Το κύμα ακρίβειας που βιώνουμε τον τελευταίο περίπου ενάμιση χρόνο έχει συγκεντρώσει δικαιολογημένα το ενδιαφέρον του δημόσιου διαλόγου εξαιτίας της αρνητικής επίδρασης που έχει στο βιοτικό επίπεδο και στην καθημερινότητα ενός μεγάλου τμήματος της κοινωνίας, και ειδικά των μισθωτών, των συνταξιούχων και των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Πολλές οικογένειες βρίσκονται σε κίνδυνο υλικής στέρησης. Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η ακρίβεια δεν είναι ένα μεμονωμένο σοκ για την οικονομία και την κοινωνία μας, αλλά ακολουθεί την πανδημική κρίση και την κρίση χρέους και λιτότητας. Η μεγάλη αυτή εικόνα των τριών κρίσεων μας δείχνει ότι ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας έχει υποστεί σωρευτικά δραματική επιδείνωση του βιοτικού του επιπέδου, ότι βιώνει μια διαρκή κρίση αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα θα αναφέρω την περίπτωση του κατώτατου μισθού, ο οποίος έχει εμβληματικό ρόλο στη δημόσια συζήτηση. Το 2012, ο τότε κατώτατος μισθός μειώθηκε στο ονομαστικό του επίπεδο κατά 22%. Το 2022, και ενώ δεν έχει επανέλθει ακόμη στο ονομαστικό ύψος του 2012, δηλαδή στα 751 ευρώ, η ακρίβεια μειώνει αυτή τη φορά την πραγματική αγοραστική δύναμη του γύρω στο 15%. Και οι συνθήκες διαβίωσης είναι χειρότερες για εκείνους που εργάζονται με άτυπες μορφές εργασίας, για τους ανέργους και για όλους εκείνους που ζουν με κοινωνικά επιδόματα, που έχουν αμοιβές πολύ χαμηλότερες του κατώτατου μισθού.
Σε αυτή την περίοδο των έντονα αυξανόμενων κοινωνικών και οικονομικών αβεβαιοτήτων είναι ζωτικής σημασίας η ενίσχυση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της κοινωνικής συνοχής με επαρκείς μισθολογικές και θεσμικές παρεμβάσεις. Ένα από τα κατεξοχήν εργαλεία για την προώθηση αυτών των στόχων είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού σε συνδυασμό με την ουσιαστική θεσμική ενίσχυση της προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις εργασίας που θα διασφάλιζαν την τιμαριθμοποίηση όλης της κλίμακας κατανομής των αμοιβών στην τρέχουσα πληθωριστική συγκυρία.
Η θέση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ είναι ότι το ύψος του κατώτατου μισθού θα πρέπει να αντιστοιχεί τουλάχιστον στο ύψος του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης. Μία από τις μεθόδους ποσοτικής εκτίμησης του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης είναι οι δείκτες που αξιολογούν τον κατώτατο μισθό ως προς το 60% του διάμεσου και το 50% του μέσου ακαθάριστου μισθού πλήρους απασχόλησης της οικονομίας. Οι δύο αυτοί δείκτες αποτελούν εναλλακτικές ποσοτικές εκτιμήσεις του κατωφλιού της φτώχειας. Πρέπει με έμφαση να σημειωθεί ότι ο προσδιορισμός του κατώτατου μισθού βάσει των δεικτών αυτών ιχνογραφεί ενδεικτικά κατώτατα όρια εισοδήματος που προστατεύουν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και των οικογενειών τους από το να περάσει κάτω από το κατώφλι της φτώχειας. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν ανώτατα όρια στον προσδιορισμό του ύψους του ονομαστικού κατώτατου μισθού.
Ενδεικτικά, το 2021 ο σταθμισμένος κατώτατος μισθός ήταν χαμηλότερος κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες από το 60% του διάμεσου μισθού του 2021, ενώ το 2022, και παρά τη σημαντική αύξηση του ονομαστικού κατώτατου μισθού, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερος κατά 6,5 μονάδες από το 60% του διάμεσου του 2021. Στην περίπτωση που υποθέσουμε ότι ο διάμεσος μισθός του 2022 θα ήταν υψηλότερος, εφόσον σημειωνόταν κάποια μορφή τιμαριθμοποίησης της κατανομής των ονομαστικών μισθών, η τιμή του δείκτη θα ήταν χαμηλότερη, αναδεικνύοντας το μεγάλο έλλειμμα αξιοπρεπούς διαβίωσης για όσους αμείβονται με τον κατώτατο μισθό και τον υψηλό κίνδυνο υλικής στέρησης των οικογενειών τους αφού βρίσκονται κάτω από το κατώφλι της φτώχειας.
Βάσει αυτών των δεδομένων, το ΙΝΕ ΓΣΕΕ προτείνει να αυξηθεί ο κατώτατος μισθός στο 60% του διάμεσου μισθού πλήρους απασχόλησης, συν τον προσδοκώμενο πληθωρισμό για το 2023, δηλαδή στο ονομαστικό ύψος των 826 ευρώ, δηλαδή στο κατώφλι της φτώχειας. Οποιαδήποτε αύξηση του ονομαστικού κατώτατου μισθού σε ύψος χαμηλότερο του κατωφλιού φτώχειας θα είναι επιλογή φτωχοποίησης των μισθωτών που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό.
Σε θεσμικό επίπεδο το ΙΝΕ ΓΣΕΕ προτείνει την επαναφορά του καθορισμού του κατώτατου μισθού στον θεσμό της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, ώστε να σταματήσει η χρησιμοποίηση του κατώτατου μισθού ως εργαλείου χειραγώγησης του εκλογικού κύκλου. Επίσης, πρέπει άμεσα να γίνει αποκατάσταση των προστατευτικών ρυθμίσεων του ατομικού και του συλλογικού εργατικού δικαίου (καθολικότητα ισχύος των όρων των ΣΣΕ, πλήρης μετενέργειά τους, αρχή της εύνοιας στη «συρροή» τους και επέκταση της ισχύος τους) και επαναφορά των τριετιών. Το πάγωμα των τριετιών την τελευταία δεκαετία λειτούργησε ως ένας μηχανισμός βίαιης αναδιανομής του εισοδήματος σε βάρος των εργαζομένων. Τέλος, προτείνεται η άρση όλων των θεσμικών και νομοθετικών εμποδίων για την αύξηση της κάλυψης των εργαζομένων από συλλογικές συμβάσεις εργασίας άνω του 80% των μισθωτών.
(Ο Γιώργος Αργείτης είναι Καθηγητής, ΤΟΕ ΕΚΠΑ & Επιστημονικός Διευθυντής ΙΝΕ ΓΣΕΕ)