Είθισται μετά το «έγκλημα» να «ανοίγουν τα στόματα» και μεταξύ άλλων να εκστομίζονται υπερβολές στον αντίποδα των σιωπών που προηγήθηκαν. Ο λόγος για την αποτίμηση του αποτελέσματος των εθνικών εκλογών της 21ης Μαΐου, που λόγω του εύρους της διαφοράς που κατέγραψε με τη νίκη της η ΝΔ και της απρόσμενα μεγάλης συρρίκνωσης των ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, έχουμε δυο μέρες τώρα ακούσει ερμηνείες και αναλύσεις, που ελάχιστοι είχαν το θάρρος να τις εκφράσουν πριν από την Κυριακή. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι όλες αυτές εδράζονται σε στέρεα επιχειρήματα, αφού σε πολλές περιπτώσεις απηχούν είτε την ικανοποίηση είτε την απογοήτευση για το εκλογικό αποτέλεσμα.Ωστόσο, η εκ των υστέρων εκλογίκευση είναι εκ των πραγμάτων αποδυναμωμένη αφού «προφήτης μετά Χριστό» είναι εύκολο να γίνεις. Το θέμα είναι να έχεις εκ των προτέρων θέσει στον δημόσιο διάλογο ζητήματα για τα οποία κάποιοι καυχώνται τώρα ότι τα «σκέφτονταν».
Επειδή από τον προηγούμενο Σεπτέμβριο είχαμε προβληματιστεί για το μέλλον της σοσιαλδημοκρατικής πρότασης στην Ευρώπη και την Ελλάδα (Δείτε ΕΔΩ), θεωρούμε ότι τούτη τη στιγμή για ένα κόμμα όπως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ προέχει η νηφάλια ανάλυση των εκλογικών δεδομένων για να είναι εφικτή η χάραξη μιας αποτελεσματικής εκλογικής στρατηγικής για την 25η Ιουνίου. Και αυτό περιλαμβάνει κυρίως τα βασικά. Πολιτική αλφαβήτα και εκλογική προπαίδεια. Δηλαδή, τι πήγε λάθος πολιτικά, με την έννοια ότι το μήνυμα όχι απλώς δεν πέρασε την ελληνική κοινωνία, αλλά μάλλον ήταν θολό, τόσο που διαλυόταν, και δεύτερον, πώς θα αξιολογηθεί καλύτερα η «γλώσσα» των αριθμών και πως θα αξιοποιηθεί η δυναμική τους, πράγμα που εκ του αποτελέσματος δεν φαίνεται να έγινε από τους υπεύθυνους του εκλογικού σχεδιασμού του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Ο γράφων παραμένει οπαδός της αντίληψης ότι η επικοινωνία χτίζεται πάνω στο πολιτικό αφήγημα και τις πολιτικές διαδικασίες και όχι το αντίστροφο. Και σε αυτό το σημείο μπορούμε να παρατηρήσουμε μια διαχρονικά λάθος ανάγνωση της Κουμουνδούρου για τα πράγματα. Δηλαδή, κατηγορούσαν τον κ. Μητσοτάκη, μεταξύ αυτών και κάποιοι εξ ημών, ότι τον ενδιαφέρει μόνο η επικοινωνία και όχι η πολιτική ουσία, ότι είναι «πουκάμισο αδειανό», ενώ η ομάδα του είχε θέσει ήδη από το 2016 την πρώτη στην υπηρεσία της δεύτερης. Ο βασικός λόγος είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης δεν αμφιταλαντεύτηκε ποτέ για το που θέλει να πάει. Οι όποιες παρεκκλίσεις από τα «δόγματά» του σχετίζονται είτε με τη διεθνή συγκυρία είτε με την εκλογική. Αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, ταλαντεύτηκε και ταλαντεύεται ανάμεσα σε ζητήματα πολιτικής ταυτότητας και κουλτούρας, ως απότοκο από τη μια των αριστερών καταβολών και από την άλλη της κυβερνητικής εμπειρίας αλλά και προσδοκίας.
Εξηγώντας τα παραπάνω με πιο απλά λόγια, υπήρξαν ανεπίτρεπτες αστοχίες στην πολιτική λειτουργία και στο πολιτικό στίγμα με μια κοινή βάση: η ικανοποίηση όλων και η αντίληψη ότι δεν πρέπει να χαθεί ούτε μια ψήφος, με το αντίθετο φυσικά και οδυνηρό αποτέλεσμα.
Όσον αφορά στο πρώτο είδαμε κομματικές διαδικασίες, όπως λόγου χάρη αυτή της αποπομπής «θορυβώδους» στελέχους από τα ψηφοδέλτια, που τελικά κατέληξε στην επιστροφή του και σε επόμενες δημόσιες παρεμβάσεις του, που «έδιωξαν», μαζί με την ανεπανάληπτη γκάφα άλλου κορυφαίου στελέχους, τους ψηφοφόρους που τοποθετούνται στο κέντρο του πολιτικού συστήματος. Όσον αφορά στο δεύτερο ήταν επίσης συμβολικό λάθος η δημόσια αναφορά στους ψηφοφόρους της Χρυσής Αυγής, κάτι που πάλι χρησιμοποιήθηκε από τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ για την προσέλκυση μετριοπαθών ψηφοφόρων από τη δεξαμενή του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Αλλά κυρίως υπήρχε κάτι πιο δομικό που σχετίζεται με τον πολιτικό λόγο: η απουσία πολιτικής πρότασης που θα δημιουργούσε ελπίδα και όραμα στους ψηφοφόρους, κάτι που έκανε η Νέα Δημοκρατία και ο κ. Μητσοτάκης με την επίκληση μιας εμπροσθοβαρούς σταθερότητας.
Όσον αφορά στην «εκλογική προπαίδεια» κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεν μπόρεσε να πείσει για τα νούμερα και να αναλύσει τα στατιστικά δεδομένα. Και αυτό είναι πραγματικά απορίας άξιο, όταν είσαι ένα κόμμα που από τη μια τα πήγες καλά στα οικονομικά ζητήματα στην κυβερνητική σου θητεία, αφήνοντας έστω και επώδυνα για τα μεσαία κοινωνικά στρώματα 37 δις «μαξιλάρι» και από την άλλη οι πολίτες κατά 32% περίπου σε στήριξαν το 2019. Δείχνει σαν να μην κατάλαβαν πώς και σε ποιους πρέπει να απευθυνθούν με βάση τα αριθμητικά στοιχεία, τη στιγμή που είχαν όλα τα δεδομένα μπροστά τους, σύμπτωμα κι αυτό μιας ανομοιογενούς και ατελέσφορα ετερόκλητης πολιτικής και προγραμματικής πρότασης. Κραυγαλέο παράδειγμα η μη εξήγηση στους ελεύθερους επαγγελματίες γιατί τους ζήτησε η κυβέρνηση να επιστρέψουν την «επιστρεπτέα προκαταβολή» όταν υπήρχε δημοσιονομικό περιθώριο για την ελάφρυνσή τους, καθώς και το πώς ψήφισαν οι Έλληνες πολίτες σύμφωνα με την επαγγελματική τους ενασχόληση.
Θα μπορούσαμε να γράψουμε και άλλα πολλά, ωστόσο, το επίδικο για την αξιωματική αντιπολίτευση είναι πως θα αντιπαρέλθει μέσα σε ένα μήνα τη φορά της μεγάλης ήττας και πώς θα οικοδομήσει μια άμεση σχέση εμπιστοσύνης με τα κοινωνικά στρώματα που της γύρισαν την πλάτη, έργο δύσκολο, αλλά όχι μερικώς ακατόρθωτο. Ο Αλέξης Τσίπρας οφείλει να καταλάβει ότι πρέπει να απεγκλωβιστεί από τη «μοίρα» των ηγετών των αριστερών κομμάτων, που θέλει εκτός των άλλων να είναι οι βασικοί εκφραστές της οργής. Το βασικό πρόταγμα, που δεν μπορεί να είναι άλλο από μια πρόταση διακυβέρνησης με κοινωνικό και ανθρώπινο πρόσωπο, που δεν θα στερεί το δικαίωμα στο όνειρο μιας καλύτερης ζωής, πρέπει να ενσωματωθεί «χθες» στον πολιτικό του λόγο. Με ηπιότητα, οργανωμένα και συντεταγμένα -όσοι δεν μπορούν να ξεφύγουν από τις εμμονές τους καλό θα είναι να μη βγαίνουν να τις προτάσσουν δημόσια-, χωρίς λεκτικές παραφωνίες και υπερβολές, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ οφείλει να πείσει με λέξεις και αριθμούς ότι υπάρχει δρόμος για την ανάπτυξη και την ευημερία μέσα από μια αριστερή πολιτική, που δεν θα αποκλείει τους πολλούς για όφελος τελικά των λίγων, που δεν θα επιτρέψει μια αντικοινωνική και εν τέλει αντιαναπτυξιακή πολιτική ηγεμονία…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος – ιστορικός)