Αν ζούσε η Φώφη θα γιόρταζε πριν λίγες μέρες. Αυτό όμως ίσως να είναι και κίνητρο να την σκεφτούμε εκ νέου.
Ο γράφων δεν ήταν από τους υποστηρικτές της και λυπάται για τ’ ότι δεν αναγνώρισε εγκαίρως τη συμβολή της στην ανανέωση του χώρου. Ήταν η μοναδική που ξεπέρασε το ψευτομεγαλισμό του ΠΑΣΟΚ και τ’ άνοιξε σε δυνάμεις πέρα απ’ αυτό. Σήμερα που όλοι ομνύουν στη σοσιαλδημοκρατία, και μάλλον οι περισσότεροι λίγα καταλαβαίνουν γι’ αυτήν, η Φώφη, έστω ενστικτωδώς, κατάλαβε πως σοσιαλδημοκρατία σημαίνει σύγκλιση των δυνάμεων της λαϊκότητας και όχι μόνο του λαϊκισμού (ΠΑΣΟΚ), της ανοικτής κοινωνίας και όχι μόνο των «άξιων» (Ποτάμι) και της φιλελεύθερης και όχι μόνο δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜΑΡ).
Η ιστορική σύγκλιση αυτών των πηγών σε μια ευρωπαϊκή κοίτη δημιούργησε σε μια μακροπερίοδο εκατό ετών (1890-1990) αυτό που σήμερα είναι η σοσιαλδημοκρατία. Αυτή βεβαίως σήμερα για να ανανεωθεί πρέπει και να ρεπουμπλικανοποιηθεί.
Αυτή τη σύγκλιση επιχείρησε να ξεκινήσει και στα καθ’ ημάς η Φώφη Γεννηματά, υπό την πίεση βεβαίως και της εκλογικής εξαΰλωσης του ΠΑΣΟΚ. Η Δημοκρατική Συμπαράταξη αρχικά και το Κίνημα Αλλαγής στη συνέχεια ήταν μια προσπάθεια να γίνει μέσα σε σύντομο διάστημα και σε συνθήκες ήττας, αυτό που είχε γίνει στην μακρά περίοδο στην Ευρώπη.
Η εσπευσμένη επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ που ζήτησαν πολλοί μετά τον θάνατό της και την επέβαλλαν δείχνει δυο πράγματα. Αυτοί όλοι ούτε για ένα δευτερόλεπτο δεν κατάλαβαν τι είναι η σοσιαλδημοκρατία και πως αυτή αντιλαμβάνεται το πρωτείο της Δημοκρατίας. Παρασυρμένοι και από επιδερμικές δημοσιογραφικές πένες φαντάστηκαν πως η σύγκλιση αυτών των δυνάμεων ήταν κάτι συγκυριακό και πως από τη στιγμή που θα πέρναγε η φουρτούνα του μνημονίου θα αρκούσε για την ανάκαμψη του χώρου η επιστροφή στο ΠΑΣΟΚ. Ρηχές αναλύσεις ανθρώπων που δεν αντιλήφθηκαν πως οι πολίτες είχαν ξεχάσει τη μεγάλη συμβολή του ΠΑΣΟΚ στον εκδημοκρατισμό (Ανδρέας Παπανδρέου) και τον εκσυγχρονισμό- εξευρωπαϊσμό της χώρας (Κώστας Σημίτης) και το θεωρούν πλέον τοξικό κόμμα.
Η σημερινή του στασιμότητα με τάσεις υποχώρησης είναι και αποτέλεσμα τού ό,τι οι κληρονόμοι της αντί να κοιτάξουν να εμπλουτίσουν την κληρονομία της, κάνοντας ακόμη μεγαλύτερα ανοίγματα πέραν του ΠΑΣΟΚ, αποφάσισαν ν’ αναδιπλωθούν στο «ορθόδοξο ΠΑΣΟΚ». Έκαναν ότι και το ΚΚΕ το 1991. Μόλις πέρασε η θύελλα της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού», εγκατέλειψε τον Συνασπισμό της Αριστεράς και ξανάγινε ΚΚΕ. Πάντως σ’ αυτήν την επιστροφή, αν και δεν φαίνεται, οφείλεται μερικώς η αδυναμία του κόμματος να πλησιάσει έστω κατ’ ελάχιστον τον ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως στο κόμμα δεν υπήρχε εσωκομματική δημοκρατία, όπως έδειξε ο τρόπος αποπομπής του Στέφανου Ξεκαλάκη από τη θέση του Γραμματέα του κόμματος. Η ανυπαρξία όμως αναγνώρισης ιδεολογικών τάσεων αντισταθμιζόταν από τη διεύρυνση στις δυνάμεις της ανοικτής κοινωνίας και της φιλελεύθερης και δημοκρατικής Αριστεράς.
