Opinions

Δανάη Κολτσίδα: Ευρωπαϊκή Ένωση – Από «μη χείρον» σε πραγματικά «βέλτιστον»

Οι θετικές ρωγμές που έχουν εμφανιστεί στο άλλοτε αρραγές νεοφιλελεύθερο μέτωπο της ΕΕ είναι σημαντικές. Θα παραμείνουν ωστόσο μετέωρες -ή και θα πισωγυρίσουν- αν δεν αποτελέσουν το έναυσμα για ένα εναλλακτικό προοδευτικό σχέδιο για την ΕΕ…

Τα τελευταία χρόνια η πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα μπορούσε να συνοψιστεί με τη γνωστή αγγλοσαξωνική φράση: toolittle, toolate.

Η ΕΕ κάνει πολύ λίγα και πολύ αργά, με αποτέλεσμα κάθε νέα κρίση -οικονομική, ενεργειακή, γεωπολιτική- να αναδεικνύει όλο και περισσότερες παθογένειες και ελλείμματά της. Το είδαμε στον τρόπο με το οποίο αντιμετωπίστηκε ο ευρωπαϊκός Νότος κατά την εμφάνιση της κρίσης χρέους, το είδαμε στην τάση εθνικής αναδίπλωσης που εμφανίστηκε με το ξέσπασμα της πανδημίας, όταν τα κράτη-μέλη έσπευσαν το ένα μετά το άλλο να εξασφαλίσουν για τον εαυτό τους το απαραίτητο υγειονομικό υλικό, το είδαμε στη δυστοκία που εμφανίστηκε στη λήψη συλλογικών και αποφασιστικών μέτρων για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης, το βλέπουμε στη δυσκολία να αρθρώσει έναν αυτόνομο διεθνή λόγο μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ότι η Ένωση μοιάζει όλο και λιγότερο ως τέτοια. Φυγόκεντρες τάσεις, με κορυφαία την περίπτωση του Brexit, αναπτύσσονται και θα συνεχίσουν να αναπτύσσονται στο βαθμό που η εσωτερική συνοχή και η αλληλεγγύη εντός της ΕΕ υποχωρεί. Ασφαλώς, η ανοιχτή έκφρασή τους θα είναι περιορισμένη και το Brexit θα παραμείνει ένας «μαύρος κύκνος» στο βαθμό που δεν υπάρχει καμία θετική προοπτική εκτός αυτής, ειδικά για τις μικρότερες και πιο αδύναμες χώρες. Όμως, αυτό από μόνο του αποτελεί πολιτικό πρόβλημα: η παραμονή στην ΕΕ ελλείψει καλύτερης επιλογής δεν συνιστά θετική, προωθητική τάση, δεν αρκεί για να προκύψει κάτι ελπιδοφόρο και ουσιαστικό για το μέλλον.

Και την ίδια στιγμή, η διεθνής ακτινοβολία της Ένωσης θα φθίνει. Αν πριν από λίγες μόλις δεκαετίες, η συμμετοχή σε αυτό το πολύ κλειστό και πολύ προνομιούχο διεθνές «κλαμπ» που αποτελούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το όνειρο για πάρα πολλούς λαούς, ειδικά της ευρωπαϊκής περιφέρειας, σήμερα γίνεται όλο και λιγότερο μια θελκτική προοπτική. Και πάντως, αποτελεί όλο και λιγότερο το «καρότο» έναντι του οποίου οι λαοί της ευρωπαϊκής περιφέρειας ή και πέραν αυτής είναι διατεθειμένοι να κάνουν παραχωρήσεις ή, πολύ περισσότερο, να υποστούν κάποιο «μαστίγιο». Γι’ αυτό και η υπόσχεση της ένταξης -ειδικά όταν παραμένει τέτοια επ’ αόριστον, όπως στην περίπτωση των Δυτικών Βαλκανίων- θα αποτελεί όλο και λιγότερο κινητήριο μοχλό στις επιλογές των κρατών που βρίσκονται στον προθάλαμο της ΕΕ.

