Για να κατανοήσουμε τη δυναμική των ελληνοτουρκικών σχέσεων, να ερμηνεύσουμε τις ενέργειες της Τουρκίας και να κάνουμε μια στοιχειωδώς ρεαλιστική, αν και επισφαλή, πρόβλεψη για την συμπεριφορά της Άγκυρας στο μέλλον, θα πρέπει να εξετάσουμε τη λειτουργία των δύο χωρών στο παγκόσμιο σύστημα εν συνόλω και όχι με «τοπικιστικά» κριτήρια.
Το πρώτο στοιχείο που θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας είναι η μετάλλαξη του διεθνούς συστήματος που βρίσκεται εν εξελίξει αυτήν τη στιγμή. Συγκεκριμένα, το διεθνές σύστημα κινείται από μια πολυπολική φάση σε μια νέα διπολικότητα, η οποία όμως δεν έχει ακόμη αποκρυσταλλωθεί. Συνακόλουθα, η πολυπολικότητα όχι απλώς συνεχίζει να υφίσταται αλλά προσφέρει περισσότερα από ότι πριν περιθώρια ελεύθερης και αυτόνομης δράσης σε φιλόδοξους μεσαίους δρώντες, όπως είναι η Τουρκία, η οποία έχει καταφέρει να τοποθετήσει τον εαυτό της μεταξύ Δύσης και Ανατολής.
Το δεύτερο είναι ο τεράστιος ρόλος που αποκτά η Ανατολική Μεσόγειος στο νέο «Μεγάλο Παιχνίδι» (GreatGame) που παίζεται στην ευρασιατική σκακιέρα. Συγκεκριμένα, μια σειρά από παράγοντες μετατρέπουν την Ανατολική Μεσόγειο στο κατεξοχήν γεωπολιτικό κέντρο του κόσμου και την καθιστούν το μεγάλο διακύβευμα του παγκόσμιου ανταγωνισμού.
Η αύξηση της σημασίας της Ανατολικής Μεσογείου ξεκινά από ένα πολύ μακρινό σε αυτήν χώρο, με τον οποίο φαινομενικά δεν έχει καμία σχέση.
Και ο χώρος αυτός είναι ο Αρκτικός, ο οποίος φαίνεται ότι σταδιακά απαλλάσσεται από το στρώμα των πάγων και μετατρέπεται σε έναν νέο θαλάσσιο δρόμο. Η εξέλιξη αυτή κλείνει το κενό όσον αφορά τη θαλάσσια επικοινωνία που υπήρχε μεταξύ δυτικής και ανατολικής Ευρασίας και προσφέρει έναν, κατά κάποιον τρόπο, διάδρομο ταχείας κυκλοφορίας γύρω από την «Παγκόσμια Νήσο», δηλαδή το σύμπλεγμα Ευρασίας – Αφρικής. Και αν ρίξει κανείς μια ματιά κανείς σε μια υδρόγειο σφαίρα, θα δει ότι αυτό το σύμπλεγμα έχει ένα κέντρο, ένα εσωτερικό αίθριο, το οποίο είναι η Μεσόγειος. Και το κέντρο του κέντρου είναι η Ανατολική Μεσόγειος. Και κέντρο του κέντρου του κέντρου είναι το Αιγαίο.
Επιπροσθέτως, το τεράστιο πλέγμα των υποδομών της BRI(BeltandRoadInitiative) της Κίνας, του περιβόητου «Νέου Δρόμου του Μεταξιού», αλλάζει τη γεωγραφία της Κεντρικής Ασίας και ενισχύει την αυτονόμηση της Παγκόσμιας Νήσου από τις ωκεάνιες επικοινωνίες και συνακόλουθα από τον υπόλοιπο κόσμο. Και οι δύο βασικές διαδρομές της BRI, η κεντροασιατική και η νότια, συγκλίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο.
Η Τουρκία δεν θέλει «επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών» αλλά καθυπόταξη της Ελλάδας
Και αυτοί είναι μόνον δύο από τους παράγοντες που αναβαθμίζουν γεωπολιτικά την έτσι και αλλιώς ιδιαίτερα σημαντική Ανατολική Μεσόγειο
Συνακόλουθα, παραφράζοντας τον Mackinder, θα μπορούσαμε να πούμε ότι όποιος ελέγξει την Ανατολική Μεσόγειο θα ελέγξει τον κόσμο.
Και η Τουρκία σκοπεύει να είναι αυτή που θα το πράξει, όχι φυσικά για να ελέγξει η ίδια τον κόσμο αλλά για να διαπραγματευτεί με τους βέλτιστους όρους τις σχέσεις της με τις δυνάμεις πρώτης γραμμής και συγκεκριμένα με το τρίγωνο ΗΠΑ – Ρωσία – Κίνα.
