Τα δεδομένα, οικονομικά και κοινωνικά, δείχνουν ότι βιώνουμε μία νέα εποχή αστάθειας. Ο πόλεμος στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση, η ανάδυση ενός νέους Ψυχρού Πολέμου και οι νέες γεωπολιτικές ανακατατάξεις διαμορφώνουν ένα εύθραυστο σκηνικό.
Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να παραμένουν η ισχυρότερη και πιο επιδραστική παγκόσμια δύναμη, ωστόσο δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε για μία υπερδύναμη που δεν δέχεται προσκλήσεις και ρωγμές μέσα στο παγκόσμιο γεωπολιτικό σκηνικό. Η Κίνα έχει μπει δυναμικά στο προσκήνιο, στο πεδίο της οικονομίας και του εμπορίου, διαμορφώνοντας μία νέα πολιτική και στρατιωτική πραγματικότητα στον Ειρηνικό Ωκεανό, αυξάνοντας τους κινδύνους εμπλοκής δυνάμεων υπό τη συμμαχία AUKUS. Η κινεζική κινητικότητα επηρεάζει την ευρύτερη περιοχή, ενώ διαμορφώνει και νέες ισορροπίες με τη Ρωσία, με το Κρεμλίνο να συνεχίζει να «επενδύει» πολιτικά στην παράταση της ενεργειακής κρίσης μέσα από το φυσικό αέριο. Ο πόλεμος στην Ουκρανία δεν φαίνεται να τερματίζεται γρήγορα, με τις δύο πλευρές να έχουν εμπλακεί σε μία σύγκρουση μακράς διάρκειας.
Παράλληλα, ο οικονομικός ανταγωνισμός Ουάσιγκτον και Πεκίνου παίρνει διαστάσεις οικονομικού πολέμου που μπορεί να εξελιχθεί σε έναν επικίνδυνο φαύλο κύκλο – επικίνδυνο όχι μόνο για τη λειτουργία των παγκόσμιων αγορών, αλλά της ειρήνης γενικότερα. Ενδιαφέρον σημείο εδώ είναι τι θέση θα αναγκαστούν να πάρουν οι Ευρωπαίοι εταίροι σε αυτόν τον οξυνόμενο ανταγωνισμό και πώς θα διαφυλάξουν τα δικά τους συμφέροντα, ειδικά σε μία περίοδο όπου οι σχέσεις με τη Ρωσία βρίσκονται στο απόλυτο ναδίρ.
Η παραπάνω εξίσωση καθίσταται ακόμη πιο σύνθετη, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να παραμένει εγκλωβισμένη στα δικά της αδιέξοδα, τις κυβερνήσεις να συνεχίζουν να ακολουθούν αντικρουόμενες πολλές φορές πολιτικές στο ενεργειακό ζήτημα και την Κομισιόν να είναι αδύναμη να χαράξει μία αποτελεσματική πολιτική. Οι εσωτερικές συγκρούσεις για την υιοθέτηση διαφορετικών πολιτικών σε σχέση με το μείζον ζήτημα της ενεργειακής ασφάλειας και σταθερότητας της ΕΕ – που παραμένει ακόμη αναπάντητο – δεν φαίνεται να συμβάλλουν στην εξεύρεση μίας κοινά αποδεκτής πολιτικής στρατηγικής.
Το 2023, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις οικονομολόγων, διεθνών οργανισμών αλλά και της Κομισιόν, αναμένεται να είναι μία χρόνια ακόμη πιο δύσκολη και ρευστή στην οικονομία σε σύγκριση με το 2022, με τις κοινωνίες να βρίσκονται πιεσμένες και εγκλωβισμένες σε μεγάλα αδιέξοδα. Οι πολιτικές μάχες που θα δοθούν αυτό το έτος στα κράτη-μέλη, αλλά και η μεγάλη αναμέτρηση των ευρωεκλογών το 2024 αναμένεται να διαμορφώσουν ένα νέο πολιτικό σκηνικό, νέες προκλήσεις για την ΕΕ και το οικονομικό μοντέλο που εφαρμόζει. Μέσα στη μεγάλη και επίμονη ενεργειακή κρίση, που επηρεάζει αναπόφευκτα την παγκόσμια οικονομία, αναδύονται νέα ερωτηματικά σχετικά με την πορεία που θα ακολουθήσει η Ένωση το επόμενο διάστημα, αλλά και την πορεία που θα ακολουθήσουν επιμέρους κράτη-μέλη που αναπτύσσουν φυγόκεντρες, ευρωσκεπτικιστικές τάσεις.
Την ίδια στιγμή, με τα παραπάνω ζητήματα να πιέζουν για αποτελεσματικές λύσεις και απαντήσεις, η Τουρκία αυξάνει την εμπρηστική, φιλοπολεμική ρητορική της, συνεχίζοντας να αποτελεί έναν ανεξέλεγκτο και νευρικό γείτονα. Τόσο η ελληνική κυβέρνηση, όσο και η τουρκική, ποντάρουν στην έξαρση του εθνικισμού για να αποκομίσουν εκλογικά οφέλη, καθώς αμφότερες έχουν αποτύχει παταγωδώς στο πεδίο των οικονομικών και κοινωνικών πολιτικών. Πρόκειται, δηλαδή, για μία win-win στρατηγική, από την οποία βγαίνουν σίγουρα χαμένες οι κοινωνίες των δύο χωρών.
Μέσα σε αυτό το ρευστό κι αβέβαιο σκηνικό, μπορούμε να καταλήξουμε σε δύο βασικά συμπεράσματα: Το πρώτο είναι ότι ο επώδυνος κύκλος της ενεργειακής και οικονομικής κρίσης δεν αναμένεται να κλείσει άμεσα. Το δεύτερο είναι ότι η ΕΕ, και κατά συνέπεια η Ελλάδα, δεν μπορούν να συνεχίζουν να πορεύονται με τη σημερινή επαμφοτερίζουσα πολιτική και ημίμετρα. Αν δεν στηριχθούν γενναία οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι παραγωγικές δυνάμεις, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και οι επαγγελματίες, δεν θα προκύψουν νέα θετικά δεδομένα και δεν θα αντέξουμε απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζουμε.
Κι αν δεν αντέξουμε, οι ακραίες, σκοτεινές πολιτικές δυνάμεις ενδέχεται να ενδυναμωθούν και να φέρουν την ΕΕ, αλλά και τη χώρα μας, απέναντι σε πολιτικά διλήμματα και ακροδεξιές σχήματα με τα οποία πιστεύαμε ότι είχαμε ξεμπερδέψει. Παντού στην Ευρώπη καταγράφονται θεαματικές πτώσεις στην τιμή του ρεύματος, αλλά η χώρα μας συνεχίζει να πληρώνει το πιο ακριβό ρεύμα. Ενώ η τιμή του φυσικού αερίου έχει επιστρέψει στα επίπεδα πριν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, στην Ελλάδα το ρεύμα ανεβαίνει.
Εμπρός λοιπόν κ.Μητσοτάκη, τολμήστε: Βάλτε πλαφόν στα υπερκέρδη των διυλιστηρίων, στα ουρανοκατέβατα κέρδη στην ενέργεια, φροντίστε να μειωθεί η απόσταση ανάμεσα στην τιμή που αγοράζουν οι χονδρέμποροι τα αγροτικά προϊόντα και στην τιμή που εμείς πληρώνουμε. Η κυβέρνηση της ΝΔ δεν θέλει να προχωρήσει στις λύσεις που προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ καθώς έχει επιλέξει να επιδοτεί την αισχροκέρδεια.
Η επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, ώστε να παίξει καθοριστικό ρόλο στη συγκράτηση των τιμών του ρεύματος, η μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης και κατανάλωσης, η μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα και στη θέρμανση αλλά και η αύξηση των εισοδημάτων των πολιτών, όπως προτείνει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι αναγκαία μέτρα για τη στήριξη της κοινωνίας. Η πολιτική αλλαγή έρχεται με τη συγκρότηση μίας προοδευτικής κυβέρνησης που είναι η μόνη διέξοδος για να μπει φραγμός στην κοινωνική, οικονομική και θεσμική κατηφόρα.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αθηνών)