Στις αρχές της αγωνιστικής περιόδου 2009-2010, η Μίλαν με Ιμπραΐμοβιτς, Ροναλντίνιο και Ρομπίνιο στη βασική ενδεκάδα, χάνει από την άσημη Τσεζένα. Ο Μπερλουσκόνι μετά το ματς δηλώνει: «Δεν υπήρχαν τρία οφσάιντ. Το πρόβλημα είναι ότι η Μίλαν, συχνά αντιμετωπίζει αριστερούς διαιτητές». Είναι γνωστό ότι από τη στιγμή που κατέβηκε στην Πολιτική, το 1994, ο «Καβαλιέρε» (στα Ιταλικά σημαίνει «Ιππότης), έβλεπε παντού και πάντα φαντάσματα αριστερών, που τον καταδίωκαν.
«Τα ανιψάκια του Στάλιν», όπως έλεγε χαρακτηριστικά τα έβλεπε παντού: Στα τηλεοπτικά δίκτυα, που κατά μεγάλη πλειοψηφία εκείνος έλεγχε, στις εφημερίδες, τις μεγαλύτερες από τις οποίες είχε αγοράσει, στη διανόηση και στην Τέχνη (αυτά δύσκολα ελέγχονται), ακόμα και στα γυμνάσια και τα λύκεια της χώρας!Ο Σίλβιο έβλεπε Αριστερούς που του έκαναν κριτική, στρέφονταν εναντίον του ή ακόμα και τον καταδίωκαν.
Το να υποστηρίζει ότι οι διαιτητές είναι αριστεροί και γι’ αυτό σφυρίζουν κατά της Μίλαν, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα μέρος ενός ιδιότυπου, γραφικού διωκτικού παραληρήματος που τον χαρακτήριζε. Ενός συνδρόμου, που όμως σίγουρα αδικεί τη σχέση και τη γνώση που είχε γύρω από το ποδόσφαιρο. Μία σχέση και μία γνώση, που πρόσφερε στη Μίλαν τις πιο λαμπρές σελίδες της Ιστορίας της. Στα τριάντα ένα χρόνια που εκείνος είχε τον έλεγχό της υπήρξε η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή ομάδα, μακράν της δεύτερης.
Κάποτε ο ίδιος είχε πει, ότι «η Ιταλία είναι γνωστή για την πίτσα, τη Μαφία και τη Λόρεν. Τώρα είναι γνωστή για την πίτσα, τη Μαφία και τη Μίλαν».
Προφανώς, η Σοφία Λόρεν να ήταν μεγάλη για τα περίεργα σεξουαλικά γούστα του και αυτό εξηγεί πώς και γιατί την εξαίρεσε από τα σύμβολα της Ιταλίας. Επίσης προφανώς, τη Μαφία τη διατήρησε στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της χώρας του, γιατί ουδέποτε αρνήθηκε τις σχέσεις του ούτε με αυτήν, ούτε με τη μασονική στοά Ρ2. Παραμένει, όμως γεγονός, ότι η Μίλαν, που ο ίδιος, δημιούργησε πράγματι διαφήμισε, όχι μόνο την Ιταλία, αλλά και το ίδιο το άθλημα.
«Εγώ έμαθα τη Μίλαν να παίζει ποδόσφαιρο», καυχιόταν. Όσο αλαζονική και αν ήταν μία τέτοια δήλωση, οι επιλογές του στον τομέα αυτό, δηλαδή, της διοίκησης, της οργάνωσης μίας ποδοσφαιρικής ομάδας, αποδείχθηκαν παντού και πάντα αλάνθαστες.
Αμέσως στην κορυφή
Ο Μπερλουσκόνι ανέλαβε τη Μίλαν το 1986, σε μία περίοδο που οι «ροσονέρι» ήταν έτοιμοι να πτωχεύσουν. Η εμφάνισή του έγινε με πομπώδη τρόπο. Στις 18 Ιουλίου 1986, στην«Arena Civica», στο παλιό γήπεδο της ομάδας, μπροστά σε 10.000 οπαδούς, υπό τους ήχους της «Βαλκυρίας» του Βάγκνερ προσγειώθηκαν τρία ελικόπτερα. Από το τρίτο, βγήκε ο «Καβαλιέρε», που άρχισε να παρουσιάζει τους παίκτες της καινούργιας ομάδας. Ο ανταγωνισμός που είχαν να αντιμετωπίσουν ήταν μεγάλος. Εκτός από τους παραδοσιακούς αντιπάλους, τη Γιουβέντους και τη συμπολίτισσα Ίντερ, εκείνη την εποχή υπήρχε η Νάπολι του Μαραντόνα και η Ελλάς Βερόνα, με μεγάλα αστέρια, όπως ο Δανός Έλκιερ.
Το πλούσιο ρόστερ του το ανέθεσε σε έναν προπονητή άγνωστο μέχρι τότε: τον Αρίγκο Σάκι, που τον είχε πάρει από την άσημη Πάρμα, ομάδα, Β΄ Εθνικής. Ο Μπερλουσκόνι πριν του αναθέσει την τεχνική ηγεσία των «ροσονέρι», πήγαινε και παρακολουθούσε τους αγώνες της Πάρμα και είχε εντυπωσιαστεί από το καινοτόμο ποδόσφαιρο του Σάκι. Το ίδιο ποδόσφαιρο έπαιζε και η Μίλαν. Μόνο που αυτή τη φορά, το ερμήνευαν ποδοσφαιριστές πολύ μεγαλύτερης αξίας, σε σχέση με τους «Παρμένσι». Ο Μπερλουσκόνι αγόρασε τους καλύτερους Ιταλούς ποδοσφαιριστές και τους έβαλε να παίξουν δίπλα στους περίφημους Ολλανδούς Γκούλιτ, Φαν Μπάστεν και Ράικαρντ. Τα αποτελέσματα είναι γνωστά.
Η Μίλαν αναδείχθηκε σχεδόν αμέσως Πρωταθλήτρια Ιταλίας και κατέκτησε δύο Κύπελλα Πρωταθλητριών (1989 και 1990). Ιδίως, η κατάκτηση του πρώτου από αυτά, ήταν μία θριαμβευτική πορεία, όπου στα ημιτελικά συνέτριψε τη Ρεάλ Μαδρίτης με 5-0 και στον τελικό τη Στεάουα με 4-0.
«Πρέπει να μάθουμε να κερδίζουμε και τους διαιτητές»
Η επιλογή του προπονητή, αλλά και οι επιλογές των παικτών που έκανε ο «Καβαλιέρε» έδειχναν τη βαθιά γνώση του ποδοσφαίρου. Ο τρόπος με τον οποίο διαχειρίστηκε τον ανταγωνισμό, ιδίως τον εσωτερικό, κατέδειξαν ότι μπόρεσε να εμφυσήσει στον «οργανισμό Μίλαν» τη σωστή νοοτροπία, στην προσέγγιση του αθλήματος. Είναι ενδεικτικό ότι το 1990,έχασε το Πρωτάθλημα από τη Νάπολι, σε μία σεζόν που στιγματίστηκε από κατάφορες διαιτητικές αδικίες εις βάρος της Μίλαν. Ο Μπερλουσκόνι δεν αναζήτησε κανένα άλλοθι. Αντιθέτως, έκανε μία εντυπωσιακή δήλωση: «Πρέπει να μάθουμε να κερδίζουμε και τους διαιτητές».
Μέχρι το 1990, απολάμβανε τις αγαστές σχέσεις του με το πολιτικό σύστημα και ιδιαίτερα με τονΜπετίνοΚράξι. Χάρη σε αυτές, του γίνονταν όλα τα χατίρια. Ανάμεσα σε αυτά, ο ηγέτης του Σοσιαλιστικού Κόμματος, νομιμοποίησε τα ιδιωτικά κανάλια του, που μπορούσαν πλέον να εκπέμπουν σε εθνικό δίκτυο. Προφανώς, όσο οι σχέσεις του με το πολιτικό σύστημα ήταν καλές η κάθοδός του στην πολιτική σκηνή δεν ήταν αναγκαία.
Η επιχείρηση «Καθαρά Χέρια» διατάραξε τις πολιτικές ισορροπίες. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, οι Εισαγγελικές Αρχές του Μιλάνου άρχισαν να ξετυλίγουν ένα κουβάρι διαφθοράς, στο οποίο αποδείχθηκε ότι ήταν μπλεγμένοι οι βασικοί πρωταγωνιστές της πολιτικής ζωής, όπως οι Χριστιανοδημοκράτες και οι Σοσιαλιστές. Το πολιτικό σύστημα κατέρρευσε. Όσοι δεν πρόλαβαν να φυγοδικήσουν (ο Κράξι κατέφυγε στο Αμανέτ της Τυνησίας), οδηγήθηκαν στις φυλακές. Ο Μπερλουσκόνι έχασε τα πολιτικά ερείσματά του. Η Αριστερά, που εμφανιζόταν εκείνη τη στιγμή ως μοναδικός παίκτης στο πολιτικό πεδίο έδειχνε έτοιμη να αναλάβει τα ηνία της χώρας. Τότε ήρθε η ώρα για τον «Καβαλιέρε» να «πιει το πικρό ποτήρι της πολιτικής» (έτσι δήλωσε) και να «κατέβει στο γήπεδο». Και κατέβηκε! Και όχι μόνο κατέβηκε, αλλά με την επιθετική ποδοσφαιρική και αντικομμουνιστική ρητορική του, θριάμβευσε! Και μάλιστα θριάμβευσε με τον ίδιο τρόπο που το έκανε και στο ποδόσφαιρο. Δηλαδή, προσεγγίζοντας και αξιοποιώντας τους πιο ικανούς ανθρώπους, που θα μπορούσε να βρει από το χώρο της αγοράς και του μάρκετινγκ.
Το πώς κατάφερε ο Μπερλουσκόνι να επιτύχει σε πολιτικό επίπεδο και να γίνει ο μακροβιότερος Πρωθυπουργός στην ιταλική Ιστορία, παρά τα πάσης φύσεως σκάνδαλα, στα οποία είχε αποδεδειγμένα εμπλακεί, μπορούν, ίσως, να το εξηγήσουν άλλοι πιο αρμόδιοι. Εκείνο που αφορά το παρόν άρθρο είναι ότι η ενασχόλησή του με την πολιτική, δεν τον εμπόδισε να ασχολείται με τη Μίλαν με την ίδια ζέση και με την ίδια επιτυχία. Συνολικά, κατέκτησε: πέντε Τσάμπιονς Λιγκ, δύο Διηπειρωτικά Κύπελλα, ένα Παγκόσμιο Κύπελλο Συλλόγων, πέντε ευρωπαϊκά Σούπερ Καπ, οκτώ Πρωταθλήματα Ιταλίας, ένα «CoppaItalia» και επτά ιταλικά Σούπερ Κύπελλα. Άνθρωπος – κλειδί σε αυτές τις επιτυχίες ήταν το δεξί του χέρι, σε ό,τι αφορά τη Μίλαν, ο Αντριάνο Γκαλιάνι. Αυτός επί δεκαετίες στηρίχθηκε από τον Μπερλουσκόνι επί δεκαετίες. Αλλά κι εκείνος τον στήριξε όπου και όπως έπρεπε, υποστηρίζοντας τη γνώμη και τις ιδέες του, χωρίς δουλοπρέπεια και «jesman».
Οι παλιοί έλεγαν: «Ρωτήσανε τον έξυπνο και απάντησε εκείνος που είχε χρήματα». Θα ήταν όμως, λάθος και πάντως πολύ απλοϊκό να αποδώσει κανείς τους θριάμβους της Μίλαν αποκλειστικά και μόνο στην οικονομική δύναμή τουαφεντικού της. Αρκεί κανείς να κοιτάξει τη σημερινή πραγματικότητα, για να δει ότι τα λεφτά δε φέρνουν την ευτυχία. Σήμερα, υπάρχουν ομάδες, όπως η Μάντσεστερ Σίτι, που για να κατακτήσουν ένα Τσάμπιονς Λιγκ χρειάζεται να δαπανήσουν πάνω από 2 δισεκατομμύρια Ευρώ. Άλλες, όπως η Παρί Σεν Ζερμέν έχουν ξοδέψει ακόμα περισσότερα, και δεν καταφέρνουν να περάσουν ούτε στα προημιτελικά. Άρα, τα λεφτά από μόνα τους, δεν αρκούν.
Οι επιτυχίες του Καβαλιέρε στο ποδόσφαιρο είναι επιτυχίες ενός ανθρώπου που αποφάσισε να ξοδέψει σαν εραστής, αλλά και ως γνώστης του αθλήματος και της ομάδας που διοικούσε. Γι’ αυτό άλλωστε, από τότε που μπήκε στην πολιτική, πολλές φορές χρησιμοποίησε το όνομα της Μίλαν και τα επιτεύγματά της, για να πείσει τον κόσμο ότι είναι ικανός πολιτικός, αλλά ποτέ δεν έκανε το αντίστροφο. Δηλαδή, ποτέ δε χρησιμοποίησε την Πολιτική, για να «σπρώξει» τη Μίλαν. Δεν το έκανε από ταπεινοφροσύνη, αλλά από επίγνωση, ότι έτσι δε χτίζονται μεγάλες ομάδες.
Και αυτό συνιστά μία μεγάλη και ουσιώδη διαφορά, ανάμεσα στον Μπερλουσκόνι και άλλους, νεόκοπους ή νεόπλουτους παράγοντες, που αντιμετωπίζουν το ποδόσφαιρο σαν ένα προσωπικό παιχνίδι τους και που πιστεύουν ότι μπορούν να το παίζουν στην αυλή του σπιτιού τους (ή του παλατιού τους), αγοράζοντας τους καλύτερους ή τους πιο διάσημους ποδοσφαιριστές.
Και κάτι ακόμα. Η απόδειξη του θριάμβου του ποδοσφαίρου του Μπερλουσκόνι δεν αποδεικνύεται μόνο από την τροπαιοθήκη της Μίλαν. Αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι από εκείνη τη Μίλαν, βγήκαν ποδοσφαιράνθρωποι,που μετέφεραν την ίδια νοοτροπία και τις ίδιες αξίες, όπου κλήθηκαν να δουλέψουν. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο Κάρλο Αντσελότι.
Παρά τις αντιπάθειες, το μίσος και την κριτική που προκάλεσε ο «Καβαλιέρε», σε πολιτικό ή κοινωνικό επίπεδο, κανένας δε βρέθηκε να αμφισβητήσει τις ικανότητές του γύρω από την μπάλα. Ακόμα και οι μεγαλύτεροι ποδοσφαιρικοί αντίπαλοί του αναγνωρίζουν ότι τα επιτεύγματα της δικής του Μίλαν κατακτήθηκαν υπεράξια.
Αλλά, ακόμα και αν δεν είχε κερδίσει ποτέ και τίποτα από όλα αυτά, αρκεί εκείνη η βραδιά της 18ης Μαΐου του 1994, στην Αθήνα. Σε εκείνο τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ η Μίλαν συνέτριψε την Μπαρτσελόνα του Γιόχαν Κρόιφ, με 4-0. Ήταν ένας ύμνος στο ποδόσφαιρο, αφιερωμένος από τη Μίλαν του Μπερλουσκόνι σε όσους αγαπούν αυτό το υπέροχο άθλημα. Ήταν ένα ποδοσφαιρικό μάθημα, τόσο μέσα στο γήπεδο, όσο και έξω από αυτό.
(Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Διεθνές Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ / Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών – CIES –FIFA)