Όμως, απέναντι της έχει ένα εμπόδιο. Και το εμπόδιο αυτό είναι οι δύο κρατικές συνιστώσες του Ελληνισμού, η Ελλάδα και η Κυπριακή Δημοκρατία. Συνακόλουθα, «οφείλει» να αδρανοποιήσει τις δύο αυτές χώρες, αποδομώντας την κυριαρχία τους στην περιοχή και επεκτείνοντας τη δική της, κάτι που διακηρυγμένα προσπαθεί να κάνει δια του δόγματος της «Γαλάζιας Πατρίδας». Δηλαδή, μιας κατά κάποιον τρόπο γεωπολιτικής επιχωμάτωσης, που επιδιώκει να επεκτείνει στη θάλασσα το τουρκικό έδαφος. Αυτή είναι η και η ουσία της τουρκικής γεωστρατηγικής και αυτή υπηρετεί συστηματικά με επιμονή και υπομονή εδώ και καιρό.
Αυτή η υπερφιλόδοξη Τουρκία έχει απέναντί της μια Ελλάδα η οποία αρνείται να εξετάσει καν
τη λειτουργία της στο παγκόσμιο παιχνίδι και που δείχνει εγκλωβισμένη σε μια σειρά από παρανοϊκές αναγνώσεις της πραγματικότητας, πιστεύοντας πως η Άγκυρα είναι «απομονωμένη» και θα «τιμωρηθεί» για τις ενέργειές της από τη Δύση ή ότι «απλώς έχουμε κάποιες διαφορές με την Τουρκία» τις οποίες μπορούμε να λύσουμε με διάλογο ή με την καταφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης.
Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η Τουρκία δεν έχει κάποια διαφορά με εμάς την οποία θέλει να λύσει, έστω και με λεόντειο υπέρ αυτής τρόπο. Η Τουρκία θέλει ουσιαστικά να καταργήσει την Ελλάδα ως αυτόνομο γεωπολιτικό δρώντα στην περιοχή και να την απορροφήσει στη σφαίρα επιρροής της γιατί αυτό απαιτούν οι εξαιρετικά φιλόδοξες γεωπολιτικές της στοχεύσεις και οι στοχεύσεις αυτές πηγάζουν σε μεγάλο βαθμό από τις μεταλλάξεις στο διεθνές σύστημα.
Συνακόλουθα, δεν πρόκειται να σταματήσει έως ότου το επιτύχει, όσες υποχωρήσεις και επιδείξεις «καλής θέλησης» και αν κάνει η Ελλάδα. Αντιθέτως, θα χρησιμοποιεί ως πάτημα κάθε υποχώρηση της Ελλάδας ώστε να προχωρήσει στην επόμενη φάση.
Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει ότι η Τουρκία είναι ανίκητη και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί.
Αντιθέτως, οι φιλοδοξίες της αυτές θίγουν πολλά κράτη, ακόμη και αυτά που εμφανίζονται ως σύμμαχοι και φίλοι της. Όμως, ακριβώς για να μην ωθήσουν την Τουρκία προς την πλευρά των ανταγωνιστών τους, τα κράτη αυτά έχουν περιορισμένο εύρος κινήσεων έναντι της Άγκυρας αυτήν την στιγμή. Θα καλοέβλεπαν λοιπόν ένα αντιτουρκικό μπλοκ που θα «ψαλίδιζε» τις τουρκικές φιλοδοξίες. Και αυτού του αντιτουρκικού μπλοκ μπορεί να ηγηθεί η Ελλάδα, τόσο για να προστατεύσει τον εαυτό της, όσο και για να διεκδικήσει έναν ενισχυμένο ρόλο στο διεθνές σύστημα και να για να συμμετάσχει ως πρωταγωνιστική δύναμη στο νέο «Μεγάλο Παιχνίδι». Αυτό όμως απαιτεί τόλμη, δημιουργικότητα, αυτόνομη – εθνοκεντρική λειτουργία και συνακόλουθη απαλλαγή από τις άμεσες διαταγές του δυτικού παράγοντα και κυρίως να δείξει ότι είναι έτοιμη να υπερασπίσει τον εαυτό της και τα ζωτικά της συμφέροντα.
Σε κάθε περίπτωση, η πολιτική της δουλοπρεπούς αδράνειας έχει φτάσει πια στα όρια της.
Ή θα προχωρήσουμε σε μια στρατηγική αντίστασης στην Τουρκία και θα επιδιώξουμε να αναλάβουμε την πρωτοβουλία στην αντιπαράθεση με αυτήν ή θα μετατραπούμε, σε βάθος χρόνου, σε ένα άτυπο σαντζάκι της νεοοθωμανικής αυτοκρατορίας και θα επαφίεται πλέον στη μεγαλοθυμία της τουρκικής ηγεσίας πόση ανεξαρτησία θα μας επιτρέψει να έχουμε και τι κομμάτια της ελληνικής επικράτειας θα μπορούμε να διαφεντεύουμε και σε τι ποσοστό.
Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Διδάσκει επίσης Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών