Το περίφημο «market pass» ανακοίνωσε η κυβέρνηση, πριν από μερικές ημέρες, προκειμένου να περιορίσει την επιβάρυνση, που υφίστανται οι πολίτες, από τις ανατιμήσεις και την ακρίβεια, στα τρόφιμα. Με πομπώδες ύφος, ο αρμόδιος υπουργός, έκανε λόγο για εξάμηνη επιδότηση (από τον Φεβρουάριο έως τον Ιούλιο) ύψους 10% των αγορών σε σούπερ μάρκετ και επιχειρήσεις τροφίμων. Την ώρα, που οι αυξήσεις σε βασικά είδη κατανάλωσης, όπως στο ψωμί και στα δημητριακά, ξεπερνούν το 18%,στο κρέας το 16% και στα γαλακτοκομικά το 25%, η εν λόγω ενίσχυση, θα ανέρχεται για τους έξι μήνες, σε 312 ευρώ για την οικογένεια με δύο παιδιά, σε 192 ευρώ για ένα ζευγάρι, ενώ μια πολύτεκνη οικογένεια με τέσσερα τέκνα θα λαμβάνει 432 ευρώ.
Πρακτικά, η κυβέρνηση θα δώσει από 22- 40 ευρώ το μήνα, για ένα εξάμηνο, προκειμένου οι πολίτες, να αντιμετωπίσουν το «τέρας» της ακρίβειας.
Στις αιτιάσεις σύσσωμης της αντιπολίτευσης, που κάνει λόγο για κοροϊδία και εμπαιγμό, η κυβέρνηση, ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυρίζεται ότι, δίνει 650 εκατομμύρια ευρώ, για την συγκεκριμένη δράση και ότι, τόσα χρήματα αντέχει να δώσει ο κρατικός προϋπολογισμός, παρά το γεγονός ότι εμφανίζει αυξημένα έσοδα, από την είσπραξη του ΦΠΑ και των λοιπών άμεσων και έμμεσων φόρων.
Ο αντίλογος βεβαίως, είναι ισχυρός μετά τις ανακοινώσεις (βλ. σχετική Έκθεση) του γραφείου προϋπολογισμού της Βουλής και εκθέτει ανεπανόρθωτα, τους κυβερνητικούς αξιωματούχους.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, όπως τα επεξεργάστηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, το συνολικό ληξιπρόθεσμο υπόλοιπο, στο τέλος του Οκτωβρίου, διαμορφώθηκε στα 113,2 δις ευρώ, αυξημένο κατά 3,3 δισ. ευρώ, σε σχέση με τον Οκτώβριο του 2021. Το πρώτο στοιχείο που προκαλεί αίσθηση είναι ότι, αυτή η αύξηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παρουσία ακραίων τιμών, καθώς 1,4 δις ευρώ προέρχονται από μόλις 32 οφειλέτες και από αυτούς μόνο ο ένας, οφείλει 800 εκ ευρώ. Συνεπώς οι «μεγαλο-μπαταχτσήδες» που έχουν φεσώσει το δημόσιο είναι γνωστοί και μάλλον εξαιρετέοι, σε σχέση με την αντιμετώπιση που χαίρουν, οι υπόλοιποι πολίτες. Φυσικά αποδεικνύεται με τον πιο περίτρανο τρόπο ότι, εκείνοι που φοροδιαφεύγουν συστηματικά, δεν είναι τελικά, τα μικρομάγαζα της γειτονιάς, αλλά εκείνοι που πήραν τα γνωστά δάνεια «με αέρα», πτώχευσαν τις επιχειρήσεις τους και άφησαν στο δρόμο χιλιάδες οικογένειες, οι οποίοι φιγουράρουν παράλληλα, στις πρώτες θέσεις των γνωστών λιστών, που δημοσιεύονται από τις κρατικές αρχές.
Τα παράδοξα όμως, που αποκαλύπτονται από την συγκεκριμένη ‘Έκθεση, δεν σταματούν εδώ. Η γνωστή συμπαιγνία, τραπεζών-πολιτικού συστήματος-επιχειρήσεων, λειτουργεί παρασιτικά με διαφορετικούς τρόπους:
Μόνο το 51,6% αυτού του «πραγματικού» χρέους που αναφέρθηκε , που αντιστοιχεί σε 44,8 δις ευρώ, πηγάζει από φορολογικές οφειλές (άμεσοι και έμμεσοι φόροι, φόροι στην περιουσία, ΦΠΑ, ειδικοί φόροι κατανάλωσης κτλ.). Το υπόλοιπο των «πραγματικών» ληξιπρόθεσμων οφειλών, προέρχεται από άλλες κατηγορίες οφειλής, οι οποίες παρουσιάζουν χαμηλό ποσοστό είσπραξης. Σύμφωνα με στοιχεία της ΑΑΔΕ, σε αυτές περιλαμβάνονται τα πρόστιμα (φορολογικά και μη φορολογικά) τα οποία αποτελούν το 27,6% του πραγματικού ληξιπρόθεσμου υπολοίπου, καθώς αγγίζουν τα 24 δις ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι, ακόμα και οι λιγοστοί έλεγχοι, που γίνονται από τις υπηρεσίες(φορολογικές-ασφαλιστικές αρχές-ΣΔΟΕ κλπ), κάπου …σκοντάφτουν.
Το βασικό συμπέρασμα με βάση όλα τα ανωτέρω, είναι ότι ο μεγάλος πλούτος στη χώρα με διάφορους τρόπους και μέσα, θησαυρίζει εις βάρος της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας. Η πάταξη γενικά της φοροδιαφυγής, αποδεικνύεται ιδιαίτερα συνθέτη υπόθεση, και κανείς μέχρι τώρα δεν έχει κατορθώσει να την αντιμετωπίσει. Το ζητούμενο όμως, πριν φτάσει κανείς στην αντιμετώπιση ενός φαινομένου, που είναι αλήθεια ότι έχει διεθνείς διαστάσεις, είναι να προλάβει το φαινόμενο «στην πηγή».
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά για τις τραπεζικές πρακτικές (βλ. περίπτωση Πάτση) δανειοδότησης, άνευ εγγυήσεων. Οι τράπεζες έχουν ανακεφαλαιοποιηθεί πολλάκις με τα χρήματα των φορολογουμένων. Οι τράπεζες που «κρατούν κλειστή την στρόφιγγα» του δανεισμού για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, αποδεικνύεται ότι, λειτουργούν ευνοϊκά όταν πρόκειται για γνωστά συμφέροντα.
Το ζητούμενο βέβαια για την Αριστερά, είναι η αναδιανομή του πλούτου. Τα νούμερα των κερδών των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, ζαλίζουν. Διυλιστήρια, εταιρίες παροχής ενέργειας, εταιρίες τροφίμων και σουπερ μάρκετ, φαρμακοβιομηχανίες, κατασκευαστικές κλπ. στην κυριολεξία έχουν πλουτίσει τα τελευταία χρόνια, όχι κυρίως γιατί επένδυσαν και ρίσκαραν με βάσει το «επιχειρείν», αλλά επειδή, ευνοήθηκαν από την συγκυρία, αλλά και τις πολιτικές της κυβέρνησης της ΝΔ (βλ. και χρήματα από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας).
Η φορολόγηση των υπερκερδών των εταιριών ενέργειας με συντελεστή 90%, θα έμοιαζε σουρεαλιστική πριν από ένα χρόνο (άσχετα με τις αλχημείες που έκανε η κυβέρνηση). Η κουβέντα όμως για τα υπερκέρδη, δεν πρέπει να ανάγεται μόνο στην καρτελοποίηση της αγοράς και στην διενέργεια ελέγχων, που βεβαίως πρέπει να γίνονται, αλλά κυρίως πρέπει να αναδείξει την ανάγκη φορολόγησης του μεγάλου πλούτου, με υψηλότερους συντελεστές. Αυτή άλλωστε είναι η επιταγή του Συντάγματος, που ορίζει ότι: «Ο πολίτες συμμετέχουν στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνατότητες τους». Η συζήτηση για «διεύρυνση της φορολογικής βάσης» είναι παραπλανητική, αν δεν θέσει στο επίκεντρο την ανάγκη ισχυρής φορολόγησης του μεγάλου πλούτου.
Άλλωστε η θεωρία των «trickle down economics» (συσσώρευση του πλούτου και η διάχυση προς τα κάτω) έχει ήδη καταρρεύσει διεθνώς, όπως και η περίφημη θεωρία περί «αυτορρύθμισης της αγοράς». Συνεπώς το κράτος και οι δημόσιες πολιτικές, πρέπει να έχουν τον πρώτο λόγο.
Στην χώρα μας, με τις γνωστές διαρθρωτικές παθογένειες και συμπαιγνίες, η ανάγκη αναδιανομής, είναι πιο επίκαιρη από ποτέ. Η χώρα παράγει τεράστιο πλούτο, που δεν μοιράζεται κατά κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Οι δείκτες ανάπτυξης για παράδειγμα ευημερούν, αλλά οι πολίτες βιώνουν μια βίαιη φτωχοποίηση. Η συνθήκη αυτή, δύναται να ανατραπεί μόνο με κρατική παρέμβαση. Οι απειλές για φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό αποδεικνύονται προσχηματικές, αφού αυτό που αναζητούν οι επιχειρήσεις κατά κανόνα, είναι σταθερότητα και διαφάνεια και όχι χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές. Σταθερές οικονομίες άλλωστε, χωρίς σταθερές κοινωνίες, δεν υπάρχουν.
Για να ξεφύγουμε λοιπόν από τις επιδοματικές πολιτικές και να δημιουργηθεί το δημοσιονομικό περιθώριο για την στήριξη της κοινωνίας, θα πρέπει οι πλούσιοι να «βάλουν το χέρι στην τσέπη». Χρέος μιας προοδευτικής κυβέρνησης είναι να μπορέσει να συγκρουστεί με τους «νόμιμους ιδιοκτήτες της χώρας» και να επιβάλει κοινωνική δικαιοσύνη.
(Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι Δικηγόρος – Εργατολόγος)