Το τελευταίο (;) διάστημα τόσο η υγειονομική, όσο και η οικονομική κατάσταση επιδεινώνονται ραγδαία. Στα εμφανώς χειρότερα δεδομένα όσον αφορά την πανδημία σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο ένα χρόνο πριν, προστίθεται μία αισθητά δυσκολότερη οικονομική πραγματικότητα. Οι ανατιμήσεις στην τιμή του ηλεκτρικού ρεύματος είναι εδώ, όπως και οι αυξήσεις σε μία σειρά προϊόντων, που κάνουν ακόμη πιο δύσκολη την καθημερινότητα για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις.
Η εκρηκτική άνοδος του κόστους ηλεκτρικής ενέργειας συμπαρασύρει το σύνολο της οικονομίας και η αντίληψη αυτό-ρύθμισης της αγοράς όπου «ο ανταγωνισμός θα φέρει αυτομάτως την πτώση των τιμών» έχει δοκιμαστεί και πολλάκις διαψευστεί από την ίδια την πραγματικότητα. Η κυβερνητική αλλεργία στην παρέμβαση του κράτους στην οικονομία είναι μία λογική που έχει αφενός ξεπεραστεί διεθνώς και αφετέρου, εντός του έκτακτου πλαισίου της πανδημίας, αξιολογείται είτε ως εμμονή, είτε ως στρουθοκαμηλισμός και σε κάθε περίπτωση ως τεκμήριο ανεπάρκειας και αναποτελεσματικότητας.
Η σημαντική και ήδη ορατή επιβάρυνση για νοικοκυριά και μικρές επιχειρήσεις οφείλεται στην ενεργοποίηση από τους προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας των σχετικών ρητρών που συνδέονται με το χονδρεμπορικό κόστος, το οποίο τους τελευταίους μήνες έχει παρουσιάσει αύξηση εξαιτίας της ανόδου του κόστους των δικαιωμάτων εκπομπής ρύπων διοξειδίου του άνθρακα, του κόστους του φυσικού αερίου και της αυξημένης ζήτησης για ρεύμα λόγω της εποχής.
Οι προμηθευτές ηλεκτρικής ενέργειας μετακυλίουν το κόστος αυτό στα τιμολόγια των πελατών τους με αποτέλεσμα ήδη οι επιχειρήσεις, αλλά και τα νοικοκυριά να λαμβάνουν φουσκωμένους λογαριασμούς, με την εξέλιξη να αναμένεται δραματικότερη εντός του Σεπτεμβρίου.
Σε μια περίοδο που η πανδημία έχει επιφέρει δραματικές επιπτώσεις τους τζίρους ειδικά των πολύ μικρών επιχειρήσεων και των επαγγελματιών και έχει συσσωρεύσει μεγάλες υποχρεώσεις που θα πρέπει να καλυφθούν άμεσα, οι νέες αυξήσεις στην ενέργεια πολλαπλασιάζουν το λειτουργικό κόστος για εκατοντάδες μικρές επιχειρήσεις. Οι αυξήσεις αυτές έρχονται να προστεθούν στο κύμα ανατιμήσεων σε αγαθά ευρείας κατανάλωσης, είδη πρώτης ανάγκης, αγροτικά και κτηνοτροφικά προϊόντα, κατασκευαστικά υλικά και πρώτες ύλες, που έκαναν την εμφάνιση τους από τον περασμένο Μάιο καθιστώντας αδύνατη τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και δυσβάσταχτη την καθημερινότητα των νοικοκυριών.
Σύμφωνα μάλιστα με το τελευταίο Εξαμηνιαίο δελτίο οικονομικού κλίματος μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, το 26,3% των επιχειρήσεων εμφανίζει απλήρωτους λογαριασμούς ενέργειας. Μάλιστα το κύμα ανατιμήσεων στην ενέργεια επηρεάζει δραματικά τα κοστολόγια των επιχειρήσεων ενώ η μετακύλιση του κόστους αυτού στους τελικούς καταναλωτές, μέσω των τιμών προϊόντων και υπηρεσιών μοιάζει αναπόφευκτη.
Αντί λοιπόν στην ιδιαίτερα επισφαλή υγειονομικά και οικονομικά συγκυρία, με ευρεία ωστόσο περιθώρια δημοσιονομικών ελιγμών, ο κοινωνικός μισθός να ενισχύεται με παρεμβάσεις επεκτατικού δημοσιονομικά χαρακτήρα στην υγεία, στην παιδεία, στις μεταφορές, στην ενέργεια, οδηγούμαστε σε διαδοχική συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, σε έναν υφεσιακό κατήφορο που ακουμπά ήδη το κατώφλι της κρίσης. Κρίση που όπως έχουμε διδαχθεί (ελπίζω) από τις προηγούμενες σπάνια περιορίζεται στο οικονομικό πεδίο.
Προκειμένου λοιπόν η ενεργειακή μετάβαση στη λεγόμενη κλιματική ουδετερότητα να μην αποβεί επιζήμια για σημαντικά τμήματα της ελληνικής κοινωνίας και οικονομίας είναι αναγκαίο α) οι ρυθμιστικές αρχές να ανταποκριθούν επιτέλους στον ρόλο τους και να ρυθμίσουν την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας, β) να υπάρξει σοβαρό πρόγραμμα επιδότησης του ενεργειακού κόστους για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, με ιδιαίτερη έμφαση στους πλέον ενεργοβόρους τομείς, γ) η ΔΕΗ ως εθνικός ενεργειακός πυλώνας να ακολουθήσει μια διαφορετική τιμολογιακή πολιτική ως οιονεί ρυθμιστής της εσωτερικής αγοράς ενέργειας
Η επιβεβλημένη παρέμβαση στην αγορά ενέργειας σε αυτήν την κρίσιμη φάση για την οικονομία και την κοινωνία είναι ο ορισμός της δημόσιας πολιτικής που ο καλός φίλος και δάσκαλος μου, Καθηγητής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Διονύσης Γράβαρης, αποκαλεί πολιτική υποκατάστατο. Παρέμβαση δηλαδή ενεργειακής πολιτικής που λειτουργεί ως πολιτική υποκατάστατο κοινωνικής, αλλά και αναπτυξιακής πολιτικής.
(Ο Σταμάτης Βαρδαρός είναι Πολιτικός Επιστήμονας, Msc Κοινωνικής Πολιτικής πρώην Αν. Γενικός Γραμματέας Υπουργείου Υγείας)