Είναι όλα μαύρα;

Ευτυχώς όχι. Η πανδημία λειτούργησε ως καταλύτης και -σε συνδυασμό με την πολιτική αλλαγή που μεσολάβησε σε μια σειρά από χώρες σε σύγκριση με το 2010 ή το 2015, όπως ιδίως η Ισπανία και η Πορτογαλία- άλλαξε σημαντικά τον τρόπο με τον οποίο η ΕΕ αντιμετώπισε τις νέες κρίσεις, σε σύγκριση με την κρίση χρέους του 2008/2010. Η αναζήτηση συλλογικής διεξόδου -αντί της τιμωρίας των «απείθαρχων»- κρίθηκε αναγκαία και για πρώτη φορά έγινε δεκτή αφ’ ενός η χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων και αφ’ ετέρου μια μορφή συλλογικής διαχείρισης του χρέους που είχε προκύψει από την πανδημία, έστω και εν μέρει.

Το Ταμείο Ανάκαμψης υπήρξε ένα σημαντικό βήμα, παρά τα επιμέρους σημεία κριτικής που εύλογα του ασκήθηκαν, ενώ ακόμα και η συζήτηση που έχει ανοίξει σε όλη την Ευρώπη για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο έχει επιτρέψει -ανεξάρτητα από την κατάληξή της- να ακουστούν προτάσεις που πριν δέκα χρόνια είχαν ποινικοποιηθεί και αποκλειστεί από την mainstream συζήτηση. Κυρίως, αυτό που φαίνεται να επιστρέφει έστω δειλά είναι o ρόλος της πολιτικής και της δημοκρατίας, η υπαγωγή των αναπτυξιακών και δημοσιονομικών εργαλείων στον έλεγχο της δημοκρατικής πολιτικής.

Στο πλαίσιο αυτό, ο ρόλος της Επιτροπής -όχι πια ως μιας ομάδας «τεχνοκρατών», αλλά ως της «κυβέρνησης», του εκτελεστικού οργάνου που δρα για λογαριασμό και προς το συμφέρον όλης της Ένωσης- φαίνεται να έρχεται πιο κοντά στον τρόπο με τον οποίο τον είχαν συλλάβει οι ιδρυτές της ΕΕ. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η προσπάθεια -έστω με καθυστερήσεις- να διατυπωθούν από την Επιτροπή προτάσεις για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.

Την ίδια στιγμή και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ιδίως ως αποτέλεσμα της αναβαθμισμένης σε σύγκριση με το παρελθόν κοινής δράσης των προοδευτικών πολιτικών δυνάμεων (Σοσιαλιστές, Αριστερά, Πράσινοι), κάποτε και σε συνεργασία με τα πιο προοδευτικά τμήματα των Φιλελεύθερων (Renew), φαίνεται να διεκδικεί έναν πιο αποφασιστικό ρόλο. Έναν ρόλο που ενίοτε αναδεικνύεται και κομβικής πολιτικής σημασίας, όπως είδαμε για παράδειγμα στην πρόσφατη υπόθεση των υποκλοπών στη χώρα μας και τον καθοριστικό ρόλο των Επιτροπών LIBE και PEGA του ΕΚ στην ανάδειξη των κινδύνων για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα.

Τι μέλλει γενέσθαι;

Οι θετικές ρωγμές που έχουν εμφανιστεί στο άλλοτε αρραγές νεοφιλελεύθερο μέτωπο της ΕΕ είναι σημαντικές. Θα παραμείνουν ωστόσο μετέωρες -ή και θα πισωγυρίσουν- αν δεν αποτελέσουν το έναυσμα για ένα εναλλακτικό προοδευτικό σχέδιο για την ΕΕ, στηριγμένο στο τρίπτυχο εσωτερική συνοχή – εξωτερική αυτονομία – δημοκρατική λειτουργία.

