Opinions

Ζωρζέτα Λάλη: Να γίνουμε Ευρώπη

Παρά τα λάθη και τις αδυναμίες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το 2019 το μήνυμα ότι η Ελλάδα «Μένει Ευρώπη» απέναντι σε όλους τους θιασώτες του Grexit, ήταν ισχυρό και ακουγόταν στην ΕΕ.

Στις 9 Μαΐου γιορτάζουμε τα 73 χρόνια της διακήρυξης για την Ευρώπη του Robert Schuman. Είναι η μέρα που μας θυμίζει τις αρχές και τις αξίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Βρισκόμαστε σε ένα δύσκολο  σταυροδρόμι με γεωπολιτικά προβλήματα από την μια, όπως η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο  ανταγωνισμός ΗΠΑ και Κίνας, και από την άλλη στο εσωτερικό επίπεδο, τις αυξανόμενες οικονομικές ανάγκες της ΕΕ και τις στρατηγικές επιλογές που θα πρέπει να κάνει για το μέλλον της .

Η δυσκολία αντιμετώπισης των προβλημάτων προκύπτει σε έναν βαθμό από τις σχέσεις Γαλλίας-Γερμανίας, με τον Πρόεδρο Μακρόν να στηρίζει την στρατηγική αυτονομία της ΕΕ και τον Καγκελάριο Σολτς να επιλέγει ευρωπαϊκές πολιτικές με πρώτο κριτήριο να κρατήσει την συνοχή της Κυβέρνησής του. Κατά δεύτερο λόγο, οι δυσκολίες αφορούν την διαφορετική αντίληψη για τον ρόλο που πρέπει να έχει η ΕΕ και τις διαφορετικές αξίες παλιών και νέων, κυρίως ανατολικών, κρατών-μελών. Τέλος, σχετίζονται και με τη διεθνή οικονομική συγκυρία η οποία φέρνει αντιμέτωπες τις ευρωπαϊκές χώρες σε σειρά νέων οικονομικών προκλήσεων. 

Ασφαλώς, οι δυσκολίες αυτές δεν απέτρεψαν σημαντικές ευρωπαϊκές αποφάσεις – όπως την καθιέρωση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας με έκδοση κοινού χρέους, ή την προώθηση της δίκαιης μετάβασης στην πράσινη ατζέντα. Ωστόσο, είναι σαφές ότι δεν ευνοούν τη δημιουργία μιας νέας ευρωπαϊκής δυναμικής, που

– θα προσέδιδε στην ΕΕ έναν πιο ενισχυμένο και ενεργητικό διεθνή ρόλο κυρίως στην ευρύτερη γειτονιά της (Ουκρανία, Ανατολική Μεσόγειος, Βόρεια Αφρική, Δυτικά Βαλκάνια),

– θα οδηγούσε στην υπογραφή μιας δίκαιης Συμφωνίας Μετανάστευσης και Ασύλου που δεν θα επιβαρύνει δυσανάλογα τα κράτη-μέλη πρώτης εισόδου,

– θα εμβάθυνε του θεσμούς δημοκρατικής λογοδοσίας των ευρωπαϊκών οργάνων πχ μέσω του θεσμού των Spitzenkandidaten

– και- κυρίως- θα έθετε τις βάσεις για αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας και μονιμοποίηση του Ταμείου Ανάκαμψης με έμφαση στην οικονομική σύγκλιση των κρατών μελών και την αντιμετώπιση ανισοτήτων.

Για την Ελλάδα, η οποία γιόρτασε το 2021 τα 40 χρόνια από την είσοδό της στην ευρωπαϊκή οικογένεια, οι προκλήσεις αυτές που αφορούν την πορεία της Ευρώπης έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ακόμα περισσότερη έχει το ερώτημα «Tι σημαίνει να είσαι ευρωπαϊκή χώρα το 2023 μετά από 40 χρόνια συμμετοχής στην ΕΕ;». Το 2018 βγήκε από μια βαθειά οικονομική κρίση που ταρακούνησε όχι μόνο την ίδια αλλά και τα θεμέλια της νομισματικής και οικονομικής πολιτικής της ΕΕ. Η έξοδος από τα μνημόνια, η ρύθμιση του χρέους, η μείωση της ανεργίας κατά 10%, καθώς και η επιστροφή σε τρίμηνα ανάπτυξης που εξασφαλίστηκαν με Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, άνοιξαν ένα νέο οικονομικό κεφάλαιο για την χώρα. Επιπλέον, η επίλυση του ονοματολογικού με τη Βόρεια Μακεδονία αλλά και τα διπλωματικά βήματα που έγιναν τόσο σε ευρωπαϊκό (πχ Σύνοδος Ευρωπαϊκών χωρών του Νότου), όσο και σε περιφερειακό επίπεδο (τριμερή και πολυμερή σχήματα συνεργασίας), αλλά και στις σχέσεις με τις ΗΠΑ, ενίσχυσαν σαφώς τη διεθνή θέση και εικόνα της χώρας. Τέλος, σημαντικές μεταρρυθμίσεις, όπως η παραχώρηση ιθαγένειας στα παιδιά μεταναστών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα, η επέκταση του Συμφώνου Συμβίωσης και του δικαιώματος αναδοχής για τα ομόφυλα ζευγάρια και η νομική κατοχύρωση της ταυτότητας φύλου ή η κατάργηση της υποχρεωτικότητας της Σαρία, έδωσαν σαφώς το στίγμα ότι η Ελλάδα έκανε σημαντικά βήματα και σε κοινωνικό επίπεδο.

Παρά τα λάθη και τις αδυναμίες της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, το 2019 το μήνυμα ότι η Ελλάδα «Μένει Ευρώπη» απέναντι σε όλους τους θιασώτες του Grexit, ήταν ισχυρό και ακουγόταν στην ΕΕ. Και τα διακυβεύματα της μεταμνημονιακής εποχής έμοιαζαν όλο και περισσότερο, με αυτά της προμνημονιακής περιόδου. Μπορεί ένα ισχυρό αναπτυξιακό κράτος να αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο ώστε η οικονομία να μην βασίζεται μόνο στο real estate και στον τουρισμό, αλλά να αξιοποιεί τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας εστιάζοντας στην καινοτομία και σε δυναμικούς τομείς; Μπορεί να εξασφαλισθεί ο εκσυγχρονισμός των υποδομών και των υπηρεσιών με σκοπό την ασφάλεια και την αποτελεσματική εξυπηρέτηση πολιτών; Μπορεί να υπάρξει ουσιαστική μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης προκειμένου να βασιστεί σε ευρωπαϊκά πρότυπα αξιοκρατίας και στοχοθεσίας; Μπορεί να λειτουργήσει το κράτος δικαίου και να προασπίζει αποτελεσματικά τα ανθρώπινα δικαιώματα; Μπορεί να καθιερωθεί ένα φορολογικό σύστημα που να επικεντρώνεται σε προοδευτικούς άμεσους αντί για έμμεσους, φόρους; Μπορεί να καθιερωθεί ένα σύστημα παιδείας που να ενισχύει το εκπαιδευτικό επίπεδο όλων και τις δυνατότητες για ενεργή συμμετοχή στην αγορά εργασίας; Μπορεί σε αυτήν τη βάση να καθιερωθεί ένα αναπτυξιακό κοινωνικό κράτος που να στηρίζει τη βιώσιμη ανάπτυξη, να αξιοποιεί αποτελεσματικά τα ευρωπαικά κονδύλια και να προστατεύει τους εργαζόμενους και τους πιο κοινωνικά αδύναμους; Μπορεί να υπάρξει μια δίκαιη μετάβαση στην πράσινη ανάπτυξη;

Το πραγματικό, λοιπόν, ερώτημα σήμερα όπως ήταν και το 2019, είναι αυτό που θέτει ο Αλέξης Τσίπρας: Aν μπορούμε «Να γίνουμε Ευρώπη»- δηλαδή να φτάσουμε τουλάχιστον τον μέσο όρο της ΕΕ σε κρίσιμους τομείς που αφορούν τη λειτουργία του κράτους, της αγοράς, το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και την καθημερινότητα. Ένα ερώτημα που αφορά την κατεύθυνση της χώρας, του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία, αλλά και τις τομές που είναι απαραίτητο να γίνουν στο πολιτικό σύστημα. Το σίγουρο είναι ότι η υπόσχεση της Κυβέρνησης Μητσοτάκη το 2019 εκεί επικεντρώθηκε. Και ιδίως σε δημοσιονομικό επίπεδο οι συνθήκες για να δουλέψει απερίσπαστη σε αυτήν την κατεύθυνση δεν μπορούσαν να είναι καλύτερες. Όχι μόνο ήμασταν εκτός μνημονίων, είχε ρυθμιστεί το χρέος και υπήρχε μαξιλαράκι 37 δις αλλά το Σύμφωνο Σταθερότητας ανεστάλη, καθιερώθηκε το Ταμείο Ανάκαμψης και λόγω πανδημίας και ενεργειακής κρίσης υπήρξαν για τρία χρόνια πολύ μεγάλα περιθώρια επεκτατικής πολιτικής, επιδοτήσεων, επιδομάτων κλπ.

Ωστόσο – με εξαίρεση τον τομέα της ψηφιακής διακυβέρνησης και των επενδύσεων σε ΑΠΕ – δεν πλησιάσαμε πιο κοντά στον μέσο όρο της ΕΕ σε σειρά δεικτών τα τελευταία τέσσερα χρόνια, καθώς τα προμνημονιακά δομικά προβλήματα είτε δεν αντιμετωπίστηκαν επαρκώς είτε χειροτέρεψαν, ενώ προστέθηκαν και νέες προκλήσεις που σχετίζονται με την κρίσης ακρίβειας. 

Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε καθώς η Κυβέρνηση δανείστηκε 45 δις ευρώ, το ιδιωτικό χρέος υπερβαίνει τα 270 δις, ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών προσέγγισε το 10% του ΑΕΠ. Η Ελλάδα είναι 2η χειρότερη χώρα στην ΕΕ στην ανεργία και το ίδιο σε σχέση με την ανεργία των νέων, 1η στην ακρίβεια για τον δείκτη κόστους στέγασης και διαβίωσης, από τις πρώτες χώρες στην τιμή ενέργειας και καυσίμων χωρίς να αντιμετωπίζεται η αισχροκέρδεια και 3η από το τέλος ως προς την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών. Ο δείκτης ανισοτήτων χειροτερεύει συνεχώς, με την επίδοση της Ελλάδας στο μέτωπο της αντιμετώπισης του κινδύνου φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού να είναι η 2η χειρότερη στην ΕΕ. Την ίδια στιγμή, η χώρα μας ήταν στις χειρότερες θέσεις στον αριθμό θανάτων ανά 1 εκατομμύριο πολίτες, με την κατάσταση των περιφερειακών νοσοκομείων να αποτελεί βασική αιτία.

Παράλληλα, το σκάνδαλο των υποκλοπών, τα προβλήματα σε σχέση με τον πλουραλισμό στα ΜΜΕ, τα μεγάλα ελλείμματα στον τομέα της δικαιοσύνης και γενικότερα του κράτους δικαίου, αλλά και οι κατηγορίες κατά της Κυβέρνησης για επαναπροωθήσεις, έχουν αποτελέσει αντικείμενο έρευνας, κριτικής και έντονων συστάσεων από τις αρμόδιες επιτροπές του ευρωκοινοβουλίου και τους αρμόδιους Ευρωπαίους Επιτρόπους. Τέλος, το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη έφερε στην επιφάνεια τόσο τις καταστροφικές συνέπειες πελατειακών πρακτικών, όσο και το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια δεν υπήρξε εκσυγχρονισμός σε κρίσιμες υποδομές παρά τις κυβερνητικές τυμπανοκρουσίες.

Σε αυτό το πλαίσιο, η Ημέρα της Ευρώπης θα έπρεπε να αποτελέσει αφορμή για αναστοχασμό ως προς τον ρόλο που και τη θέση που θέλουμε να έχουμε σε αυτήν, τους δείκτες που αποτυπώνουν την σύγκλιση ή απόκλισή μας από τα υπόλοιπα κράτη-μέλη και τους στόχους που θέλουμε να πετύχουμε την επόμενη δεκαετία. Αναστοχασμός – -ενόψει και των εκλογών- για το αν ο καταλύτης των μεταρρυθμίσεων και του ευρωπαϊκού μετασχηματισμού της χώρας θα πρέπει να είναι ένα αδιαφανές επιτελικό κράτος «αρίστων» ή ένα κοινωνικό, αναπτυξιακό κράτος που βασίζεται στην αξιοποίηση και αναβάθμιση της ελληνικής δημόσιας διοίκησης.
 

*Η Ζωρζέτα Λάλη είναι Υποψήφια στο ψηφοδέλτιο Επικρατείας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πρώην Γενική Δντρια στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, υπεύθυνη για το γραφείο της Αθήνας της Τask Force for Greece (2011-2015)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Στέψη βασιλιά Καρόλου: Γέμισε περιττώματα αλόγων το Λονδίνο
Φρίκη στη Λάρισα: Νεκρές γάτες και περιστέρια στον δρόμο από φόλες
Chevron Right