Η Αττική και η Εύβοια ξύπνησαν χθες το ξημέρωμα από σεισμό μεγέθους 4,8 που έγινε κοντά στα Νέα Στύρα της νότιας Εύβοιας. Υπήρξε αναστάτωση δεδομένου μάλιστα ότι όταν ο κόσμος ησυχάζει ο σεισμός γίνεται πιο εύκολα αισθητός. Εξάλλου η εστία του σεισμού δε βρίσκεται μακριά από την Αττική. Η εστία που ενεργοποιήθηκε εντάσσεται σε ζώνη χαμηλής σεισμικότητας, γιατί εκεί δεν γίνονται συχνά σεισμοί και αυτοί που γίνονται δεν έχουν σημαντικά μεγέθη.
Η απουσία σημαντικού σεισμικού ιστορικού σε μια περιοχή, όπως η νότια Εύβοια, αποτελεί εγγύηση ότι η περιοχή δεν θα πληγεί από ισχυρό σεισμό στο μέλλον; Η απάντηση δε μπορεί να είναι κατηγορηματική. Μπορούμε να πούμε ότι η πιθανότητα για ισχυρό σεισμό είναι μικρή. Αλλά η εγγύηση δεν υφίσταται. Έχουμε πολλά παραδείγματα στην Ελλάδα και αλλού στον πλανήτη μας όπου έγιναν ισχυροί σεισμοί σε περιοχές στις οποίες δεν γνωρίζαμε να έχουν γίνει τέτοιοι σεισμοί στο παρελθόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα στη χώρα μας αποτελεί ο σεισμός της Πάρνηθας μεγέθους 6,0 που έγινε στις 7 Σεπτεμβρίου του 1999. Μέχρι τότε δε γνωρίζαμε άλλον ισχυρό σεισμό στο σεισμικό παρελθόν της περιοχής. Το ίδιο ισχύει για το σεισμό μεγέθους 6,6 που συγκλόνισε την περιοχή Κοζάνης και Γρεβενών στις 13 Μαΐου του 1995. Άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα υπήρξαν οι μεγάλοι σεισμοί που έγιναν στον Άγιο Ευστράτιο στις 19 Φεβρουαρίου του 1968 (μέγεθος 7,1) και στην Αμοργό στις 9 Ιουλίου του 1956. Ο τελευταίος είχε μέγεθος 7,7 και αποτελεί το μεγαλύτερο σεισμό στην Ελλάδα τουλάχιστον στα τελευταία 120 χρόνια. Αλλά και πρόσφατα είχαμε την περίπτωση του Αρκαλοχωρίου Κρήτης, όπου στις 27 Σεπτεμβρίου του 2021 επλήγη από σεισμό μεγέθους 6,0. Μέχρι τότε δε γνωρίζαμε άλλον ισχυρό σεισμό στην ίδια περιοχή.
Ένα άλλο σημαντικό θέμα είναι το κατά πόσο ο σεισμός μεγέθους 4,8 στα Νέα Στύρα είναι ο κύριος ή όχι. Η επιστημονική προσέγγιση αυτού του σημαντικού, από επιστημονική και επιχειρησιακή άποψη, θέματος πρέπει να λάβει υπόψη της όλα τα διαθέσιμα δεδομένα. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι η σεισμική δράση στη συγκεκριμένη περιοχή ξεκίνησε στις 25 Οκτωβρίου του 2022. Από τότε έγιναν αρκετοί σεισμοί μικρών μεγεθών, αλλά σχεδόν σε καθημερινή βάση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι εδώ έχουμε ένα ακόμη παράδειγμα προσεισμικής δράσης η οποία εξελίχθηκε επί περίπου 40 μέρες. Ο ισχυρότερος προσεισμός μεγέθους 3,3 έγινε λίγες ώρες πριν τον ισχυρότερο μεγέθους 4,8. Έληξε η προσεισμική ακολουθία με τον ισχυρότερο σεισμό ή και αυτός αποτελεί μέρος της προσεισμικής ακολουθίας; Οι πολλές σεισμικές δονήσεις που ακολούθησαν το σεισμό του 4,8 έχουν αρχίσει να σχηματίζουν μια νέα ακολουθία που ίσως είναι μετασεισμική. Αν αυτό ισχύει τότε ο 4,8 ήταν ο κύριος. Προς το παρόν, όμως, υπάρχουν αρκετές αμφιβολίες. Τα διαθέσιμα δεδομένα δεν επαρκούν για να αποφανθούμε με βεβαιότητα. Χρειαζόμαστε περισσότερα στοιχεία και αυτά μόνο η φύση θα μας τα δώσει με τους επιπλέον σεισμούς που θα παράγει στην περιοχή. Συνεπώς, χρειάζεται υπομονή και ιδιαίτερη προσοχή στις αξιολογήσεις που οι σεισμολόγοι κάνουμε. Ίσως σε 1-2 εικοσιτετράωρα να μπορέσουμε να εκφράσουμε μια πιο βέβαιη γνώμη.
Οι σεισμοί στη νότια Εύβοια αποτελούν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των απειλών που μπορεί να δεχθεί η Αττική από εστίες σεισμών που έχουν τις εστίες τους έξω από το έδαφός της. Τα βασικά ζητήματα που σχολιάστηκαν παραπάνω δεν αφορούν μόνο στην περιοχή της Εύβοιας αλλά και στην περιοχή της Αττικής. Γιατί απλούστατα η Αττική βρίσκεται σε «απόσταση βολής». Ένας ισχυρός σεισμός στη νότια Εύβοια μπορεί να απειλήσει και την Αττική. Γι’ αυτό το λόγο η προσοχή μας πρέπει να είναι διπλή.
(Ο Δρ Γεράσιμος Α. Παπαδόπουλος είναι Σεισμολόγος, Επιστημονικός συνεργάτης ΕΕ και UNESCO, Mέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, Συγγραφέας του βιβλίου «Στα Μονοπάτια του Εγκέλαδου», Εκδόσεις Οσελότος, Ιούνιος 2021).