Opinions

Λόης Λαμπριανίδης: Σκέψεις για την επιστροφή διδακτόρων στην Ελλάδα

Το 31,3% των ελλήνων διδακτόρων δούλεψαν κάποια στιγμή στο εξωτερικό, ενώ το 13,4% εξακολουθούν να δουλεύουν σήμερα εκτός Ελλάδας.

Το κυρίαρχο αναπτυξιακό πρότυπο, το οποίο στηρίζεται από την πλευρά της προσφοράς κυρίως στον τουρισμό και στις κατασκευές, για την παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών χαμηλής και μέσης προστιθέμενης αξίας, και από την πλευρά της ζήτησης σε υπερκατανάλωση, συχνά πολυτελή και επιδεικτική, οδήγησε την ελληνική οικονομία σε αδιέξοδο και υποβάθμισε συνολικά τις συνθήκες ζωής μας. Ακολουθείται επί χρόνια και ιδίως σήμερα μια πολιτική «φτηνής ανάπτυξης» (χαμηλό κόστος εργασίας, χαμηλοί φορολογικοί συντελεστές για τις επιχειρήσεις, περιορισμένη προστασία φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος και πολιτιστικής κληρονομιάς κ.ά.). Το μοντέλο αυτό θεωρεί ότι η ανάπτυξη θα επέλθει μέσα από τους αυτοματισμούς μιας αγοράς απαλλαγμένης από υπερβάλλουσες ρυθμίσεις, και συνεπώς ότι δεν απαιτούνται μείζονες δομικές μεταβολές του αναπτυξιακού μας υποδείγματος. Δεν κατανοεί, ωστόσο, τη σημασία του ανθρώπινου δυναμικού ως καθοριστικού παράγοντα για τη βελτίωση των οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών της χώρας, καθώς και της θέσης της στον διεθνή καταμερισμό εργασίας. Η πολιτική αυτή είναι που διώχνει το εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό εκτός Ελλάδας και οξύνει τη διαρροή εγκεφάλων, που στη διάρκεια της κρίσης πήρε δραματικές διαστάσεις.

Αυτό που χρειάζεται είναι, αντιθέτως, μια στρατηγική για «ποιοτική ανάπτυξη» («ανηφορικό δρόμο» -«high road»), η οποία θα στηρίζεται στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό και θα έχει ως στόχο τη σταδιακή αύξηση της παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, με αύξηση ιδίως της βιομηχανικής παραγωγής, που πρέπει να πάρει κεντρική θέση, αλλά και των εξαγωγών. Χρειάζεται ένα συγκροτημένο σχέδιο για ένα «αναπτυξιακό άλμα», στοχεύοντας στην «οικονομία της γνώσης» με παράλληλη μείωση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων, αλλά και με μια νέα και βιώσιμη ισορροπία μεταξύ κατανάλωσης και αποταμίευσης /επένδυσης. Για τον σκοπό αυτόν, είναι απαραίτητη η αξιοποίηση όλων των δυνάμεων της χώρας – και βέβαια πρωτίστως του εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού της, είτε ζει εντός είτε εκτός συνόρων.

Όμως, η χώρα μας εδώ και πολλά χρόνια, ήδη από τη δεκαετία του ’90, υποφέρει από τη φυγή εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού για αναζήτηση εργασίας (brain drain). Το φαινόμενο αυτό επιδεινώθηκε στη διάρκεια της κρίσης. Η φυγή αυτή σημαίνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα: απώλεια αναπτυξιακής, κοινωνικής, πολιτιστικής και εθνικής δυναμικής, αλλά και υπονόμευση της διαδικασίας μετάβασης της χώρας σε μια οικονομία υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Δημιουργεί ελλείψεις σε κρίσιμους κλάδους (π.χ. πληροφορική και ιατρική), ενώ επίσης επιτείνει το δημογραφικό πρόβλημα.

Στο σημείωμά μου αυτό θα ήθελα να αναφερθώ στα ιδιαίτερα ανησυχητικά στοιχεία, τα οποία προέκυψαν από έρευνα που πραγματοποιήσαμε σε συνεργασία με το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης (ΕΚΤ) για τους Έλληνες διδάκτορες, δηλαδή για το πιο εκπαιδευμένο τμήμα του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας (διαθέσιμη ΕΔΩ).

Αυτό που προκύπτει είναι πως το 31,3% των ελλήνων διδακτόρων δούλεψαν κάποια στιγμή στο εξωτερικό, ενώ το 13,4% εξακολουθούν να δουλεύουν σήμερα εκτός Ελλάδας. Ένα πάρα πολύ σημαντικό μέρος αυτών που ζουν στο εξωτερικό απασχολείται σε AEI (40,3%) και σε Ερευνητικά κέντρα (15%) (Διάγραμμα 1). Επέλεξαν να φύγουν στο εξωτερικό βασικά για επαγγελματικούς λόγους (επαγγελματική ανέλιξη, καλύτερες οικονομικές απολαβές, καλύτερες συνθήκες εργασίας, εργασία στο αντικείμενό τους κτλ. – Διάγραμμα 2). Το 75.2% των διδακτόρων εγκαταστάθηκαν σε αυτό που αποκαλούμε παγκόσμιες μητροπόλεις (κυρίως Λονδίνο, Παρίσι, Βρυξέλες, Ν. Υόρκη – Διάγραμμα 3). Το 67,5% των διδακτόρων πήγαν σε χώρες που χαρακτηρίζονται ως καινοτόμες, ακριβώς επειδή η ισχυρή καινοτομικότητα μιας χώρας αποτελεί καθοριστικό παράγοντα προσέλκυσης υψηλά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού.

Lois lamprianidis diagramma 1

Lois lamprianidis diagramma 2

Lois lamprianidis diagramma 3

Έχει τεκμηριωθεί ότι η φυγή οφείλεται σε ένα γενικότερο αρνητικό κλίμα που επικρατεί ή θεωρείται ότι επικρατεί στην Ελλάδα (αναξιοκρατία, νεποτισμός, γραφειοκρατία κτλ.), αλλά κυρίως στην αναντιστοιχία προσφοράς και ζήτησης επιστημονικού δυναμικού. Θα πρέπει να διευκρινίσουμε εδώ ότι είναι μύθος η υπερβάλλουσα προσφορά πτυχιούχων, καθώς ως χώρα βρισκόμαστε πολύ κοντά στους μ.ό. τόσο της ΕΕ, όσο και του ΟΟΣΑ (στο διάστημα 2008-2020 το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού με πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα ήταν 27,6% ενώ ο μ.ό. της ΕΕ. ήταν 28,8%). Αντίθετα, βασική αιτία είναι η περιορισμένη ζήτηση εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού, καθώς οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν παράγουν σύνθετα προϊόντα ή υπηρεσίες έντασης γνώσης και τεχνολογίας, αλλά και οι ελληνικές κυβερνήσεις δεν κατανοούν τη σημασία της στελέχωσης του κρατικού μηχανισμού με εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό.

Το εξειδικευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο της χώρας είναι εξαιρετικό, ανεξάρτητα από το αν συγκυριακά βρίσκεται εντός ή εκτός της επικράτειας. Από την άποψη αυτή, είναι προβληματική η αντιδιαστολή των ελλήνων επιστημόνων του εξωτερικού με τους εξίσου ικανούς συναδέλφους τους που δεν μετανάστευσαν αλλά παρέμειναν και εργάστηκαν στη χώρα σε πολύ δύσκολες συνθήκες. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να δίνεται το λανθασμένο μήνυμα «φεύγουν οι καλύτεροι». Ωστόσο, η αιμορραγία της χώρας σε καλούς επιστήμονες θα πρέπει να μας προβληματίσει επιτέλους σοβαρά.

Τι πολιτικές θα πρέπει να ασκηθούν, λοιπόν, ώστε το ανθρώπινο δυναμικό αυτό να επιστρέψει; Είτε πρόκειται για άτομα που βρίσκονται συγκυριακά στο εξωτερικό είτε για άτομα που παραμένουν στη χώρα, η απόφασή τους για μετανάστευση ή παλινόστηση συνδέεται με ένα πολύπλοκο πλέγμα ευκαιριών, προσδοκιών, αντιλήψεων, περιορισμών και δυνατοτήτων που ενεργοποιείται ανάλογα με επιμέρους ατομικά χαρακτηριστικά. Από τις απαντήσεις των ίδιων των διδακτόρων προκύπτει ότι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους θα επέστρεφαν στην Ελλάδα συνδέονται με την εργασία, αλλά και με τη δυνατότητα ή τη βούληση του ελληνικού κράτους να προκηρύξει θέσεις στα πανεπιστήμια, να βελτιώσει τις γενικότερες συνθήκες (Διάγραμμα 4).

Lois lamprianidis diagramma 4

Πρέπει να σχεδιάσουμε και κυρίως να εφαρμόσουμε πολιτικές κυρίως για τη στήριξη του εξειδικευμένου δυναμικού, χωρίς ασφαλώς να συνεπάγονται κάποια διακριτική μεταχείριση υπέρ αυτών που έφυγαν και σε βάρος όσων παρέμειναν στη χώρα. Τα χρηματικά κίνητρα δεν επαρκούν. Επιτυχημένες πολιτικές επαναπατρισμού βασιζόμενες σε κίνητρα υπήρξαν σε λίγες περιπτώσεις, είτε νέων βιομηχανικών χωρών (Σιγκαπούρη και Ν. Κορέα), είτε σε μεγάλες οικονομίες (Κίνα, Ινδία), και σίγουρα συνυπήρξαν με μια αναπτυξιακή δυναμική των χωρών αυτών.

Αν θέλουμε, λοιπόν, να επιστρέψουν αυτοί που έφυγαν, πρέπει να εξαλειφθούν οι λόγοι που οδήγησαν στη φυγή τους. Προς επίτευξη του στόχου αυτού χρειάζονται, δηλαδή, πολιτικές που έχουν ως στόχο να αλλάξει, μακροπρόθεσμα, το υπόδειγμα ανάπτυξης της χώρας στην κατεύθυνση της οικονομίας της γνώσης. Αυτό θα δημιουργήσει περισσότερες θέσεις εργασίας για επιστήμονες, τόσο στον ιδιωτικό όσο και στον δημόσιο τομέα. Βραχυ-μεσοπρόθεσμα χρειάζονται πολιτικές για τη στήριξη της επιχειρηματικότητας και της καινοτομίας, καθώς και ενίσχυση της αυτοαπασχόλησης των πτυχιούχων. Απαιτείται, επίσης, η ενίσχυση των νεοφυών επιχειρήσεων, καθώς και η ενίσχυση της Ε&Α και της καινοτομίας σε επιχειρήσεις, όπως και η ενίσχυση της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας στα πανεπιστήμια.

Επίσης, χρειάζονται πολιτικές για την ενίσχυση της ακαδημαϊκής-ερευνητικής δραστηριότητας, περισσότερες υποτροφίες για υποψήφιους διδάκτορες και για απόκτηση ακαδημαϊκής διδακτικής εμπειρίας, καθώς και περισσότερα ερευνητικά προγράμματα με τους αντίστοιχους πόρους. Και βέβαια, χρειάζονται και προσλήψεις προσωπικού σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα, στο δημόσιο σύστημα υγείας και ευρύτερα σε επιτελικές θέσεις στο Δημόσιο, στο μέτρο των δυνατοτήτων της οικονομίας ασφαλώς αλλά κατά προτεραιότητα.

Τέλος, θα πρέπει ως πολιτεία να απευθυνθούμε στο εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό όχι μόνο των πρόσφατων μεταναστών αλλά και αυτών της διασποράς (δηλ. μετανάστες προηγούμενων γενιών, που ίσως αριθμούν έως και 8 εκ.) – αναγνωρίζοντας όμως ταυτόχρονα πως κάποιοι δεν θα επιστρέψουν άμεσα και κάποιοι άλλοι ίσως ποτέ, αφού έχουν συνάψει σταθερούς δεσμούς με τις χώρες υποδοχής τους. Θα πρέπει, εν συντομία, να αναγνωριστεί ως κεντρικός στόχος η εικονική επιστροφή (virtual return), δηλαδή η σύνδεση ανθρώπινων πόρων στο εξωτερικό με την ελληνική οικονομία. Αυτόν ακριβώς τον στόχο υπηρετεί σήμερα το ΕΚΤ με την πλατφόρμα «Γέφυρες Γνώσης & Συνεργασίας» https://www.knowledgebridges.gr/ , η οποία έχει δημιουργήσει μια αξιοσημείωτη και ζωντανή ηλεκτρονική κοινότητα (e-community) των ελλήνων επιστημόνων που ζουν στο εξωτερικό και τους ενημερώνει συστηματικά για διαθέσιμες ευκαιρίες στην Ελλάδα – με σημαντική ανταπόκριση εκ μέρους τους.

(Ο Λόης Λαμπριανίδης είναι Οικονομικός γεωγράφος, καθηγητής ΠΑΜΑΚ, π. Γενικός Γραμματέας Ιδιωτικών Επενδύσεων Υπουργείο Οικονομίας & Ανάπτυξης)

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Στέργιος Καλπάκης: Το τελευταίο χαρτί του Μητσοτάκη και το πραγματικό δίλημμα των εκλογών
Δημήτρης Στεμπίλης: Κινέζικη παροιμία
Chevron Right