Ο τρόπος λειτουργίας του κόμματος μέσα από συστήματα «κολλητών» και όχι μέσω ιδεολογικών τάσεων συνοδεύει όλη την ιστορία του ΠΑΣΟΚ (εκτός της εκσυγχρονιστικής περιόδου, όπου υπήρξε συνύπαρξη των τάσεων με τρόπο όμως επώδυνο για την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης Σημίτη).
Σήμερα αντί «θεσμικού κόμματος» που ήταν σύνθημα της νέας ηγεσίας, το κόμμα των «κολλητών» είναι ακόμη πιο ισχυρό, ενώ και οι συνεδριάσεις των δύο Ανώτερων Οργάνων του (Κεντρική Επιτροπή και Πολιτικό Συμβούλιο), αν γίνονται, έχουν εντελώς επικοινωνιακό χαρακτήρα. Ο αρχηγός μιλά και στη συνέχεια επειδή τίποτα δεν ψηφίζεται εκεί, οι περισσότεροι αποχωρούν. Συνεχίζεται και εμβαθύνεται μια «παράδοση» που δεν συνάδει με οργανώσεις και συνεδριάσεις οργάνων σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.
Δεύτερη, και ίσως πιο σημαντική συμβολή της Φώφης, την οποία ακόμη πολλοί δεν την έχουν αντιληφθεί, είναι τ’ ότι η Φώφη αντιστάθηκε στις δυνάμεις που ζητούσαν από το κόμμα να μετατραπεί σε παράταξη του Κέντρου. Δεν ισχυρίζομαι πως αυτή η αντίσταση οφείλεται σε κάποιες σταθερές ιδεολογικές συντεταγμένες, αλλά ήταν υπαρκτή σε πρακτικό επίπεδο.
Τι σημαίνει σήμερα στροφή στο Κέντρο; Το υποβρύχιο της απολιτικότητας που ονομάζεται Κέντρο αναδύεται εκεί όπου βυθίζονται τα καράβια των πολιτικών και ταξικών διαφορών. Αν το κράτος πλέον δεν είναι κοινωνικό αλλά επιτελικό, αν η φορολογία δεν είναι προοδευτική αλλά επίπεδη, αν οι συμβάσεις δεν είναι συλλογικές αλλά ατομικές, αν οι κυβερνήσεις δεν κυβερνούν αλλά διακυβερνούν, αν τα Κοινοβούλια δεν αποφασίζουν αλλά μετατρέπονται σε φυτώρια Καϊλήδων, Πάτσηδων και Χειμάρων και κυρίως αν όλοι συμφωνούν σ’ αυτά, τότε η μόνη διαφορά μεταξύ των κομμάτων που απομένει είναι ο τρόπος που θα εφαρμόζουν το Δεν Υπάρχει Εναλλακτική.
Η φιλολογία περί Κέντρου ξεκινά από το σημείο που αυτό θεωρείται ως δεδομένο. Κέντρο έχουμε εκεί που οι κομματικές αντιπαραθέσεις επικεντρώνονται στ’ αν οι πολιτικές υπέρ των Μεγάλων Εταιρειών και του trickledowneconomy πρέπει να εφαρμόζονται με «μετριοπάθεια» και «ορθολογισμό» απέναντι στις δυνάμεις του «λαϊκισμού», του ανορθολογισμού και της πόλωσης.
Αν αυτό είναι το διακύβευμα της πολιτικής σήμερα, τότε είναι εύλογη η ανάδειξη του Κέντρου ως σημείου αναφοράς. Είναι όμως;
Η Φώφη χωρίς να το τεκμηριώνει αυτό ιδεολογικά, πίστευε πως η πολιτική δεν είναι απλά αντιπαράθεση μεθόδων – μετριοπαθείς κατά ακραίων- αλλά και συμφερόντων. Δεν είναι τυχαίο που ένας συνεργάτης της και ευπατρίδης της πολιτικής, όπως ο Μανόλης Όθωνας, δήλωσε πως «κανείς μας δεν θα συμβιβαστεί με ένα ΠΑΣΟΚ «ΚΚΕ του Κέντρου» αλλά σας καλώ να μην συμβιβαστούμε ούτε με ένα ΠΑΣΟΚ «τσόντα ή εταίρα του Κέντρου»!». Το ζήτημα όμως είναι πως κανείς δεν πρέπει να συμβιβαστεί με ένα ΠΑΣΟΚ κι έναν ΣΥΡΙΖΑ στη σημερινή τους μορφή.
(Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας)