Οι «βουβές εκλογές» της 21ης Μαΐου μέσα από τη σημαντική νίκη που πέτυχε η Νέα Δημοκρατία, έφεραν στο προσκήνιο μια διεργασία που προφανώς συντελούνταν κάτω από τα ραντάρ δημοσκόπων, πολιτικών και επιστημόνων. Μια διεργασία που δεν ήταν, όπως πιστεύαμε πολλές και πολλοί, ένα σιωπηλό κύμα αγανάκτησης σε βάρος της Νέας Δημοκρατίας, «της χειρότερης κυβέρνησης της Μεταπολίτευσης», όπως -δίκαια- χαρακτηρίστηκε.
Το σχήμα που κέρδισε στις εκλογές της 21ης Μαΐου δεν ήταν «απλώς» μια κεντροδεξιά κυβέρνηση. Οι επιδόσεις της σε μια σειρά από τομείς την κατατάσσουν στα χαρακτηριστικά παραδείγματα του «αυταρχικού νεοφιλελευθερισμού». Οι χιλιάδες νεκροί της πανδημίας, το δυστύχημα των Τεμπών, οι υποκλοπές απευθείας από το γραφείο του πρωθυπουργού, τα μικρά και μεγάλα σκάνδαλα, οι απευθείας αναθέσεις, η ακρίβεια, η κατάργηση του οκταώρου, η ιδιωτικοποίηση της επικουρικής ασφάλισης, του ΕΣΥ, του νερού, όλα αυτά ανήκουν στα πεπραγμένα της.
Και όμως, τίποτα από όλα αυτά όπως και τίποτε άλλο δεν στάθηκε ικανό να την κλονίσει. Η απάντηση σε όλα ήταν η ίδια πάντα, ακόμα κι αν δύσκολα άντεχε στον έλεγχο της αλήθειας: «δεν συνέβη», «το ίδιο συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη», «φανταστείτε να ήταν ο ΣΥΡΙΖΑ», «ο πρωθυπουργός δεν ήξερε τίποτα», «όλοι ίδιοι είναι».
Παρ’ όλα αυτά, αυτή η κυβέρνηση κέρδισε την ψήφο τόσων πολιτών.
Ακριβώς μια βδομάδα μετά, στις 28 Μαΐου, στις περιφερειακές και τοπικές εκλογές στην Ισπανία αυτή τη φορά, το δεξιό Λαϊκό Κόμμα (PP) πέτυχε σημαντικές νίκες σε βάρος της με την ευρύτατη έννοια αριστεράς, που μάλιστα εκεί έχει βρει τρόπο να συνεργαστεί και κυβερνάει τη χώρα (PSOE/Unidas Podemos). Γι’ αυτό και ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός, Πέδρο Σάντσεθ, αναγκάστηκε να προκηρύξει νωρίτερα τις προγραμματισμένες για τον Δεκέμβριο εκλογές.
Το Λαϊκό Κόμμα επίσης δεν είναι ένα πια απλώς ένα κεντροδεξιό κόμμα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, που μάλιστα αποτελεί και μια από τις σημαντικές επιτυχίες του PP, είναι η περιφέρεια της Μαδρίτης, εκεί που κυβερνούσε ήδη -και πλέον κέρδισε απόλυτη πλειοψηφία- η γνωστή και ως «η Ισπανίδα Τραμπ», Ιζαμπέλ Ντίαζ Αγιούσο. Ενώ ο φόβος μετά τις εκλογές του Ιουλίου το Λαϊκό Κόμμα να καταφέρει να σχηματίσει κυβέρνηση με το ακροδεξιό Vox δεν είναι πλέον αβάσιμος.
Η προοδευτική κυβέρνηση της Ισπανίας στήριξε τα εισοδήματα απέναντι στο κύμα της ακρίβειας, πήρε μέτρα για την ισότητα των φύλων, για την προστασία των πιο αδύναμων, ενώ ασχολήθηκε ακόμα και με το θέμα της δημοκρατικής μνήμης και την αναμέτρηση με το παρελθόν και τα πεπραγμένα του δικτάτορα Φράνκο.
