Ένα νέο φανάρι με μια νέα προοπτική παίρνει θέση στο πολιτικό σταυροδρόμι της καγκελαρίας. Προέκυψε από τη συνεργασία τριών κομμάτων για τον σχηματισμό κυβέρνησης μετά την κατάρρευση των ποσοστών του CDU/CSU μέσα σε 6 μόνο μήνες και την συντριπτική ήττα του στις πρόσφατες εκλογές. Μένει να δούμε το νέο αυτο φανάρι για ποιους θα μείνει κόκκινο, για ποιους θα γίνει πράσινο και για ποιους θα αναβοσβήνει η κίτρινη ένδειξη για προσοχή.
Ήδη από το κείμενο της συμφωνίας μεταξύ των τριών κομμάτων (SPD,Grüne, FDP) βγαίνουν τα πρώτα συμπεράσματα. Είναι το κείμενο που λειτουργεί ως κώδικας συγκυβέρνησης. Ένας κώδικας όπου συνυπάρχουν ως βασικές αρχές η κλιματική ουδετερότητα αλλά και η δημοσιονομική πειθαρχία. Ο φιλελεύθερος υπουργός Οικονομικών (Lindner) αλλά και o Πράσινος Υπουργός Οικονομίας (Habeck). Η πολιτική για επενδύσεις στις υποδομές ως άξονας ανάπτυξης αλλά και το ενεργό το φρένο στο δημόσιο χρέος. Όλα σε έναν κώδικα όπου όλα είναι σε αναμονή μελλοντικών ερμηνειών.
Όμως η γερμανική πολιτική δεν τρομάζει από την ανάγκη ή τη δυνατότητα να δοθούν οι απαραίτητες ερμηνείες σε όσα έχει εντάξει μέσα στο σύμφωνο της συγκυβέρνησης. Για τον λόγο αυτό και δεν περιγράφει σε καμία από τις σελίδες της συμφωνίας αυτό που σκοπεύει να κάνει με συγκεκριμένους αριθμούς. Πολύ περισσότερο ανησυχεί για αυτά που δεν βρήκαν τον δρόμο να ενταχθούν σε λίγες έστω γραμμές του κειμένου. Γιατί γνωρίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι πως και με ποια κονδύλια θα υλοποιηθούν αυτά που συμφωνήθηκαν αλλά πως τίποτα από αυτά που δεν συμφωνήθηκαν δεν μπορεί εκ των υστέρων να υλοποιηθεί.
Ισχύει όμως αυτό και για τις πολιτικές που αφορούν όλη την υπόλοιπη Ευρώπη; Είναι απαραίτητο να το διαπιστώσουμε έγκαιρα. Γιατί πράγματι, η γερμανική οικονομία μπορεί να βρει τους τρόπους, τη δύναμη και τα μέσα να γεφυρώσει πολιτικές στρατηγικές και να υλοποιήσει περίπλοκα οικονομικά και αναπτυξιακά προγράμματα (απευθείας δανεισμός των μεγάλων δημόσιων εταιρειών για υλοποίηση έργων δισεκατομμυρίων, έμμεση αύξηση του ορίου ομοσπονδιακού δανεισμού χωρίς κατάργηση του συνταγματικού φρένου). Δεν υπάρχουν ωστόσο μεγάλες ελπίδες ότι ο νέος υπουργός οικονομικών θα ενθαρρύνει την εφαρμογή αντίστοιχων δημοσιονομικών πολιτικών και στον υπερχρεωμένο ευρωπαϊκό νότο.
Και η χώρα μας περισσότερο και από πριν βρίσκεται σήμερα στον οικονομικό νότο. Δεν αναμένει κανείς ότι η πολιτική λιτότητας του Lindner που βρίσκεται στη γραμμή των συντηρητικών λαϊκών κομμάτων αφενός και η προώθηση του ευρωπαϊκού ταμείου ανασυγκρότησης του Scholz που έχει στηρίξει μαζί με προοδευτικούς ηγέτες και κόμματα αφετέρου, να μετατρέψουν σε ενδοκυβερνητική αρένα τα Συμβούλια των Βρυξελλών. Ίσως επαναφέρουν κάποιες μνήμες της περιόδου Μέρκελ / Σόιμπλε που αυτή τη φορά αναμένεται να είναι ακόμη εντονότερες καθώς θα έχουν αφετηρία σε κεντρικές πολιτικές δύο διαφορετικών κομμάτων, πολιτικών χώρων και ακροατηρίων.
Σε αυτή την περίπτωση ωστόσο το αντανακλαστικό της κυβερνητικής αυτοσυντήρησης θα συγκρατήσει τις δημόσιες εντάσεις μεταξύ των επι της αρχής διαφωνούντων μελών της ιδιας κυβέρνησης, προκειμένου να κρατηθεί ο συνασπισμός .
Η ισορροπία άλλωστε διαφαίνεται ήδη από τη διατύπωση για τον σεβασμό στους ευρωπαϊκούς κανόνες για τη δημοσιονομική σταθερότητα που θα πρέπει στο εξής όπως αναφέρει το κείμενο «να διασφαλίσει την ανάπτυξη, να διατηρήσει την βιωσιμότητα του χρέους και να εξασφαλίσει βιώσιμες και φιλικές προς το κλίμα επενδύσεις».
