων. Ωστόσο, ένα σημαντικό μέρος της μείωσης της ζήτησης για υπηρεσίες, που πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, είναι πιθανότατα μόνιμο.
Αναλυτικότερα, η ζήτηση για τουριστικές υπηρεσίες και για υπηρεσίες εστίασης αναμφίβολα θα κινηθεί -όπως ήδη κινείται- ανοδικά αλλά το μεγαλύτερο ποσοστό των προσωπικών αποταμιεύσεων που σωρεύτηκαν στην περίοδο των lockdown, είναι πιθανότερο να κατευθυνθεί σε πραγματικά περιουσιακά στοιχεία, πράγμα που εξηγεί τη ραγδαία ανάπτυξη της αγοράς κατοικίας παγκοσμίως.
Το υψηλό ποσοστό προσωπικής αποταμίευσης προέρχεται κυρίως από νοικοκυριά μεσαίου και ανώτερου εισοδήματος. Γι’ αυτές τις εισοδηματικές κατηγορίες, τα δημοσιονομικά κίνητρα των κυβερνήσεων έχουν ελάχιστο ή καθόλου αντίκτυπο στην απόφαση κατανάλωσης και αποταμίευσης. Για τα πλουσιότερα αυτά νοικοκυριά, η αύξηση της κατανάλωσης και το ποσοστό προσωπικής αποταμίευσης είναι κυρίως συνάρτηση του πότε θα αρθούν πλήρως τα περιοριστικά μέτρα στην οικονομία και όχι τόσο του εάν η δημοσιονομική πολιτική θα παραμείνει επεκτατική.
Από την άλλη πλευρά, τα νοικοκυριά χαμηλού εισοδήματος τείνουν κατά βάση να καταναλώνουν ολόκληρο το διαθέσιμο εισόδημά τους και κατ’ επέκταση, να διατηρούν ένα σχετικά μικρό ποσοστό αποταμίευσης. Επομένως, η αβεβαιότητα σχετικά με τα όρια και τα περιθώρια άσκησης επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής από τις κυβερνήσεις θα μπορούσε να οδηγήσει σε χαμηλότερη αύξηση της κατανάλωσης τα πιο ευάλωτα κοινωνικά και εισοδηματικά στρώματα.
Γι’ αυτό τον λόγο είναι εξαιρετικά κρίσιμο ο κουρνιαχτός που έχει ξεσηκωθεί σχετικά με την πρόσκαιρη αύξηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη να μην επηρεάσει τις αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών και των κυβερνήσεων, περιορίζοντας έτσι την αναγκαία συνέχιση της επεκτατικής νομισματικής και δημοσιονομικής πολιτικής έως ότου μειωθεί το παραγωγικό κενό− να ενεργοποιηθούν, δηλαδή, πλήρως όλοι οι υφιστάμενοι παραγωγικοί συντελεστές.
Αυτό βέβαια δεν μπορεί να συμβεί από τη μια μέρα στην άλλη. Έως τη δεκαετία του 1970, το κυρίαρχο κεϋνσιανό μακροοικονομικό υπόδειγμα αποτυπωνόταν στη «καμπύλη Phillips», η οποία δείχνει τη βραχυχρόνια αντίστροφη σχέση που υπάρχει μεταξύ πληθωρισμού και ανεργίας. Αν αυξηθεί λίγο ο πληθωρισμός, μειώνεται η ανεργία. Από τα μέσα όμως της δεκαετίας του 1970, ο στασιμοπληθωρισμός αμφισβήτησε την έως τότε αντίστροφη αυτή σχέση, ανοίγοντας έτσι ο δρόμος για την κυριαρχία του μονεταρισμού.
Στις μέρες μας, η αντισταθμιστική σχέση του πληθωρισμού και της ανεργίας δεν έχει πάψει να υφίσταται αλλά υπάρχουν ορισμένοι πολύ συγκεκριμένοι λόγοι που καθιστούν τη σχέση αυτή πολύ πιο αβέβαιη. Πιο συγκεκριμένα, ο ρόλος του χρήματος έχει αλλάξει δομικά, λόγω της χρηματοοικονομικής καινοτομίας και της χρηματοοικονομικής παγκοσμιοποίησης.
Αυτό έχει ως συνέπεια, οι κεντρικές τράπεζες να επηρεάζουν μόνο σε έναν βαθμό τη συνολική προσφορά του χρήματος. Παράλληλα, η δημογραφική γήρανση του παγκόσμιου πληθυσμού -με ό,τι αυτό σημαίνει για την άνοδο της αποταμίευσης- και η ενσωμάτωση του -φτηνού- εργατικού δυναμικού της Κίνας στον παγκόσμιο καταμερισμό των έργων επηρεάζουν με τρόπο κρίσιμο αλλά και απρόβλεπτο την εξέλιξη του πληθωρισμού.
Με άλλα λόγια, η πρόσκαιρη αύξηση του πληθωρισμού δεν πρέπει να θεωρηθεί ούτε ως μια ακλόνητη απόδειξη ότι, πλέον, όλοι οι παραγωγικοί συντελεστές απασχολούνται πλήρως -πράγμα που θα φέρει εφησυχασμό-ούτε ως κίνδυνος που απειλεί την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα, όπως στη δεκαετία του 1970. Οι ραγδαίες εξελίξεις της τελευταίας δεκαετίας, από τον τομέα της τεχνολογίας έως τη δημογραφία, έχουν μεταβάλει άρδην το τοπίο σχετικά με τη χάραξη της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής.
Επομένως, οι κεντρικοί τραπεζίτες και -κυρίως- οι πολιτικές ηγεσίες οφείλουν πλέον να μην χαράσσουν δημόσιες πολιτικές με βάση τα δεδομένα(και τις ιδεοληψίες…) των δεκαετιών του 1970 και του 1980 αλλά να λάβουν υπόψη τους τις πραγματικές ανάγκες των ανθρώπων στο παρόν. Αλλιώς, θα επιβεβαιωθεί η περίφημη φράση του Τζον Μέιναρντ Κέυνς για τους πολιτικούς: «Πρακτικοί άνθρωποι που θεωρούν ότι δεν υφίστανται οποιαδήποτε επιρροή, συνήθως, είναι δούλοι κάποιου μακαρίτη οικονομολόγου».
Ο Θανάσης Κολλιόπουλος είναι διδάκτωρ Πολιτικής Επιστήμης (ΕΚΠΑ), συγγραφέας του βιβλίου «Μελέτες για την πολιτική οικονομία του σύγχρονου καπιταλισμού: Σύνοψη και κριτική» (εκδ. Παπαζήση, 2020)