Παρ’ όλα αυτά, αυτή η κυβέρνηση σήμερα αντιμετωπίζει μια πρόκληση από τα δεξιά της.
Τι συνέβη άραγε τα προηγούμενα 4 χρόνια που να εξηγούν τις τελευταίες εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Ισπανία; Δυο χώρες μάλιστα που -εκτός από τις σημαντικές ομοιότητες μεταξύ τους- έχουν στην προκειμένη περίπτωση και αρκετές εκ πρώτης τουλάχιστον όψεως διαφορές: στην Ελλάδα η αριστερά ήταν στην αντιπολίτευση, στην Ισπανία στην κυβέρνηση, στην Ελλάδα η αριστερά ήταν διασπασμένη, στην Ισπανία είχε καταφέρει να βρει σχήματα συνεργασίας, στην Ελλάδα η αριστερά κυβέρνησε σε δύσκολες συνθήκες μνημονίων και λιτότητας, στην Ισπανία κυβέρνησε την περίοδο που στην Ευρωπαϊκή Ένωση οι δημοσιονομικοί καταναγκασμοί μπήκαν σε αναστολή.
Είναι δυνατόν η αριστερά, με την ευρύτατη πάντα δυνατή έννοια, να βρίσκεται «μονά-ζυγά χαμένη»;
Προφανώς ο χώρος ενός άρθρου δεν χωράει να δοθούν όλες οι πιθανές απαντήσεις. Ας επιχειρήσουμε όμως να ξεχωρίσουμε μερικά στοιχεία.
Συνεχείς, αλλά διαφορετικές κρίσεις
Πρώτον, η τελευταία τετραετία χαρακτηρίστηκε από διαδοχικές κρίσεις. Κρίσεις που ήρθαν προφανώς να προστεθούν πάνω στις συνέπειες που είχε ήδη αφήσει πίσω της η οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας, ειδικά στον ευρωπαϊκό Νότο, είχαν όμως διαφορετικά χαρακτηριστικά. Ήταν ή μπορούσαν εύκολα να θεωρηθούν ως κρίσεις εξωγενείς και μάλιστα κρίσεις που προκαλεί ένας ορατός ή αόρατος «ξένος», είτε πρόκειται για τον κορονοϊό (που η συνωμοσιολογία απέδωσε σε κάποιο σχέδιο της Κίνας) είτε για την ενεργειακή κρίση που -εν προκειμένω εύλογα- μπορούσε να αποδοθεί στη Ρωσία του Βλάντιμιρ Πούτιν.
Έτσι, αν την περίοδο της οικονομικής κρίσης και της λιτότητας το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ο θυμός απέναντι στις παραδοσιακές πολιτικές δυνάμεις κάθε χώρας, τις ελίτ ή τους ξένους παράγοντες (την ΕΕ, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ) που ευθύνονταν για την κρίση ή/και υπαγόρευαν τον τρόπο αντιμετώπισής της, στην περίπτωση του κορονοϊού και του πολέμου το κυρίαρχο συναίσθημα ήταν ο φόβος, ένα συναίσθημα που σε καμία περίπτωση δεν αποτελεί τη βάση ούτε για να επιδιώξει κανείς προοδευτικούς μετασχηματισμούς ούτε για να οικοδομήσει μια κοινωνία ανοιχτότητας και αλληλεγγύης.
Η εμπέδωση του συναισθήματος ανασφάλειας, η συνειδητοποίηση αυτής της αέναης συνθήκης κρίσης, όπου οικονομικές, περιβαλλοντικές, υγειονομικές, γεωπολιτικές και άλλες απειλές διαδέχονται η μία την άλλη και αλληλοδιαπλέκονται, διαμορφώνει ένα υπόστρωμα ψυχολογικό και ιδεολογικό/πολιτικό στους ανθρώπους που επιτρέπει πιο εύκολα να ριζώσει και να καρποφορήσει το μήνυμα της δεξιάς -και μάλιστα όσο πιο αυταρχική και φοβική αυτή η δεξιά, τόσο καλύτερα. Μιας δεξιάς που μας καλεί να κοιτάξουμε τον εαυτό μας και να αδιαφορήσουμε για τους γύρω, να κλείσουμε το σπίτι μας, να κλείσουμε τη χώρα μας.
Η πανδημία ως καταλύτης -διαφορετικός από ό,τι τον φανταστήκαμε
Τις πρώτες μέρες και εβδομάδες μετά το ξέσπασμα της πανδημίας δεν ήταν (δεν ήμαστε) λίγοι και λίγες εκείνοι και εκείνες που πίστεψαν (πιστέψαμε) ότι η πανδημία μπορεί να αποτελέσει έναν καταλύτη αριστερού μετασχηματισμού των κοινωνιών μας. Ότι ανέδειξε τόσο άμεσα και σχεδόν αυταπόδεικτα τη σημασία των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών, την κοινωνική σπουδαιότητα σε κρίσιμες στιγμές επαγγελμάτων που συνήθως χαρακτηρίζονται από επισφάλεια (π.χ. νοσηλευτές/τριες, καθαριστές/τριες, κούριερ κ.λπ.), που σχεδόν αυτόματα η συνείδηση των πολιτών θα μετατοπιζόταν προς αυτή την κατεύθυνση μέσα από αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία.
Στην πραγματικότητα, η πανδημία υπήρξε πράγματι καταλύτης αλλά προς την αντίθετη κατεύθυνση μάλλον. Η εμπειρία της πανδημίας και η ανάμνησή της, η διαβίωση σε συνθήκες κοινωνικής απομόνωσης και η γνώση ότι τελικά αυτό είναι ένα ενδεχόμενο με το οποίο θα πρέπει να συμφιλιωθούμε, άλλαξε και τα κράτη/τις κοινωνίες και τα άτομα. Η ανθεκτικότητα και η αυτάρκεια έγιναν σημαντικότερες αξίες σε διεθνές επίπεδο απ’ ότι η ανοιχτότητα και η διασυνδεσιμότητα, η παγκοσμιοποίηση δοκιμάστηκε -κάποιοι κήρυξαν ήδη το τέλος της- από τη διατάραξη των εφοδιαστικών αλυσίδων, ενώ η ιδέα της «ατομικής ευθύνης», της ανάγκης το άτομο και ο στενός πυρήνας της οικογένειάς του να είναι σε θέση να τα βγάλουν πέρα, βρήκε πολύ περισσότερο πρόσφορο έδαφος από όσο οι κάθε είδους αριστεροί και αριστερές φανταστήκαμε.
Μια διαφορετική δημόσια σφαίρα
Εξίσου καταλυτικά -και μάλιστα με πιο άμεσα ανιχνεύσιμο τρόπο- επέδρασε η περίοδος της πανδημίας στην επικοινωνία, διαπροσωπική και μαζική, και στον χαρακτήρα αυτού που με πολύ ευρεία έννοια ονομάζουμε δημόσια σφαίρα. Αν χωρίς την μεσολάβηση της πανδημίας ο ψηφιακός μετασχηματισμός της οικονομικής και κοινωνικής ζωής θα έπαιρνε κάποιον χρόνο και ενδεχομένως θα γινόταν με κάποια επίγνωση, κάποιο σχέδιο, κάποιους κανόνες, κάποιον στοιχειώδη έλεγχο των υποκειμένων, το επείγον της πανδημίας, η εύλογη ανθρώπινη ανάγκη για επικοινωνία μετασχημάτισε δραστικά το πεδίο.
Η άμεση κοινωνική -δια ζώσης- επαφή περιορίστηκε. Κι αν η επαφή με τον φιλικό περίγυρο επέστρεψε, η μαζική αλληλεπίδραση -π.χ. η συμμετοχή σε ένα πολιτικό ή κοινωνικό γεγονός- δεν έχει φτάσει ακόμα τα προ πανδημίας επίπεδα. Σε πολιτικό επίπεδο, η διαπροσωπική επαφή, είτε με μαζικούς όρους είτε σπίτι το σπίτι, άνθρωπο τον άνθρωπο, πέρασε οριστικά πια σε δεύτερη μοίρα. Η επικοινωνία των πολιτικών δυνάμεων, των οργανώσεων της κοινωνίας των πολιτών, των κινημάτων με το περιβάλλον τους έγινε κυρίως διαμεσολαβημένη, αφ’ ενός από τα ΜΜΕ -με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε συνθήκες συγκέντρωσης και ελέγχου τους- αφ’ ετέρου από τις πλατφόρμες και τα κοινωνικά δίκτυα.
Σε αυτό το τελευταίο πεδίο, δημιουργήθηκε ένα τρομακτικό παράθυρο ευκαιρίας για κάποιους, κινδύνου για κάποιους άλλους. Το γεγονός ότι η ικανοποίηση της επιτακτικής ανάγκης των ανθρώπων για επικοινωνία με τον έξω κόσμο αφέθηκε στα χέρια λίγων τεχνολογικών κολοσσών, είχε ως αποτέλεσμα μια ασύλληπτη μεταβίβαση ισχύος. Από τη μία πλευρά περισσότεροι από ποτέ άνθρωποι βρέθηκαν αναγκαστικά διασυνδεδεμένοι σε κάθε λογής πλατφόρμες και δίκτυα, αφ’ ετέρου και λόγω αυτού έλαβε χώρα μια τεράστια συλλογή προσωπικών δεδομένων.
Αυτό που δεν έγινε αμέσως, τουλάχιστον από όλους και όλες, αντιληπτό ήταν πως ο φαινομενικά ελεύθερος και με άπειρες δυνατότητες χώρος των κοινωνικών δικτύων και όχι μόνο δημιουργούσε, εξαιτίας και του τρόπου με τον οποίο λειτουργούν οι αλγόριθμοι, για κάθε τμήμα της κοινωνίας παράλληλες -εικονικές, ή πάντως εναλλακτικές- πραγματικότητες. Ο καθένας και η καθεμία ενημερωνόμασταν από και συνομιλούσαμε με εκείνες και εκείνους που ήδη συμφωνούσαμε. Έτσι, το μήνυμα της αριστεράς έφτανε μεν σε όσες και όσους ήδη βρίσκονταν κοντά της, δεν μπορούσε όμως να συνομιλήσει με τους υπόλοιπους και τις υπόλοιπες.
Αριστερές πολιτικές χωρίς πολιτικό πρόσημο…
Κι αν αυτό ήταν περίπου το πλαίσιο που καθόριζε τα όρια και τις δυνατότητες των αριστερών δυνάμεων παντού στην Ευρώπη, τι πήγε λάθος σε επίπεδο πολιτικών;
Την τελευταία τετραετία υλοποιήθηκαν με τη στήριξη, αν όχι την πίεση, των δυνάμεων της Αριστεράς τόσο σε ευρωπαϊκό (βλ. Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, πολιτικές για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης) όσο και σε επιμέρους χώρες, πολιτικές στήριξης εισοδημάτων και της ζήτησης, αντιμετώπισης των επιπτώσεων της ακρίβειας και της ενεργειακής κρίσης στα νοικοκυριά κ.ο.κ., δηλαδή μια κατεξοχήν κεϋνσιανή/προοδευτική οικονομική πολιτική.
Ωστόσο, η πολιτική αυτή εφαρμόστηκε χωρίς να συνοδεύεται από ένα αντίστοιχο πρόσημο σε επίπεδο πολιτικής ρητορικής και ιδεολογίας. Εκεί όπου κυβερνούσε, όπως στη χώρα μας, η δεξιά χρησιμοποίησε τα εργαλεία αυτά, χωρίς όμως ποτέ να προσχωρήσει -πώς θα μπορούσε άλλωστε;- στην πολιτική και κοινωνική λογική πίσω από αυτά. Μοίρασε χρήματα, δημιουργώντας όμως καταναλωτές, πελάτες, όχι δημιουργώντας κοινωνία, αλληλέγγυους πολίτες. Αναγνώρισε στα λόγια τη σημασία του δημόσιου ΕΣΥ με χειροκροτήματα και μόλις δύο χρόνια μετά προχώρησε στην εν μέρει ιδιωτικοποίησή του. Ενώ εκεί που η αριστερά κυβερνούσε, όπως στην Ισπανία, ήταν εύκολο για τη δεξιά αντιπολίτευση να μειώσει την πολιτική/ιδεολογική διάσταση των μέτρων αυτών.
Με δύο λόγια: η αριστερά και στην Ευρώπη και σε κάθε χώρα, ενώ έδωσε τη μάχη για την στήριξη της κοινωνίας μέσα στην κρίση, ενώ πέτυχε να εφαρμοστούν -είτε βρισκόταν στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση- πολιτικές κοντά στη δική της οικονομική λογική, εγκλωβίστηκε σε ένα πλαίσιο «εθνικής» αντιμετώπισης των κρίσεων, μην μπορώντας να αρθρώσει το σχεδόν προφανές, ότι πάντα, ακόμα και σε συνθήκες κρίσης, οι πολιτικές που εφαρμόζονται έχουν κοινωνικό, πολιτικό και ιδεολογικό πρόσημο.
…και (ακρο)δεξιές πολιτικές με ισχυρότατο πρόσημο
Αυτό αντίθετα πέτυχε απολύτως να κάνει η δεξιά και η ακροδεξιά, επίσης είτε βρισκόταν στην κυβέρνηση είτε στην αντιπολίτευση.
Για παράδειγμα, την περίοδο της πανδημίας τα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης και οι απαγορεύσεις υπήρξαν μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Η δεξιά στην Ελλάδα -μέσα από το λόγο που εξέπεμπαν τα επάλληλα διαγγέλματα του πρωθυπουργού περί πολέμου, αόρατου εχθρού κ.λπ., η στρατιωτικοποίηση της διαχείρισης της πανδημίας έστω και σε επίπεδο άχρηστων συμβολισμών (π.χ. με την αμφίεση του τότε ΓΓ Πολιτικής Προστασίας, Ν. Χαρδαλιά), η κατάχρηση των ειδοποιήσεων μέσω του 112 κ.ο.κ.- κατάφερε να προσδώσει στην αντιμετώπιση της πανδημίας την πολιτική και ιδεολογική διάσταση που ήθελε.
Το κράτος δεν ήταν ο φορέας που εγγυάται τη συλλογική ευημερία και αλληλεγγύη, ο πάροχος των βασικών κοινωνικών αγαθών, αλλά ο προστάτης, το στιβαρό -ενίοτε και αυταρχικό- χέρι που μας προστατεύει, αλλά και μας υπενθυμίζει την «ατομική μας ευθύνη». Και την ίδια στιγμή ο τιμωρός των «άλλων», των «ξένων», που κλείνει και προστατεύει τα σύνορα, αφήνοντας εκτός όχι μόνο εχθρούς, αλλά και τους κατατρεγμένους και κατατρεγμένες πρόσφυγες και μετανάστες/τριες, ακόμα και τους αόρατους ιούς.
Κι ενώ όπου βρέθηκε στην αντιπολίτευση η αριστερά -ορθώς- συναίνεσε στα μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, που όμως στον πυρήνα τους είχαν την κατεξοχήν δεξιά πολιτική των απαγορεύσεων και του περιορισμού των ελευθεριών, εκεί που βρέθηκε στην κυβέρνηση, όπως στην Ισπανία, βρέθηκε αντιμέτωπη με μια ακροδεξιά επίθεση εναντίον των λοκντάουν, επίσης με ισχυρό δεξιό πρόσημο: ήταν η «Ισπανίδα Τραμπ» της Μαδρίτης που ανέλαβε, με σύνθημα την «Ελευθερία» (αλλά πραγματικό περιεχόμενο τον ακραίο ατομικισμό), τη σταυροφορία εναντίον των μέτρων κατά της πανδημίας.
