Το άνευρο κλίμα στην προεκλογική περίοδο που λίγο-πολύ όλοι έχουμε διαπιστώσει δίνει λαβή για διαφορετικές αναγνώσεις και ερμηνείες που κάποιες από αυτές αφορούν καθαρά στις εκλογές της ερχόμενης Κυριακής, 21ης Μαΐου, και άλλες προσπαθούν να εντάξουν το φαινόμενο στην πολιτική και κοινωνική μέση ή μακρά διάρκεια. Δεν είναι, εξάλλου, η πρώτη φορά στην ελληνική πολιτική ιστορία που η ατμόσφαιρα λίγες μόνον ημέρες πριν από τις εκλογές, είναι τόσο ήρεμη.Ωστόσο, ως θορυβώδης, ακόμα και για τα ασήμαντα, λαός, μάλλον δεν αντέχουμε τόση ηρεμία. Κάτι που σε άλλες χώρες θεωρείται επιθυμητό και αυτονόητο, σε αυτή τη γωνιά της Ευρώπης και του δυτικού κόσμου προκαλεί απορία, για να μην πω «ανησυχία».
Θα επιχειρήσουμε κι εμείς, λοιπόν, να προσεγγίσουμε τους διαφορετικούς λόγους που ενδεχομένως να εξηγούν το φαινόμενο.
Μια πρώτη εξήγηση είναι πως οι εκλογές είναι «βουβές». Δηλαδή, ο κόσμος δεν εκφράζεται δημόσια ή στις δημοσκοπήσεις. Έτσι η επονομαζόμενη «βουβή ψήφος» -ο όρος πρωτοχρησιμοποιήθηκε στα τέλη του 18ου αιώνα μάλλον στις ΗΠΑ- είναι αυτή που διερευνάται από τα εκλογικά επιτελεία των κομμάτων, τους πολιτικούς αναλυτές και συζητιέται στα καφενεία, δημιουργώντας σενάρια για το αποτέλεσμα των εκλογών. Σε αυτή τη θεώρηση, που μένει να δούμε αν θα αποδειχθεί στη κάλπη, επιμένει στη ρητορική του το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να αντιπαρέλθει τα δημοσκοπικά ευρήματα που κατατάσσουν τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ δεύτερο στις προτιμήσεις των πολιτών.
Το πιο πειστικό επιχείρημα που επιστρατεύεται και grossomodo έχει αποδειχθεί στις πράξη στις τελευταίες εκλογικές αναμετρήσεις είναι ότι όντως ένα σημαντικό κομμάτι των ερωτηθέντων δεν απαντά στις δημοσκοπήσεις γιατί αμφισβητεί την εγκυρότητά τους, ενώ ένα άλλο κομμάτι φοβάται εν γένει την έκθεση, ειδικά αν δεν σκέφτεται να ψηφίσει αυτόν που δημοσκοπικά προπορεύεται.
Μια δεύτερη εξήγηση είναι αυτή της κυβέρνησης και της Νέας Δημοκρατίας, ότι η χώρα έχει περάσει σε περίοδο σταθερότητας και οι πολίτες δεν έχουν λόγο να αμφισβητούν την πρωτοκαθεδρία του κυβερνώντος κόμματος. Αυτή η ερμηνεία μπορεί να είναι πειστική στη βάση ότι η χώρα ήδη από τον Αύγουστο του 2018 έχει βγει από τα μνημόνια, οπότε δεν υπάρχει η δαμόκλειος σπάθη της οικονομικής λιτότητας και της δημοσιονομικής πειθαρχίας και ότι έχουμε μπεικουτσά στραβά σε μια «κανονικότητα».
Από την άλλη πλευρά, η συγκεκριμένη εξήγηση έχει πολλά τρωτά, αφούαν εξαιρέσουμε τα διάφορα είδη pass, τα ελληνικά νοικοκυριά και οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις πλήττονται από την ακρίβεια και τα χρέη, ενώ 700.000 σπίτια είναι έτοιμα να βγουν στον πλειστηριασμό. Ίσως η εικόνα που διοχετεύεται από τα φίλια στην κυβέρνηση μέσα ενημέρωσης στην κοινή γνώμη να έχει παίξει το ρόλο της, ούτως ώστε το συγκεκριμένο κυβερνητικό αφήγημα να αποκτά στέρεα ερείσματα στην συλλογική ψυχολογία.
Υπάρχει όμως και μια διόλου αμελητέα σημασίας τρίτη εξήγηση που συνδυάζει το φαινόμενο της αποπολιτικοποίησης, το κοινώς αποκαλούμενο «απολιτίκ», με τον κορεσμό από το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που ζήσαμε στη δημόσια σφαίρα και στον δημόσιο λόγο την υπερδεκαετία της κρίσης, καθώς και τις συνέπειες της καραντίνας στην πανδημία. Φαινόμενα που αλληλεπιδρούν με το εκλογικό σώμα και που θα οδηγήσουν ενδεχομένως, είτε σε αποχή είτε σε σιωπηλή αντισυστημική ψήφο, είτε σε απλή διεκπεραίωση του εκλογικού δικαιώματος.
Όποια από τις τρεις όμως κι αν είναι η επιλογή, που η καθεμιά έχει τα δικά της ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, από τη μια πλευρά καθίσταται επισφαλής οποιαδήποτε πρόβλεψη και από την άλλη το αποτέλεσμα είναι μια φαινομενική ή πραγματική αδιαφορία. Αν σε αυτό δε προσθέσουμε και τους «γερασμένους» αφορισμούς μας για τη συμπεριφορά των νέων ανθρώπων, που κάθε άλλο αδιάφοροι για τη ζωή τους είναι, τότε πέφτουμε στην παγίδα της διαπίστωσης περί «αφασίας»….
Όπως και να ’χουν όμως τα πράγματα,η αφασία καταργείται εν τέλει στην πράξη και η φράση του αείμνηστου Χαρίλαου Φλωράκη «η κάλπη είναι γκαστρωμένη» λόγω των εκπλήξεων που μπορεί να κρύβει, μάλλον θα παραμείνει επίκαιρη. Όχι μόνο γιατί οι «οι υπέρηχοι» των δημοσκοπήσεων δεν δείχνουν καθόλου σίγουροι για το «φύλο» και οι ενδιαφερόμενοι, ο καθένας για τους δικούς του λόγους,ανησυχούνγια πιθανό «ανεμογκάστρι» λόγω της απλής αναλογικής, αλλά κυρίως γιατί η κοινωνία δεν θα αφήσει την ευκαιρία να εκφραστεί μέσω της ψήφου της να πάει χαμένη, ειδικά σε μια τόσο ιδιαίτερη συγκυρία για τη χώρα…
(Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός)