Έζησε, δημιούργησε, υπήρξε, μάτωσε, ως ο Μίκη του λαού. Από το λαό άντλησε τα τραγούδια και τους στίχους της ζωής του, στο λαό έκανε οικεία τα πρόσωπα και τα λόγια του Ρίτσου, του Βάρναλη, του Ελύτη, του Σεφέρη, του Κατσαρού, και των άλλων ποιητών μας. Στα σπίτια των απλών ανθρώπων που πεινούσαν για δικαιοσύνη και διψούσαν για ελευθερία έφερε τον άνεμο μιας εξέγερσης νεανικής, που επιμένει αψηφώντας το χρόνο και τις ήττες. Δεν υπάρχει αμφιβολία πια για κανέναν ότι ο Μίκης είναι συνώνυμο του όρθιου λαού και αντώνυμο των κάθε λογής προσκυνημένων.
Η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, η Μυρτιά, ο Αντώνης, ο Ανδρέας, ο Παύλος και ο Νικολιός, είναι όλοι τους από την πάστα του λαού, από την οποία ο μεγάλος μουσικός έπλασε τα αριστουργήματά του.
Ο λαός δεσπόζει στην ποίηση και στα τραγούδια του. Τις μάχες του για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη υμνεί, για τις ήττες του θρηνεί, για τις νίκες του χαίρεται.
Σε μεγάλες λαϊκές συναυλίες άναβε φωτιές για να φωτίσει το σκοτάδι μετά τον εμφύλιο. Κι έτρεχαν κατά χιλιάδες οι άνθρωποι, αγνοώντας τους χωροφύλακες που έπαιρναν τα στοιχεία τους, τους παρακρατικούς με τα ρόπαλα, την τρομοκρατία της εποχής που θεωρούσε τη μουσική και τα τραγούδια κάλεσμα προδοσίας και απόδειξη ανθελληνικής στάσης.
Δεν θα υπήρχε ο Μίκης που ξέρουμε και αγαπήσαμε χωρίς αυτή τη σχέση του με τους απλούς ανθρώπους του μόχθου και του αγώνα. Αυτοί έγιναν οι δικοί του απόστολοι, όπως οι φτωχοί ψαράδες έγιναν οι απόστολοι του Ιησού. Κι από αυτούς προσπάθησε να τον αποκόψει η χούντα όταν όχι μόνο τον φυλάκισε και τον εξόρισε, αλλά και απαγόρευσε ακόμα και να παίζονται, και να ακούγονται τα τραγούδια του.
Εκείνο που δεν λέγεται είναι ότι χρειάστηκε η επέμβαση του χρόνου για να γίνει ο Μίκης άνθρωπος, σύμβολο, τροβαδούρος, όλου το λαού. Ότι ένα μέρος του λαού στήριξε τους διώκτες της μουσικής και του ίδιου, υπέκυψε στην προπαγάνδα που τον ήθελε σχεδόν προδότη, του γύρισε την πλάτη στα δύσκολα.Αλλά δεν ήταν αυτό που έδωσε τη σφιχτή πλέξη της ακατάλυτης σχέσης. Ήταν εκείνοι που τον έκρυψαν όταν άλλοιτον καταδίωκαν, τον τάισαν με την αγάπη τους όταν πεινούσε μέσα στα σύρματα των χωροφυλάκων, τον πότισαν ροδόσταμο όταν άλλοι τον πότιζαν φαρμάκι.
Για να έρθει η στιγμή που όλοι οι Έλληνες, από την πρόεδρο της Δημοκρατίας, μέχρι τους εκπροσώπους της άκρας Δεξιάς, ενώθηκαν για να τον τιμήσουν και τον αποχαιρετήσουν. Αυτός ήταν και ο μεγαλύτερος θρίαμβος της μουσικής, των τραγουδιών, και της ζωής του Μίκη Θεοδωράκη. Ότι οι πάντες, οι απλοί άνθρωποι, αλλά και οι άνθρωποι της εξουσίας, οι πολιτικοί απόγονοι εκείνων που τον καταδίωξαν, κατέθεσαν πάνω από το φέρετρό του την εκτίμηση και το ευχαριστώ τους για όσα πρόσφερε στην Ελλάδα. Κι αυτή ήταν ταυτόχρονα μια έκφραση συγγνώμης για όσα μαρτύρια του είχε επιφυλάξει σε δύσκολα χρόνια η επίσημη Ελλάδα.
Ο Μίκης που κάποτε κατηγορήθηκε ότι διχάζει κατάφερε να ενώσει τους πάντες στα απλά πράγματα. Στην αγάπη, την αλληλεγγύη, τη δημοκρατία, την ελευθερία, τη δικαιοσύνη. Ξέρουμε ότι για κάποιους αυτά είναι μόνο λόγια, αλλά κι αυτό δεν είναι για πέταμα. Κάτι δείχνει για το μέγεθος του ίδιου και των ιδεών του.
Στο φέρετρό του ακούμπησε όλη η Ελλάδα με συγκίνηση, θλίψη, αλλά και μια έστω έμπρακτη και δειλή συγγνώμη. Σίγουρα γίναμε λίγο καλύτεροι με τα τραγούδια και τη ζωή του…
(Ο Θανάσης Καρτερός είναι δημοσιογράφος)