Μέσα στις συνθήκες των επάλληλων κρίσεων η αριστερά, κυβερνώσα και μη, πιέστηκε και πιέζεται να προσχωρήσει στο ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο που της θέτει ο αντίπαλος, εργαλειοποιώντας θέματα όπως π.χ. η μετανάστευση, ο πόλεμος στην Ουκρανία και η εκεί παράνομη ρωσική εισβολή ή η εγκληματικότητα και δημιουργώντας ηθικούς πανικούς. Αν στην Ελλάδα η συζήτηση αφορά στον φράχτη στον Έβρο και στις βάρκες που φτάνουν στα νησιά στο Αιγαίο, στην Ισπανία είναι οι ισπανικοί θύλακες της Θέουτα και της Μελίγια στα ευρω-αφρικανικά σύνορα.
Αντί συμπεράσματος
Αν σε κάτι αποσκοπούν τα παραπάνω, που προφανώς δεν είναι παρά μια πρώτη απόπειρα περιγραφής ενός ευρύτερου πλαισίου, κοινού σε όλη την Ευρώπη, που φεύγει από τα άμεσα και συγκεκριμένα των εκλογικών αναμετρήσεων της 21ης και 28ης Μαΐου σε Ελλάδα και Ισπανία αντίστοιχα, δεν είναι ούτε να απαλλάξουν τα κόμματα της με την ευρύτατη έννοια αριστεράς στις δύο χώρες από τις ευθύνες τους για όσα έκαναν ή δεν έκαναν, ούτε φυσικά να πουν ότι η επιτυχία της δεξιάς ή ακόμα και της ακροδεξιάς είναι σήμερα μονόδρομος.
Αποσκοπούν όμως στο να αναδείξουν δύο στοιχεία ιδιαίτερα σημαντικά και για τις εκλογικές αναμετρήσεις της 25ης Ιουνίου και της 23ης Ιουλίου σε Ελλάδα και Ισπανία αντίστοιχα, αλλά και γενικότερα για τις δυνάμεις της αριστεράς. Πρώτον, η αριστερά δεν μπορεί να συνομιλεί με τον εαυτό της, στις προστατευμένες «φούσκες» που δημιουργούν τα social media, ούτε να περιορίζεται σε μια δημόσια σφαίρα δομικά και εκ προοιμίου εχθρική σε κάθε ουσιαστική πολιτική τοποθέτηση, που επιτρέπει και ευνοεί μόνο συνθήματα που κάνουν επίκληση στο -αρνητικό κυρίως- συναίσθημα. Στο πεδίο αυτό θα κερδίζει πάντα η δεξιά και κυρίως η ακροδεξιά, γιατί απευθύνεται στο ένστικτο των ανθρώπων, στον φόβο, γιατί δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει fake news που όμως απλοποιούν και κάνουν εύπεπτο το μήνυμά της.
Και δεύτερον -και κυριότερο. Η δεξιά πολιτικοποιεί και ιδεολογικοποιεί τις δικές της ταυτοτικές επιλογές, όπως για παράδειγμα μέσω του γνωστού δόγματος «νόμος και τάξη»,τη στιγμή που η αριστερά αποτυγχάνει -γιατί διστάζει- να προσδώσει πολιτικό και ιδεολογικό περιεχόμενο στις δικές της πολιτικές, σε όσα προτείνει και υλοποιεί στο πεδίο της οικονομίας, της κοινωνικής πολιτικής, της εργασίας, της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, σε όσα επιτυγχάνει. Πρέπει λοιπόν να το πει δυνατά, ότι πάντα και παντού, στις κρίσεις και στην κανονικότητα, η πολιτική υπάρχει, είτε το βλέπουμε είτε όχι. Να πει ότι «δεν είμαστε όλοι ίδιοι», και να το αποδείξει.
(Η Δανάη Κολτσίδα είναι διευθύντρια του Ινστιτούτου Νίκος Πουλαντζάς, μέλος της ΠΓ του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, αρμόδια για τις Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Υποθέσεις)