«Εάν αποσυνδ(θ)έσεις την Ελλάδα, στο τέλος θα δεις να σου απομένουν μια ελιά, ένα αμπέλι κι ένα καράβι. Που σημαίνει: με άλλα τόσα την ξαναφτιάχνεις» έχει αποφανθεί με έναν εξαιρετικά εύστοχο συμβολισμό στον Μικρό Ναυτίλο, στην ενότητα XIV, ο αείμνηστος Έλληνας νομπελίστας ποιητής Οδυσσέας Ελύτης. Η διαμάχη για το «δ» ή το «θ» στο πρώτο ρήμα του αποφθέγματος του Ελύτη, μικρή σημασία έχει για τη σημερινή μας παρέμβαση, αφού και με όποιο απ’ τα δύο γράμματα κι αν γραφτεί, το θέμα είναι τι τελικά απομένει. Σε ποια κατάσταση βρίσκεται η χώρα στο τέλος μιας δύσκολης χρονιάς και στην αρχή μιας νέας που θα τη σηματοδοτήσουν οι εθνικές και αυτοδιοικητικές εκλογικές αναμετρήσεις.
Πρώτο απομεινάρι οι υποκλοπές και οι επισυνδέσεις, μια υπόθεση που στιγματίζει τη θεσμική λειτουργία της ελληνικής δημοκρατίας, γιατί όχι μόνο αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός, ειδικά μετά τις τελευταίες αποκαλύψεις αλλά και γιατί φαίνεται ότι συγκαλύπτεται κοινοβουλευτικά και δικαιικά. Είναι αδιανόητο σε δημοκρατία κράτους που θέλει να συγκαταλέγεται στις φιλελεύθερες δημοκρατίες του δυτικού κόσμου, να μην υπάρχει ούτε μια παραίτηση ή αιτιολόγηση της παρακολούθησης από την ΕΥΠ, η οποία από το καλοκαίρι του 2019 υπάγεται στο Μέγαρο Μαξίμου, του αρχηγού των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, καθώς και υπουργών, δημοσιογράφων κ.α.
Δεύτερο απομεινάρι η ακρίβεια, που σε συνδυασμό με την εγκληματικό ρωσικό πόλεμο στην Ουκρανία και την ενεργειακή κρίση έχουν φέρει τους Έλληνες πολίτες αντιμέτωπους με μια νέα κρίση μετά από μια δεκαετία μνημονίων. Και σε αυτό η κυβέρνηση, χωρίς να τις επιρρίπτουμε εξ ολοκλήρου την ευθύνη για τα αίτια, αντί να καταπολεμήσει την φτωχοποίηση και τις κοινωνικές ανισότητες με λελογισμένες αυξήσεις μισθών, προτιμά τα επιδόματαwhateverpass, που απλώς καταπραΰνουν τα συμπτώματα, αλλά ταυτόχρονα τα διαιωνίζουν. Μέτρα που ναι μεν επιβάλλονται για ορισμένες κοινωνικές κατηγορίες, αλλά που ο ίδιος ο πρωθυπουργός και κάποιοι υπουργοί του τα είχαν στηλιτεύσει ως αντιαναπτυξιακά.
Τρίτο απομεινάρι η άλωση της δημόσιας παιδείας και του πολιτισμού. Πιο πρόσφατο παράδειγμα η απαξίωση των σπουδών των ανθρώπων που ασχολούνται με το θέατρο, τον κινηματογράφο τη μουσική, τον χορό, όπου σύμφωνα με το προεδρικό διάταγμα τα πτυχία τους εξισώνονται με το απολυτήριο λυκείου. Αντί, λοιπόν, να αναβαθμιστούν τυπικά οι υπάρχουσες σχολές, ενισχύονται κάποιες ακαδημαϊκές συντεχνίες, αλλά κυρίως ιδιωτικοί εκπαιδευτικοί οργανισμοί που θα παρέχουν πιο «ανέμελα» αυτά τα πτυχία. Και εδώ το επιχείρημα θα είναι κάτι ανάλογο με την περίπτωση των κολλεγίων, όπου δεν εξισώθηκαν ακαδημαϊκά με πανεπιστημιακά τμήματα, αλλά επαγγελματικά!
Τέταρτο απομεινάρι, το διαλυμένο κράτος πρόνοιας και η κατεδαφισμένη υγεία. Έχοντας βιώσει λόγω, της πανδημίας, στην Ελλάδα και σε όλο τον πλανήτη, τη σημασία του δημόσιου συστήματος υγείας είναι πραγματικά πολιτικά παράλογο να ψηφίζεται νομοσχέδιο που διαλύει τον δημόσιο χαρακτήρα της υγείας. Ο ιστορικός του μέλλοντος ακόμη κι αν παραθέσει τους ιδεολογικούς λόγους μια τέτοιας πολιτικής δεν θα παραλείψει να την ερμηνεύσει στο πλαίσιο μιας νεοφιλελεύθερης ιδεοληπτικής στρατηγικής που υπακούει στα πιο ακραία προτάγματα της αγοράς. Δηλαδή, όποιος έχει λεφτά περιθάλπεται και γιατρεύεται. Οι υπόλοιποι στο έλεος του Ιπποκράτη ή του Χάρωνος…
Πέμπτο απομεινάρι και τελευταίο, ανάμεσα στα σημαντικά που επιλέξαμε, η έκπληξή από τους καναπέδες μας για εγκληματικές ενέργειες που έχουν προκαλέσει σοκ στη δημόσια σφαίρα. Από τις υποθέσεις της κακοποίησης και σεξουαλικής εκμετάλλευσης ανηλίκων έως την υπόθεση της «Κιβωτού του Κόσμου» και το Qatargate. Χωρίς να συμψηφίζουμε νομικά και ηθικολογικά τις υποθέσεις, ο μίτος που τα συνδέει είναι η πτώση από τα σύννεφα της κοινής γνώμης. Απορροφημένοι στις οθόνες μας και στο εύπεπτο περιεχόμενο των συνήθων ειδήσεων εκπλησσόμαστε υπερβολικά για τις πράξεις ανθρώπων της διπλανής πόρτας ή (νανο)ειδώλων που αποδεχθήκαμε ως πρότυπα. Και αν δεν ακολουθούμε την πεπατημένη, επιλέγουμε το αντίθετο άκρο, τη συνωμοσιολογία και τον «ξένο δάκτυλο».
Είναι τελικά όλα μαύρα; Όχι, αλλά οφείλουμε έστω και μερικώς, λόγω οικονομίας χώρου να κάνουμε έναν μικρό απολογισμό. Το «ταμείο» για τη χρονιά που φεύγει. Γιατί αν δεν το κάνουμε, δεν θα μπορέσουμε ποτέ να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας. Θα μας προσπερνά η ζωή και η συγκυρία. Και όταν αποφασίσουμε να αντιδράσουμε ίσως να είναι αργά. Όπως συνέβη στον ήρωα του μυθιστορήματοςτ ου Καζούο Ισιγκούρο «Τα απομεινάρια μιας μέρας» που ενσαρκώθηκε στην ομώνυμη ταινία του Τζέιμς Άιβορι από τον εκπληκτικό Άντονι Χόπκινς, ο οποίος τελικά δεν μπόρεσε να ζήσει αυτό που ίσως -γιατί τελικά είμαστε οι πράξεις μας- να ήθελε, με την πρωταγωνίστρια που υποδύεται η επίσης εκπληκτική Έμμα Τόμσον. Είναι ίσως το πρώτο λιθαράκι για να ξαναφτιάξουμε την Ελλάδα…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός)