Την προηγούμενη Κυριακή, ο Ερντογάν κέρδισε μια σπουδαία νίκη κλείνοντας έναν εικοσαετή κύκλο στην εξουσία στην Τουρκία, μια εικοσαετία που άλλαξε τη χώρα αλλά και το γεωπολιτικό παιχνίδι στην Ανατολική Μεσόγειο.
Τη νίκη του αυτή, απέναντι σε μια κατ’ ανάγκη συμμαχία 6 κομμάτων της αντιπολίτευσης με λίγη ή καμιά σχέση μεταξύ τους, την οφείλει, εκτός των άλλων και στην ικανότητα του να πάρει μαζί του τόσο τους ισλαμιστές όσο και τους εθνικιστές, που ποτέ ως τώρα δεν είχαν βρεθεί στο ίδιο στρατόπεδο. Με την εντυπωσιακή αυτή κίνηση αλλά και την υποστήριξη του Σινάν Ογάν, του συνυποψήφιου ακραίου εθνικιστή που στον πρώτο α ’γύρο κέρδισε 5%, εξασφάλισε μια άνετη νίκη. Η επικράτηση του για άλλη μια φορά υπογραμμίζει ότι η Τουρκία είναι πια άλλη χώρα από αυτή του 2003, όταν ανέλαβε για πρώτη φορά την εξουσία.
Η πολιτισμική αλλαγή είναι βαθιά και ακριβώς εκεί στηρίχτηκε ο Ερντογάν και κέρδισε, ακολουθώντας μια πολιτική στηριγμένη στην ταυτότητα της νέας Τουρκίας, όπου μια ισλαμιστική μεσαία τάξη που ο ίδιος δημιούργησε στήριξε την ανάπτυξη των προηγούμενων χρόνων. Και η ανάμνηση αυτής της πραγματικότητας αρκεί- απ’ ότι φάνηκε- για να τον στηρίζουν ακόμη.
Μιλώντας σε υψηλούς τόνους για την ενίσχυση του διεθνούς ρόλου της Τουρκίας, για τη δυνατότητα που της πρόσφερε ο ίδιος να διαδραματίζει ένα βαρύνοντα ρόλο στη βάση μιας αυτόνομης εξωτερικής πολιτικής, πέτυχε να στρέψει την προσοχή από τα μεγάλα πιεστικά προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα: έναν πληθωρισμό γύρω στο 43%, ένα εκατομμύριο άστεγους από τον θανατηφόρο σεισμό του Φεβρουαρίου και μια οικονομική κρίση που διαβρώνει τα θεμέλια της χώρας και της κοινωνίας.
Αυτό που είναι πάντως σαφές σε αυτή τη βαθιά διχασμένη χώρα είναι η ανάδυση μιας εξουσίας που είναι εγγύτερα σε μια Ευρασιατική αυταρχική διακυβέρνηση παρά σε μια Ευρωπαϊκή αντιφιλελεύθερη δημοκρατία τύπου Ουγγαρίας. Και αυτό σηματοδοτεί την ακόμη μεγαλύτερη απόσταση που παίρνει η Τουρκία από τη Δύση. Ο Ερντογάν υποσχέθηκε εξάλλου ένα νέο Σύνταγμα όπου θα ενσωματώσει τις βασικές θέσεις της ισλαμικής δεξιάς, προς ακόμη μεγαλύτερη συντηρητικοποίηση του κράτους και της κοινωνίας.
Τι σημαίνει για εμάς αυτή η νέα εικόνα;
Η αντιδυτική πολωτική ρητορική θα διατηρηθεί κατά πάσα πιθανότητα το επόμενο διάστημα. Αν και προβλέπεται μια περίοδος εσωστρέφειας για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα και επείγοντα ζητήματα της οικονομίας και των σεισμοπλήκτων, θα χρειαστούν σημαντικές προσπάθειες της Δύσης για να επουλωθούν τα τραύματα της προηγούμενης περιόδου. Πάντως, στο επίπεδο των εξοπλισμών, η Τουρκία δεν προβλέπεται να λάβει την αναβάθμιση των F16, όσο και να το θέλει η αμερικανική κυβέρνηση, αν δεν λυθεί το θέμα με την ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, που προϋποθέτει την άρση του τουρκικού βέτο.
Για την Ελλάδα όμως δημιουργείται ένα παράθυρο ευκαιρίας που οφείλουμε να αξιοποιήσουμε. H EE θα κληθεί το επόμενο διάστημα να διαμορφώσει μια στρατηγική για την Τουρκία. Η Ένωση δεν μπορεί απλά να αντιδρά (όσο αντιδρά) αλλά χρειάζεται να αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Πέραν όλων των άλλων, αν τα νούμερα αληθεύουν, εκτός των 4 εκατομμυρίων Σύριων, στην Τουρκία βρίσκονται τουλάχιστον άλλοι τόσοι από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν. Η Τουρκία κρατάει το κλειδί του μεταναστευτικού για την ΕΕ, με ότι αυτό συνεπάγεται. Άρα ένα πλαίσιο που θα ρυθμίζει τις σχέσεις είναι απολύτως αναγκαίο.
Στην διαμόρφωση της στρατηγικής αυτής η χώρα μας πρέπει να μην είναι απλός παρατηρητής. Πρέπει να έρθει με εποικοδομητικές θέσεις που θα προβάλουν τις προτεραιότητες μας και θα φέρνουν πιο κοντά την προσφυγή των δυο χωρών στο Δικαστήριο της Χάγης. Αλλά και θα απαντούν σε φλέγοντα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου.
Για να γίνει αυτό απαιτείται μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, που θα αντιμετωπίσει τα θέματα όχι με φωνές και υψηλούς τόνους αλλά με επιμονή και μετριοπάθεια, μια και το πρώτο βήμα θα είναι η προσπάθεια οικοδόμησης εμπιστοσύνης με την άλλη πλευρά.
Αυτό που είναι σίγουρο, μετά από χρόνια έντασης με την Τουρκία είναι ότι η αποτροπή από μόνη της μέσω μαζικών εξοπλιστικών προγραμμάτων ή την επέκταση του φράκτη στον Έβρο δεν μπορούν να εγγυηθούν αποκλιμάκωση και ειρηνική συνύπαρξη των δυο λαών.
Χρειάζεται μια νέα προσέγγιση στα ελληνοτουρκικά με βασικό στοιχείο τα ανοιχτά δίκτυα επικοινωνίας και διαλόγου μεταξύ των μερών σε όλα τα επίπεδα. Είναι παράλληλα απόλυτη ανάγκη να εγκαταλειφθεί η πολιτική της αδράνειας γιατί καλούμαστε εκ των υστέρων να αντιδράσουμε σε τετελεσμένα, την ώρα που η Τουρκία φορτώνει διαρκώς την ατζέντα της με νέα θέματα, όπως για παράδειγμα η πρόσφατη σύνδεση της αποστρατικοποίησης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου με την αναγνώριση της ελληνικής κυριαρχίας επί αυτών.
Η δημιουργία κλίματος εμπιστοσύνης δεν είναι απλή υπόθεση. Για αυτό θα χρειαστούν μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης σε μια προσπάθεια επανεκκίνησης των σχέσεων των δυο χωρών. Και φυσικά σε συντονισμό με τη Κύπρο, οφείλουμε να σχεδιάσουμε την επόμενη μέρα για την ασφάλεια και συνεργασία στην Ανατολική Μεσόγειο, σε ένα πλαίσιο που θα πρέπει να περιλαμβάνει και την Τουρκία. Μας αρέσει ή όχι, παρά τις μεγάλες δυσκολίες του εγχειρήματος, η Τουρκία είναι εξαιρετικά σημαντική χώρα για να μπορεί να αγνοηθεί.
Με ρεαλισμό, χωρίς κραυγές, που είναι μόνο για εσωτερική κατανάλωση, αλλά και στόχο της ασφάλεια της χώρας πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα του διαλόγου, μια και μόνο αυτός μπορεί να βοηθήσει την προσέγγιση των δυο πλευρών και να οδηγήσει τις δυο χώρες στη Χάγη.
(Η Μαριλένα Κοππά είναι Καθηγήτρια Συγκριτικής Πολιτικής, Πάντειο Πανεπιστήμιο)