Οι περιγραφές αυτές εντός του προγραμματικού κειμένου προμηνύουν, τουλάχιστον για τα πρώτα δύο χρόνια της διακυβέρνησης, ότι πιθανότατα θα ακολουθηθούν από τη νέα κυβέρνηση δύο διαφορετικές προσεγγίσεις. Μία για τα οικονομικά της Γερμανίας και μια για τα οικονομικά της ΕΕ. Ισχύει όμως το ίδιο για τη γερμανική Εξωτερική Πολιτική;
Σχετικά με τον ορίζοντα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης οι στόχοι δείχνουν πιό θαρραλέοι. Και είναι εμφανές το προοδευτικό αποτύπωμα με την αναφορά στην «συντακτική σύμβαση» που θα αποσκοπεί στην ίδρυση ενός «ομοσπονδιακού ευρωπαϊκού ομοσπονδιακού κράτους» όπως επέμεναν οι Πράσινοι και τελικά πέτυχαν να συμπεριληφθεί στο κοινό προγραμματικό κείμενο. Δείχνει μάλιστα ότι οι Πράσινοι αυτή τη φορά είναι πολύ πιο έτοιμοι όχι μόνο να αναλάβουν το Υπουργείο Εξωτερικών σε σχέση με την περίοδο 1998-2005 αλλά και να το στελεχώσουν. Έχουν διδαχθεί από την περίοδο Φίσερ και έχουν μια πιο τεκμηριωμένη και ρεαλιστική προσέγγιση. Η δε βιαστική αντίδραση από την Κυβέρνηση του Πεκίνου απέναντι στο πρόσωπό της Analena Baerbock αμέσως μετά την παρουσίαση του κειμένου που κατονομάζει την Κίνα ως «συστημικό αντίπαλο» είναι ένα πρώιμο αλλά ξεκάθαρο μήνυμα. Παράλληλα οι δηλώσεις της υποψήφιας καγκελαρίου των πρασίνων κατά την προεκλογική περίοδο αναφορικά με το ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης μέχρι και ειδικότερα τη λειτουργία του αγωγού Nordstream 2 επιβεβαιώνουν και τη διάθεση και την πολιτική οπτική επί των στρατηγικών συμμαχιών της νέας Υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας.
Όσο όμως και αν το γερμανική διπλωματία χρειαστεί να ισορροπήσει ανάμεσα στις πολιτικές θέσεις του στρατηγικά ανεκτικού σοσιαλδημοκράτη Καγκελάριου (Scholz) και της εμφανώς εκδηλωτικής πράσινης Υπουργού (Baerbock) στην μεγάλη ασιατική σκακιέρα, στους προμαχώνες της ανατολικής Μεσογείου και της Βαλκανικής τα δύο κόμματα μοιάζουν να έχουν εξαρχής κοινό πολιτικό παρονομαστή.
Προσφυγικό, Ευρωτουρκικές Σχέσεις, Ευρωπαϊκή προοπτική στα δυτικά Βαλκάνια. Στη γωνιά αυτή θα κληθεί να περάσει και το πρώτο ευρωπαϊκό τεστ η “νέα” γερμανικηήεξωτερική πολιτική. Μετά από 16 συνεχόμενους “γύρους” της καγκελαρίου Μέρκελ στο διπλωματικό πόκερ οι Πούτιν και Ερντογάν θα καλωσορίσουν – με τον τρόπο τους πάντοτε – τη νέα είσοδο στο τραπέζι. Οι κανόνες παραμένουν. Το βλέπουμε ήδη στη στρόφιγγα του φυσικού αερίου αλλά και στα σύνορα Λευκορωσίας- Πολωνίας. Οι ροές των προσφύγων και του φυσικού αερίου καθορίζουν ακόμη τις ισορροπίες εντός της ΕΕ. Θα το δούμε σύντομα και στη νοτιοανατολική Ευρώπη και στον χώρο της Μεσογείου.
Με αυτή την εναλλαγή ο φωτεινός σηματοδότης θα μας φέρει ως την άνοιξη, λίγο πριν ή λίγο μετά από τις επερχόμενες γαλλικές εκλογές. Η γερμανική εξωτερική πολιτική θα κληθεί να ισορροπήσει κάπου μεταξύ καταδίκης των pushback και αναζήτησης έμπρακτης υποστήριξης της γερμανικής πολιτικής από τις χώρες του Νότου. Για αυτές τις χώρες όμως στις οποίες συγκαταλέγεται και η Ελλάδα, το κεντρικό κριτήριο δεν θα είναι το νέο ή το παλιό λεκτικό της γερμανικής κυβέρνησης, ούτε η στρατηγική για το κλίμα ούτε η ευρωπαϊκή ολοκλήρωση της επόμενης δεκαετίας ούτε η υπόδειξη εναλλακτικών τρόπων χρηματοδότησης των αναγκαίων επενδύσεων για την τεχνητή παράκαμψη των περιορισμών στην αύξηση του δημόσιου χρέους. Είναι ότι όλα αυτά εξελίσσονται ενώ οι χώρες μας μπήκαν στο τρίτο έτος μιας εφιαλτικής περιπέτειας με δεκάδες χιλιάδες θανάτους, με τον πιο δύσκολο χειμώνα των τελευταίων ετών, με τις οικονομίες πρακτικά κλειστές με ή χωρίς lock down, με όλες τις παραγωγικές δυνάμεις στην εντατική, με φυσική και τεχνητή έλλειψη αγαθών, με πληθωρισμό, με ανεπάρκεια σταθερής ιατροφαρμακευτικής προστασίας. Με ανασφάλεια και ψυχική και οικονομική εξασθένηση για την πλειονότητα των πολιτών. Και αυτό είναι το πρώτο που πρέπει να αντιμετωπιστεί.
(Ο Παυσανίας Παπαγεωργίου είναι Σύμβουλος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Θεμάτων του Προέδρου της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, Αλέξη Τσίπρα)