Οι ιστορικές αναφορές και αναλογίες με δύο λόγια η κακή χρήση της Ιστορίας δυσχεραίνουν πολύ συχνά την ψύχραιμή ανάλυση και προσέγγιση.
Η περίπτωση των σχέσεων της Τουρκίας με την Δύση είναι χαρακτηριστική καθώς εξομάλυνση δεν θεωρείται η διατύπωση ενός κοινού παρονομαστή ζωτικών συμφερόντων αλλά η επιστροφή στην κατάσταση πραγμάτων που ίσχυε μέχρι το 1991 όταν η χώρα ήταν το πιο ισχυρό προκεχωρημένο φυλάκιο του ΝΑΤΟ στα νότια σύνορα της ΕΣΣΔ.
Όμως η καλή διαγωγή της Άγκυρας στην περίοδο 1947-1991 δεν ήταν συνάρτηση της βαρύτητας της σοβιετικής απειλής- το 1945 ο Στάλιν είχε ζητήσει βάση στα Στενά και επιστροφή των επαρχιών του Καρς και του Αρνταχάν- αλλά και των εσωτερικών σταθερών της ασφάλειας της χώρας που δεν υφίστανται πλέον.
Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η προσχώρηση της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952 είχε ως αιτία και την διασφάλιση του αυταρχικού κοσμικού καθεστώτος που επέβαλλε στην χώρα ο Κεμάλ και στην συνέχεια ο Ινονού.
Μόνη μουσουλμανική χώρα σε έναν συνασπισμό που παρέπεμπε συνειρμικά στην Χριστιανική Δύση που με επικεφαλής την Βενετία νίκησε την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1572 στην ναυμαχία της Ναυπάκτου, αναζητούσε στους διατλαντικούς συσχετισμούς την εξωτερική συνιστώσα της εσωτερικής καθεστωτικής σταθερότητας.
Έτσι η Τουρκία ανάπτυξε προνομιακές σχέσεις με το Ισραήλ και το Ιράν του Σάχη και γύρισε την πλάτη της στον Σουνιτικό Μουσουλμανικό Αραβικό Κόσμο καθώς κάθε εμπλοκή στην Μέση Ανατολή ήταν ασύμβατη με την βολονταριστική απόσχιση –απομόνωση της χώρας από τον Ισλαμικό Κόσμο.
Σήμερα, με ή χωρίς, αλλά κυρίως και μετά τον Ερντογάν, είναι αδιανόητη η επιστροφή της Τουρκίας στη δυτική συμμαχική κανονικότητα της ψυχροπολεμικής περιόδου 1947-1991.
Η Τουρκία διεκδικεί την δική της Ατζέντα στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή ταυτόχρονα και παράλληλα με τον ρόλο της στην αναζωογονημένη διευρυμένη και ενισχυμένη Νοτιοανατολική Πτέρυγα του ΝΑΤΟ.
Αυτή η ιδιομορφία δεν οφείλεται στον Ερντογάν, ούτε στον Οζάλ, ούτε αποτελεί απόκλιση από την ατλαντική κανονικότητα καθώς αποτελεί βαρύνουσα συνιστώσα μιας νέας στρατηγικής σχέσης ανάμεσα στην Άγκυρα και τις ΗΠΑ και την Δύση συνολικά.
Όσο η Τουρκία θα νοιώθει ότι η Δύση ενοχλείται με την περιφερειακή της Ατζέντα καθώς και ότι επενδύει στην ανάσχεση της επιρροής της και παρουσίας της από την Συρία μέχρι την Λιβύη, τόσο θα εξακολουθεί να κινείται σαν εκκρεμές ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Ρωσία όχι ως Επιτήδειος Ουδέτερος αλλά ως αποσταθεροποιητική μεταβλητή που μπορεί ανά πάσα στιγμή να προκαλέσει ευρύτερο βραχυκύκλωμα και περιπλοκή.
Μέχρι στιγμής ο Ερντογάν έχει διαψεύσει όλα τα σενάρια που ήθελαν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία ως καταλυτικό γεγονός που θα πυροδοτούσε την επιστροφή του Ερντογάν στην ατλαντική κανονικότητα.
Εκ των πραγμάτων ο Ερντογάν ενισχύει τον Πούτιν, που βλέπει να απειλείται τόσο η προσχώρηση της Φιλανδίας και της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, αλλά και να προμηνύεται ένα θερμό καλοκαίρι μεταξύ δύο νατοϊκών εταίρων στο Αιγαίο.
Αν η Τουρκία είναι παρούσα σήμερα στην Συρία και στην Λιβύη, παρά την εναντίωση των ΗΠΑ, το οφείλει στην ανοχή της Ρωσίας που σταθερά και διαχρονικά προσπαθεί να αναβαθμίσει σε ρήγματα τις όποιες ρωγμές στην ενότητα του ΝΑΤΟ.
(Ο Γιώργος Καπόπουλος είναι δημοσιογράφος-διεθνολόγος)