Το 1989 η αείμνηστη Μελίνα Μερκούρη είχε πει, σε μια δύσκολη για το ΠΑΣΟΚ συγκυρία, στον επίσης αείμνηστο Ανδρέα Παπανδρέου, «Δεν αρέσουμε πια, πάρ’ το απόφαση».
Ωστόσο, η αξιαγάπητη ηθοποιός, υπουργός Πολιτισμού και κοσμοπολίτισσα bonnevivante διαψεύσθηκε αφού το ΠΑΣΟΚ υπό τον Ανδρέα Παπανδρέου επανήλθε πανηγυρικά στην εξουσία το 1993 μετά το δεξιό και νεοφιλελεύθερο διάλειμμα της διακυβέρνησης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Το τι έγινε από εκεί και μέχρι που το ΠΑΣΟΚ έφτασε να μην αποτελεί ένα από τα δύο κόμματα του σύγχρονου δικομματισμού είναι πια γνωστό. Αυτό που οφείλουμε να κρατήσουμε από αυτό το ιστορικό φαινόμενο είναι ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου με όλα τα θετικά και τα αρνητικά του γνώριζε καλά τρία πράγματα: να δημιουργεί όραμα, να το περνάει στο λαό και να πολιτεύεται με τις ρεαλιστικές πτυχές του.
Η απόσυρση της Φώφης Γεννηματά από την κούρσα της αρχηγίας στις εσωκομματικές εκλογές και ο πρόωρος και δυσαναπλήρωτος χαμός της δημιούργησε όπως ήταν φυσικό νέα δεδομένα και νέες δυναμικές. Ομνύοντας όλοι στο όνομα της αδικοχαμένης Ελληνίδας πολιτικού, άλλοι αναμόρφωσαν την εκλογική στρατηγική τους, όπως οι κκ. Ανδρουλάκης και Λοβέρδος, άλλοι έκαναν τη δυναμική επανεμφάνισή τους στο πολιτικό προσκήνιο, όπως ο κ. Γ. Παπανδρέου και άλλοι, όπως οι κκ. Γερουλάνος, Καστανίδης και Χρηστίδης, που έτσι κι αλλιώς εμφανίζονταν ως αουτσάιντερ, συνέχισαν σε μια πιο καθαρή προσωπική γραμμή με κλασικά ή μετανεωτερικά χαρακτηριστικά, προσβλέποντας σε έναν μελλοντικό ρόλο ως ρυθμιστές, αφού τα δημοσκοπικά ευρήματα τους κατατάσσουν πίσω από τους πρώτους τρεις.
Το εξαιρετικά και πολιτικά ενδιαφέρον είναι ότι όλες αυτές οι πυκνές εξελίξεις, επανέφεραν κυρίως τη λέξη ΠΑΣΟΚ στη δημοσιότητα, γεγονός που υπενθυμίζει ότι ακόμη και σήμερα ένα μεγάλο μέρος της «ψυχής» του εκλογικού σώματος παραμένει πιστό σε κάποιες ιδέες ή πολιτικές που εφαρμόστηκαν σε προηγούμενες δεκαετίες. Αυτή δημοσιότητα προκάλεσε χαμόγελα στους «αμετανόητους» ψηφοφόρους της παράταξης και την προσδοκία για επανάκαμψη, με τον επαναπατρισμό συντρόφων κυρίως από τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ αλλά και τη Νέα Δημοκρατία ή από αυτούς που συνειδητά απέχουν. Σε περιοχές, μάλιστα, που το ΚΙΝΑΛ (βλέπε παλαιό ΠΑΣΟΚ) διατηρεί υψηλά ποσοστά η αισιοδοξία ανέβαινε μέρα με τη μέρα. Στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, «καταπιεσμένοι» πασοκτσήδες ξεσπαθώνουν μετά από χρόνια πολιτικής «αυτοεξορίας» ή δεξιόστροφοι πρώην δημαρίτες και αριστεροί φιλελεύθεροι προσπαθούν να συγκρατηθούν για να μην εκτεθούν στο τέλος.
Και για να μην παρεξηγηθούμε, δεν υπάρχει καμιά διάσταση ειρωνείας σε όλα τα παραπάνω. Αντιθέτως είναι πολιτικά δημιουργικά, αφού ένα τμήμα του δημοκρατικού κόσμου της χώρας επανέρχεται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο στο δημόσιο διάλογο και μάλιστα χωρίς ρεβανσιστικές διαθέσεις. Συμβαίνει όμως το ίδιο και στη μάχη για την επικράτηση στις εσωκομματικές εκλογές;
Τα «μαχαίρια» που έχουν βγει αποδυναμώνουν την αισιόδοξη εντύπωση που είχε δημιουργηθεί. Ανώφελες διαμάχες χαρακωμάτων για τα debate, τρικλοποδιές περί δυαρχίας, προσπάθειες «κυριακοποίησης» των εσωκομματικών εκλογών με εγγραφές «άσχετων», πολιτικές προτάσεις με «πολεμικούς» ετεροπροσδιορισμούς και κυρίως με μια συνολική εικόνα που αντί να αποτυπώνει εσωτερικό πλουραλισμό, παραπέμπει σε παλαιοκομματικούς βυζαντινισμούς, χωρίς κοινό όραμα για το μέλλον, υπενθυμίζουν στο μυαλό των πολιτών παθογένειες που όλοι θέλουν να αφήσουν πίσω τους.
Αυτά οφείλουν να δουν και πάνω σε αυτά να ενσκήψουν πρωτίστως οι διεκδικητές της αρχηγίας του κόμματος, καθώς και γιατί το ΠΑΣΟΚ δεν άρεσε από το 2010 μέχρι και σήμερα.
Γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου μπορεί να διέψευσε τη Μελίνατέσσερα χρόνια μετά, επειδή ακριβώς ήταν ο Ανδρέας. Ωστόσο, ο τρόπος που πολιτεύονται οι επίγονοί του -συμπεριλαμβανομένων των κκ. Σημίτη και Βενιζέλου που κινούν τα νήματα από μακριά ή αδιαφορούν- θα καταδικάσουν το ΚΙΝΑΛ να παραμείνει, παρά τις προσπάθειες της Φώφης Γεννηματά ένα κόμμα ξεπερασμένο ή για χάριν ομοιοκαταληξίας μπανάλ…
Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι δημοσιογράφος και ιστορικός