Είναι σύνηθες να χρησιμοποιείται η Ιστορία καταχρηστικά, προκειμένου να παραλληλίζονται καταστάσεις όπου οι διαφορές είναι περισσότερες από τα κοινά σημεία. Οι ιστορικοί, ωστόσο, παραλληλισμοί είναι πάντοτε χρήσιμοι ως ερέθισμα για προβληματισμό και διάλογο – όπως άλλωστε και οι αντιθέσεις. Ας το επιχειρήσουμε λοιπόν, με φόντο τις αυτοδιοικητικές εκλογές του Οκτωβρίου.
1989-1990
Στις βουλευτικές εκλογές του Ιουνίου 1989, η Ν.Δ. του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη αναδείχθηκε στην πρώτη θέση, αλλά χωρίς κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Η Ν.Δ. και ο ενιαίος ΣΥΝ (περιλαμβανομένου δηλαδή και του ΚΚΕ) αποφάσισαν τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαννετάκη, προβάλλοντας τον στόχο της κάθαρσης. Τον Σεπτέμβριο του 1989 η Βουλή αποφάσισε την παραπομπή του Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο, με τις ψήφους των βουλευτών των δύο κυβερνητικών κομμάτων. Το «πολεμικό» κλίμα μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΝ δεν εμπόδισε, ωστόσο, τα δύο κόμματα να στηρίξουν από κοινού στις βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου 1989, και μάλιστα με επιτυχία, την υποψηφιότητα του Απόστολου Λάζαρη στη μονοεδρική εκλογική περιφέρεια Λευκάδας. Σημειωτέον ότι μεταξύ των εκλογικών αναμετρήσεων του Ιουνίου και του Νοεμβρίου συντελέστηκαν, διεθνώς, συγκλονιστικές ανατροπές – το 1989 θεωρείται έτος – ορόσημο στις μεταπολεμικές διεθνείς σχέσεις.
Στις βουλευτικές εκλογές του Απριλίου 1990 -και αφού είχε μεσολαβήσει η οικουμενική κυβέρνηση Ζολώτα- το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ διεύρυναν τη συνεργασία τους, επιδιώκοντας να περιορίσουν την εκλογική κυριαρχία της Ν.Δ. Έτσι, συνεργάστηκαν και στις πέντε, τότε, μονοεδρικές εκλογικές περιφέρειες και κέρδισαν τις τέσσερις από αυτές. Βουλευτές εκλέχτηκαν ο Παναγής Μπενετάτος στην Κεφαλονιά, ο Δημήτρης Παλαιοθόδωρος στη Ζάκυνθο, ο Γεράσιμος Αραβανής στη Λευκάδα και ο Αλέξης Σεβαστάκης στη Σάμο. Οι δύο πρώτοι προσχώρησαν στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και οι άλλοι δύο στην αντίστοιχη του Συνασπισμού. Η Ν.Δ. κατάφερε να σχηματίσει, τελικά, αυτοδύναμη κυβέρνηση, με οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
Τον Οκτώβριο του 1990 διεξήχθησαν δημοτικές εκλογές. Το ΠΑΣΟΚ και ο (ενιαίος, πάντα) ΣΥΝ πρόταξαν την ανάγκη να αποτραπεί η επικράτηση της Ν.Δ. και στην τοπική αυτοδιοίκηση. Προχώρησαν, έτσι, σε ευρεία συνεργασία, καρπός της οποίας υπήρξε η εκλογή 113 δημάρχων – οι 77 προέρχονταν από το ΠΑΣΟΚ, οι 31 από τον ΣΥΝ και5 ήταν ανεξάρτητοι. Άλλοι 84 εκλέχτηκαν με τη στήριξη αυτοτελώς του ΠΑΣΟΚ και 16 με τη στήριξη αυτοτελώς του ΣΥΝ. Με τη στήριξη της Ν.Δ. εκλέχτηκαν 136 δήμαρχοι στο σύνολο των 359, τότε, δήμων της χώρας, ενώ άλλοι 10 εκλέχτηκαν με διάφορα σχήματα.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΝ συνεργάστηκαν και σε όλους τους μεγάλους δήμους, όπου η εκλογική μάχη είχε πιο έντονα πολιτικά χαρακτηριστικά. Στην Αθήνα στήριξαν από κοινού τη Μελίνα Μερκούρη (εκλέχτηκε ο Αντώνης Τρίτσης, που στηρίχθηκε από τη Ν.Δ.), στη Θεσσαλονίκη τον Δημήτρη Φατούρο (εκλέχτηκε ο Κωνσταντίνος Κοσμόπουλος, που στηρίχθηκε από τη Ν.Δ.), στον Πειραιά τον Στέλιο Λογοθέτη (εκλέχτηκε), στην Πάτρα τον Ανδρέα Καράβολα (εκλέχτηκε), στο Ηράκλειο τον Κώστα Κληρονόμο (εκλέχτηκε), στη Λάρισα τον Αριστείδη Λαμπρούλη (εκλέχτηκε), στον Βόλο τον Δημήτρη Πιτσιώρη (εκλέχτηκε) κ.ο.κ.
2023
Τριάντα τρία χρόνια μετά, οι εποχές έχουν αλλάξει. Μία βασική αλλαγή είναι ο σημαντικός βαθμός αυτονομίας από τα κόμματα που έχουν πλέον κατακτήσει οι τοπικές κοινωνίες. Συνεπώς, κεντρικές κομματικές συμφωνίες στις αυτοδιοικητικές εκλογές, στο όνομα κάποιου «αντιδεξιού μετώπου», θα είναι σίγουρα ατελέσφορες. Την ίδια ώρα, όμως, δεν μπορεί να αγνοηθεί η ηγεμονική θέση που έχει κερδίσει η Κεντροδεξιά στο πολιτικό σύστημα της χώρας μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές – θέση στην οποία θα εδραιωθεί, αν καταφέρει να κυριαρχήσει και στους αυτοδιοικητικούς θεσμούς. Δεν μπορεί, επίσης, να προσπεραστεί η ισχυρή εκλογική καταγραφή της Ακροδεξιάς.
Σε αυτές λοιπόν τις συνθήκες, θα ήταν -θεωρώ- αδιανόητο και ασυγχώρητο να αποτελέσουν οι αυτοδιοικητικές εκλογές το πεδίο μια άγονης αναμέτρησης για τα πρωτεία στην κεντροαριστερή «επικράτεια», αφήνοντας κατά τα λοιπά το γήπεδο ελεύθερο στη Ν.Δ. να «αλωνίζει». Πολύ περισσότερο σε μια εποχή μεγάλων και πυκνών προκλήσεων, όπου η χωρική διάσταση της ανάπτυξης αποκτά ολοένα και πιο βαρύνουσα σημασία. Αυτό λοιπόν που, κατά τη γνώμη μου, οι περιστάσεις επιβάλλουν, στον λίγο χρόνο που απομένει, είναι να ενθαρρυνθούν τοπικές προγραμματικές συνεργασίες, με επικεφαλής προσωπικότητες που διαθέτουν γνώση και ανοιχτούς ορίζοντες – και με τις όποιες αναγκαίες, σαφώς περιορισμένες, κεντρικές «διορθωτικές» παρεμβάσεις όχι μόνο να μην αναιρούν, αλλά και να ενισχύουν αυτή την προοπτική. Οι αυτοδιοικητικές αυτές συνεργασίες δεν θα απευθύνονται μόνο σε πολίτες ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς, αλλά θα είναι ελκυστικές και σε πολίτες ψηφοφόρους της Ν.Δ. Εννοείται ότι ο δήμος Αθηναίων και οι περιφέρειες απαιτούν άλλης τάξεως πολιτικούς χειρισμούς, ενώ μία κατηγορία μόνος του αποτελεί ο δήμος Βόλου, όπου η διακύβευση είναι πρωτίστως αξιακή (βλ. και άρθρο μου ΕΔΩ).
Η ώσμωση και η συμπόρευση στην τοπική αυτοδιοίκηση εξ αντικειμένου θα συμβάλει και στην αναγκαία εξομάλυνση των σχέσεων μεταξύ των δυνάμεων της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς. Απέναντι στο στρατηγικό σχέδιο της ηγεσίας της Ν.Δ. για μια σαρωτική, νεοδεξιάς κοπής, αναθεώρηση του μεταπολιτευτικού υποδείγματος, το βασανιστικό πλέον ερώτημα είναι πότε και πώς θα ανασυγκροτηθεί η ευρύτερη Κεντροαριστερά/Αριστερά, ώστε να αποτελέσει σύγχρονη, πειστική εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης.
(Ο Πάνος Σκοτινιώτης είναι νομικός, με θητεία στη δημοτική και τη νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση και στο Κοινοβούλιο)