Δημοσιογράφος ισπανικού μέσου μου εξέφρασε πρόσφατα μια εύλογη απορία: γιατί τα κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς στην Ελλάδα αντί να συνεργάζονται για τη διαμόρφωση μιας εναλλακτικής κυβερνητικής πρότασης τσακώνονται ολημερίς μεταξύ τους; Αξιοπερίεργο όντως!
Ιδιαίτερα, οι επιθέσεις του ΚΚΕ εναντίον του ΣΥΡΙΖΑ και η άρνησή του να συζητήσει, έστω, τους όρους μιας προοδευτικής κυβέρνησης, σε κάνουν να βγαίνεις από τα ρούχα σου. Για να χρησιμοποιήσω την ορολογία του ΚΚΕ, όποια κι αν είναι η υποκειμενική του βούληση, αντικειμενικά, η στάση του ρίχνει νερό στο μύλο της Δεξιάς. Γιατί δεν χρειάζεται κανείς να είναι σοφός για να καταλάβει ποιος πανηγυρίζει με όλα αυτά.
Το ΚΚΕ αντιμετωπίζει με υπαρξιακούς όρους τον ΣΥΡΙΖΑ. Τυφλωμένο από την επιτυχία του συγγενέστερου του -τουλάχιστον μέχρι το 2015- κόμματος θεωρεί ζήτημα επιβίωσης να υπονομεύσει την διαμόρφωση προοδευτικής πλειοψηφίας στην οποία ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι το μεγαλύτερο κόμμα.
Ως ένα βαθμό είναι δικαιολογημένο. Η διάσπαση του 1991 (που από τότε πέρασαν ήδη 32 χρόνια) συνέπεσε με την πτώση της ΕΣΣΔ και δημιούργησε στο ΚΚΕ τραύματα, διάθεση απομόνωσης και ψυχολογία αναχωρητισμού. Το ΚΚΕ όμως το πήγε στα άκρα. Έγινε το μόνο ευρωπαϊκό κομμουνιστικό κόμμα, που διέρρηξε κάθε δεσμό με την υπόλοιπη Αριστερά.
Παρόμοια πορεία, το ΚΚΕ, ουδέποτε είχε εκτός από την πρώτη δεκαετία της ύπαρξής του, από το 1924 έως τις αρχές του ’30, την πιο σκληρή σταλινική του περίοδο δηλαδή. Από κει κι ύστερα, προσανατολίστηκε συστηματικά στη διαμόρφωση συνεργασιών, όχι μόνο με κεντροαριστερά ή κεντρώα κόμματα αλλά ακόμη και με κόμματα της Δεξιάς. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακά διαφορετικό παρελθόν συγκριτικά με το «αναχωρητικό» παρόν του.
Το 1936, οι επαφές του ΚΚΕ με το Κόμμα Φιλελευθέρων κατέληξαν στη συμφωνία Σοφούλη-Σκλάβαινα. Ένα λαϊκό μέτωπο αλά ελληνικά. Στο πλαίσιο αυτής της συμφωνίας οι κομμουνιστές συναίνεσαν να στηρίξουν, με ψήφο ανοχής, τον σχηματισμό μιας κυβέρνησης του Κόμματος Φιλελευθέρων. Το 1940, ο Ζαχαριάδης με το περίφημο γράμμα του στις 31 Οκτωβρίου, δήλωσε απερίφραστα την άνευ όρων υποστήριξη του στον αγώνα του δικτάτορα Μεταξά κατά του Μουσολίνι. Ενώ λίγους μήνες αργότερα, το 1941, για να αντιπαλέψει την ναζιστική κατοχή το ΚΚΕ όχι μόνο ίδρυσε με άλλα σοσιαλιστικά κόμματα το ΕΑΜ, αλλά επέμεινε με συστηματικό τρόπο να συμπεριλάβει σε αυτό όχι μόνο αριστερά και δημοκρατικά αλλά και φιλομοναρχικά στοιχεία. Το 1944, παρά τους ενδοιασμούς και τις ταλαντεύσεις του το ΚΚΕ συμμετείχε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Παπανδρέου. Όταν βγήκε από αυτήν τα πράγματα οδηγήθηκαν στο μακελειό των Δεκεμβριανών.
Μετεμφυλιακά, και παρά τις συνθήκες ήττας και παρανομίας, συνέχισε την πολιτική των συμμαχιών. Το 1950, οι επαφές του ΚΚΕ με κόμματα και προσωπικότητες του σοσιαλιστικού χώρου συνέβαλαν στην ίδρυση της Δημοκρατικής Παράταξης. Το 1951 δημιουργήθηκε η Ενιαία Δημοκρατική Αριστερά, που αρχικώς ήταν συμμαχία κομμάτων και κινήσεων. Στις εκλογές του 1956, η ΕΔΑ κατέβηκε σε συνεργασία με τα κεντρώα κόμματα υπό το σχήμα της Δημοκρατικής Ένωσης ενάντια στην ΕΡΕ.
Κατά τη δεκαετία του ’60 η ΕΔΑ συστηματικά επιδίωξε συνεργασία με την Ένωση Κέντρου. Το 1963 δήλωσε πως θα έδινε ψήφο εμπιστοσύνης στην ΕΚ ενώ στις εκλογές του 1964 η ΕΔΑ παρουσίασε υποψηφίους μόνο σε 31 εκλογικές περιφέρειες καλώντας τους οπαδούς της στις υπόλοιπες 24 να υπερψηφίσουν τους συνδυασμούς της ΕΚ.
Στη Μεταπολίτευση διατηρήθηκε η ίδια στρατηγική. Στις εκλογές του 1974, το ΚΚΕ κατήλθε με την Ενωμένη Αριστερά, ένα εκλογικό σχήμα κομμάτων της Αριστεράς (ΚΚΕ, ΚΚΕ Εσωτερικού, ΕΔΑ). Ενώ το 1989, ίδρυσε με την ΕΑΡ και σοσιαλιστές τον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου. Επιπλέον, και μέχρι το 1991, με την εξαίρεση του «βρώμικου ’89», το ΚΚΕ επιδίωξε συστηματικά τη συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ σε συνδικάτα, τοπική αυτοδιοίκηση ακόμη και σε εθνικές εκλογές.
Συμπερασματικά, μεταπολεμικώς από το 1944 έως το 1991, το ΚΚΕ σχημάτισε έξι φορές εκλογικούς συνασπισμούς με άλλα κόμματα της Αριστεράς, κατήλθε τρεις φορές σε εκλογική συνεργασία με κόμματα της κεντροαριστεράς, συμμετείχε σε τρεις κυβερνήσεις συνεργασίας και ψήφισε με το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕ Εσωτερικού, Σύνταγμα και Πρόεδρο Δημοκρατίας (Σαρτζετάκη) το 1985.
Με άλλα λόγια, αυτό που συμβαίνει τώρα είναι πρωτοφανές και παράλογο. Το ΚΚΕ όχι μόνο αρνείται κάθε συνεργασία αλλά επιπλέον δηλώνει αλαζονικά, πως μόνο η δική του εκλογική ενδυνάμωση αποτελεί εγγύηση για το σχηματισμό στο μέλλον μιας «κυβέρνησης του Λαού». Δηλαδή πότε; Καλή η πίστη στην ουτοπία, αλλά οι ανάγκες των ανθρώπων δεν μπορούν να περιμένουν τη Δευτέρα Παρουσία.
Ο αναχωρητισμός του ΚΚΕ αποτελεί μια θλιβερή εξαίρεση στην Ευρώπη. Ειδικά στον ευρωπαϊκό νότο, η σύγκλιση των δυνάμεων της αριστεράς αποτελεί ήδη πραγματικότητα: Στην Πορτογαλία, το 2015, οι κομμουνιστές στήριξαν μια συμμαχική κυβέρνηση που αποτελούνταν από τους Σοσιαλιστές και το ανάλογο του ΣΥΡΙΖΑ, το «Μπλόκο». Στην Ισπανία, οι κομμουνιστές συμμετέχουν στη κυβέρνηση Σοσιαλιστών-Ποδέμος. Ενώ, στη Γαλλία η NUPES, ο συνασπισμός στον οποίο συμμετέχουν Σοσιαλιστές, Οικολόγοι και κομμουνιστές, έγινε αξιωματική αντιπολίτευση. Ο κατάλογος είναι μακρύς.
Στην Ευρώπη σήμερα οι δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας, των Πράσινων και της Ριζοσπαστικής Αριστεράς δείχνουν να συγκλίνουν στα μείζονα, και κυρίως στο μίγμα ρεαλισμού και ουτοπίας που κάθε Αριστερά που σέβεται τον εαυτό της πρέπει να διαθέτει. Στην Ελλάδα όμως; Για πόσο καιρό η Αριστερά θα συνεχίσει να τσακώνεται για τα εικονίσματα του Στάλιν προς τέρψιν της Δεξιάς;