Οι επάλληλες κρίσεις και ο τρόπος διαχείρισής τους, σε συνδυασμό με την εμμονή στη λιτότητα και στον περιορισμό των εργαλείων που έχουν στη διάθεσή τους τα κράτη-μέλη προκειμένου να απαντήσουν σε οικονομικές πιέσεις, έχουν αυξήσει τις ενδοευρωπαϊκές ανισότητες. Οι αποκλίσεις σε μια σειρά από δείκτες, από την ανεργία και την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών μέχρι το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ή τον εργάσιμο χρόνο, είναι μεγάλες και διευρυνόμενες. Μάλιστα, ακόμα και εκ πρώτης όψεως θετικές πρωτοβουλίες -όπως λ.χ. η εξαίρεση που έγινε στην απαγόρευση κρατικών ενισχύσεων κατά τη διάρκεια της πανδημίας- στην πραγματικότητα αποβαίνουν υπέρ των ισχυρότερων οικονομιών (αφού, στο παράδειγμά μας, οι χώρες που πράγματι μπόρεσαν να ενισχύσουν τις εθνικές τους οικονομίες ήταν αυτές που είχαν τον σχετικό δημοσιονομικό χώρο, ενώ για τις άλλες η σχετική δυνατότητα παρέμεινε κενό γράμμα). Επομένως, ο πρώτος στόχος είναι η ενίσχυση της εσωτερικής συνοχής, κάτι που απαιτεί όχι απλά ένα διαφορετικό δημοσιονομικό πλαίσιο, αλλά και πολύ πιο θαρραλέες αποφάσεις σε σχέση με τον προϋπολογισμό της Ένωσης, τη γενίκευση και μονιμοποίηση ενός συλλογικού δανεισμού και, γενικά, τη μετάβαση από την ενιαία αγορά και τη νομισματική ένωση σε μια πραγματική οικονομική ένωση, με συγκλίνουσες οικονομίες. Η πρόταση περί ενός κοινού κατώτατου μισθού είναι στην κατεύθυνση αυτή ένα θετικό πρώτο βήμα, υπάρχουν ωστόσο πολλά να γίνουν ακόμα.

Το δεύτερο και ενδεχομένως πιο ακανθώδες -αλλά και πιο επίκαιρο ζήτημα σήμερα- είναι αυτό που αφορά την εξωτερική αυτονομία της Ένωσης, το ρόλο της δηλαδή στο διεθνές στερέωμα και την ικανότητά της να χαράσσει δικές της στρατηγικές επιλογές. Το ζήτημα αυτό παραμένει σε εκκρεμότητα πολλά χρόνια τώρα, ωστόσο οι πρόσφατες εξελίξεις με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και την άνοδο της έντασης στις αμερικανο-κινεζικές σχέσεις (που πάντως δεν σχετίζεται αποκλειστικά με την ρωσο-ουκρανική διαμάχη και την Ευρώπη, όπως κατέδειξαν στρατηγικές επιλογές όπως π.χ. η σύναψη της AUKUS τον Σεπτέμβριο του 2021 ή ο ρόλος της Κίνας στην προσέγγιση Ιράν-Σαουδικής Αραβίας), κατέστησαν το έλλειμμα ακόμα πιο εμφανές και με στρατηγικό βάθος. Η επίτευξη της περιβόητης αυτονομίας της ΕΕ στο πεδίο αυτό είναι πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί για μια σειρά από λόγους. Πρώτον, μια πραγματικά κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας (ΚΕΠΠΑ) άπτεται του στενού πυρήνα της κρατικής κυριαρχίας και επομένως απαιτεί να έχει επιτευχθεί ένας υψηλότατος βαθμός εσωτερικής συνοχής, αλληλεγγύης, κοινότητας συμφερόντων και αμοιβαίας εμπιστοσύνης, που δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα στην ΕΕ, ενόψει και όσων προαναφέρθηκαν. Δεύτερον, προϋποθέτει μια πολύ πιο ισχυρή πολιτική και δημοκρατική λειτουργία της Ένωσης, ώστε αυτός ο τόσο ευαίσθητος για κάθε κράτος τομέας να υπάγεται πραγματικά σε δημοκρατικό έλεγχο και να μην είναι προϊόν επιβολής των ισχυρών ή των εκάστοτε συγκυριακών συσχετισμών. Τρίτον -και ιδιαίτερα σημαντικό ενόψει της πρόσφατης πρωτοβουλίας εννιά κρατών-μελών για την κατάργηση της ομοφωνίας στα θέματα που εντάσσονται στον πυλώνα της ΚΕΠΠΑ- η επίτευξη της αυτονομίας και η μετάβαση σε ένα καθεστώς λήψης αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής και άμυνας με πλειοψηφία απαιτεί συγκεκριμένες εγγυήσεις, ειδικά για τα μικρότερα κράτη, από τα οποία δεν μπορεί να απαιτείται απλώς ένα «άλμα πίστης» που ενδέχεται να είναι και ένα άλμα προς το κενό, ειδικά σε μια συγκυρία κατά την οποία το ζήτημα της εθνικής ασφάλειας απασχολεί εκ νέου, και εύλογα, ακόμα και χώρες όπως οι σκανδιναβικές.

Το τρίτο στοιχείο, αυτό της δημοκρατικής λειτουργίας, είναι κάτι που διαπιστώνεται συχνά ως έλλειμμα, συνήθως όμως παραπέμπεται στις καλένδες της αλλαγής των συνθηκών. Ωστόσο, αυτό που δείχνει η πρόσφατη εμπειρία είναι ότι η δημοκρατική λειτουργία μπορεί να αναβαθμιστεί ακόμα και στο σημερινό θεσμικό πλαίσιο -που οπωσδήποτε χρήζει φυσικά επανεξέτασης- στο βαθμό που οι πολιτικές δυνάμεις, και ιδίως οι προοδευτικές, συντονίζουν το βηματισμό τους και επιδιώκουν να αναδείξουν ζητήματα που απασχολούν τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αυτό άλλωστε το στοιχείο, η επαναφορά της πολιτικής και, κυρίως, η πολιτική αλλαγή, η στροφή κάθε χώρας ξεχωριστά και της Ευρώπης συνολικά προς μια νέα προοδευτική, αριστερή κατεύθυνση είναι λίγο ή πολύ η προϋπόθεση και για τους δύο προηγούμενους στόχους. Με άλλα λόγια, η πολιτικοποίηση της Ευρώπης και η επαναφορά της δημοκρατικής πολιτικής στο προσκήνιο, στην καρδιά των ευρωπαϊκών θεσμών, δεν είναι η κατάληξη, αλλά η αφετηρία της μεταρρύθμισης της ΕΕ.

Πόσο ρεαλιστική είναι μια τέτοια αλλαγή;

Τα παραπάνω δεν είναι η πρώτη φορά που γράφονται. Το τρίπτυχο εσωτερική συνοχή-εξωτερική αυτονομία-δημοκρατική λειτουργία ήταν το αίτημα της (κριτικά) φιλοευρωπαϊκής Αριστεράς και άλλων προοδευτικών δυνάμεων εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Τι άλλαξε σήμερα, ώστε να μπορούμε να θεωρούμε ρεαλιστική μια τέτοια προοπτική;

Το πρώτο που άλλαξε είναι οι ίδιοι οι πολιτικοί συσχετισμοί. Η Αριστερά σήμερα είναι πολύ πιο ώριμη, πιο ισχυρή και με περισσότερη εμπειρία σε μια σειρά από χώρες: βρίσκεται στην κυβέρνηση στην Ισπανία και στη Σλοβενία, βρίσκεται προ των πυλών της κυβέρνησης στην Ιρλανδία, κυβέρνησε στην Κύπρο, στη Φινλανδία και στην Πορτογαλία και αναμένει να ξανακυβερνήσει σε λίγες μέρες στην Ελλάδα, σημείωσε εντυπωσιακά ποσοστά στη Γαλλία, πρωταγωνιστώντας παράλληλα σε μια πρωτόγνωρη κοινωνική κινητοποίηση και ούτω καθεξής. Πλέον, η ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών είναι στην καθημερινή ημερήσια διάταξη για τις περισσότερες δυνάμεις της Αριστεράς, κάτι που αντανακλάται και στο διακυβερνητικό επίπεδο λειτουργίας της ΕΕ.

Το δεύτερο που άλλαξε είναι ότι το μέγεθος και η συνθετότητα των προκλήσεων, σε συνδυασμό με τον κίνδυνο της συνολικής στροφής του ευρωπαϊκού πολιτικού σκηνικού προς τα (ακρο)δεξιά, καθιστά το διάλογο και την κοινή δράση των προοδευτικών δυνάμεων σε κάθε χώρα και στην Ευρώπη σχεδόν μονόδρομο. Δείγματα του πόσο αποτελεσματική είναι η πολιτική αυτή έχουμε δει ήδη, ενώ δεν είναι τυχαία η αναφορά της επικεφαλής της ομάδας των Σοσιαλιστών και Δημοκρατών στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, IratxeGarcíaPérez σε πρόσφατη συνέντευξή της, ότι η (παραδοσιακή) συνεργασία τους με το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα είναι απίθανο να συνεχιστεί μετά το 2024, λόγω της στροφής του ΕΛΚ προς την ακροδεξιά.

Το τρίτο που άλλαξε είναι ότι η συσσώρευση των κρίσεων έχει καταστήσει την προοδευτική αλλαγή της Ευρώπης περισσότερο από αναγκαία. Ακόμα κι αν δεν διατυπώνεται ρητά ως τέτοιο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο ώριμο κοινωνικό αίτημα. Αν κάτι έγινε σαφές από την πανδημία και μετά είναι ότι οι επάλληλες κρίσεις έχουν έντονη διεθνή/ευρωπαϊκή διάσταση και επομένως οι λύσεις πρέπει να αναζητηθούν (και) στο αντίστοιχο επίπεδο. Επομένως, το αίτημα για περισσότερη, καλύτερη, αποτελεσματικότερη, πιο αλληλέγγυα Ευρώπη διαπερνά κατά κάποιον τρόπο κάθε κοινωνικό αίτημα ή κοινωνική διαμαρτυρία. Για πολύ καιρό η Ευρωπαϊκή Ένωση πορεύτηκε επειδή οι λαοί της την αποδέχονται ως το «μη χείρον». Ξέρουμε όμως ότι στην πολιτική αυτή η λογική δεν είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει και μπορεί να γίνει όχι απλώς το «μη χείρον» αλλά το«βέλτιστον» για τους λαούς της και τους λαούς ολόκληρης της ευρύτερης γειτονιάς της.

Επομένως, μια συνεργασία των προοδευτικών δυνάμεων, εντός της οποίας η Αριστερά θα είναι όχι μόνο αριθμητικά, αλλά κυρίως πολιτικά πιο ισχυρή, ώριμη και έμπειρη, είναι το κλειδί της προοδευτικής μεταρρύθμισης της Ευρώπης. Σε τελική ανάλυση, η ημέρα της Ευρώπης επιλέχθηκε να γιορτάζεται την ίδια μέρα με την επέτειο της αντιφασιστικής νίκης των λαών. Κι αυτό εκτός από συμβολικό (πρέπει να) έχει και ουσιαστικό περιεχόμενο.

(Η Δανάη Κολτσίδα είναι διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, υπεύθυνη διεθνών και ευρωπαϊκών υποθέσεων) 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Survivor All Star: Χαμός στο συμβούλιο με τρεις υποψήφιους για αποχώρηση
Αν ο Μητσοτάκης κερδίσει τις εκλογές, τελειώνει η «δυναστεία Καραμανλή» - Η τύχη του Δένδια
Chevron Right