Τον Ιανουάριο του 2021, η Γιουβέντους έκανε πρόταση στην Τζένοα, για να αποκτήσει τον 19χρονο μέσο Νικολό Ροβέλα. Το συμβόλαιο του παίχτη έληγε σε έξι μήνες και, επομένως, η ομάδα του Τορίνου, θα μπορούσε, σε λίγους μήνες, να τον κάνει δικό της χωρίς να πληρώσει ούτε ένα Ευρώ. Ο ατζέντης του ποδοσφαιριστή, όμως, τον έπεισε να ανανεώσει το συμβόλαιό του με την Τζένοα. Λίγες ημέρες μετά την ανανέωση, η Γιουβέντους απέκτησε τον ποδοσφαιριστή αντί του ποσού των 18 εκ. Ευρώ. Παράλληλα, προσέφερε, ως αντάλλαγμα στην Τζένοα δύο ποδοσφαιριστές: τον Ελία Πετρέλι και τον Μανόλο Πορτανόβα. Και οι δύο μαζί, κοστολογήθηκαν 18 εκ.
Έτσι, το συνολικό κόστος της μεταγραφής έφτασε τα 36 εκ. Ευρώ. Με την πώληση των δύο νεαρών παικτών, η Γιουβέντους, ανέβασε υπέρμετρα την αξία τους εμφανίζοντας στον ισολογισμό της 18 εκ. παραπάνω. Στο πλαίσιο της συναλλαγής, ο Ροβέλα δε μετακόμισε στο Μιλάνο, αλλά έμεινε στην Τζένοα, ως δανεικός, για ένα χρόνο.
Ο Πορτανόβα, σε ένα χρόνο έχει αγωνιστεί 95 λεπτά και ο Πετρέλι δόθηκε δανεικός σε ομάδες της Β’ κατηγορίας, όπου έπαιξε μόλις δώδεκα!
Η παραπάνω συμφωνία παραξένεψε την ιταλική οικονομική αστυνομία, η οποία το περασμένο Σάββατο, εισέβαλε στα γραφεία της Γιουβέντους, προκειμένου να συλλέξει στοιχεία, αναφορικά με εικονικές μεταγραφές ποδοσφαιριστών. Το ενδιαφέρον των αρμόδιων ανακριτικών αρχών, αλλά και της «Consob», δηλαδή της εποπτεύουσας αρχής του ιταλικού χρηματιστηρίου (αφού η Γιουβέντους είναι εταιρεία εισηγμένη), καθώς, όπως είναι φυσικό θέλει στη χρηματιστηριακή αγορά να συμμετέχουν εταιρείες με καθαρούς και όχι… πειραγμένους ισολογισμούς.
Η φούσκα
Η πρακτική των εικονικών μεταγραφών δεν είναι καινούργια, στην Ιταλία (τουλάχιστον). Το 2008, είχε ξεκινήσει παρόμοια έρευνα. Τότε, στο μικροσκόπιο των αρχών είχαν βρεθεί η Ίντερ και η Μίλαν. Είναι πολύ δύσκολο να αποδείξει κανείς αν μία μεταγραφή είναι εικονική ή όχι. Αν δηλαδή, η αξία ενός ποδοσφαιριστή «φουσκώνει» παράλογα ή είναι αυτή που αντιστοιχεί στην αγορά. Στην πραγματικότητα, η αξία του ποδοσφαιριστή εξαρτάται από τη ζήτησή του στο μεταγραφικό παζάρι. Αν λοιπόν βρεθεί μία ομάδα – συνέταιρος να βοηθήσει στο φούσκωμα, όπως φαίνεται να έκανε η Τζένοα, η δουλειά μπορεί να γίνει. Αλλιώς… Αλλιώς, η έρευνα πέφτει στο κενό, όπως συνέβη το 2008.
Εύκολα αντιλαμβάνεται κάποιος, το πώς, στο βωμό αυτής της βρώμικης οικονομικής σκοπιμότητας, δημιουργείται ένα παζάρι, όπου ομάδες και μάνατζερ χρησιμοποιούν τους ποδοσφαιριστές, με αποτέλεσμα να καταστρέφεται το ταλέντο τους γυρίζοντας άσκοπα, από τη μία ομάδα στην άλλη.
Τα τελευταία χρόνια η Γιουβέντους, ακολουθεί την τακτική της υπερτίμησης των ποδοσφαιριστών της κατά τρόπο υπερβολικό. Αυξάνοντας την αξία των ποδοσφαιριστών της εμφανίζει μεγαλύτερο ενεργητικό και, επομένως μειώνει τεχνητά το παθητικό της. Στα δύο πρώτα χρόνια της Προεδρίας του, ο σημερινός Πρόεδρός της, Αντρέα Ανιέλι, έδωσε μεγαλύτερη έμφαση στη διοικητική ανασυγκρότηση της Γιουβέντους, που τότε έβγαινε από την περιπέτεια του υποβιβασμού της στη serieB. Τα αγωνιστικά αποτελέσματα ήταν μέτρια, καθώς η «Μεγάλη Κυρία»το 2010 και το 2011 στην έβδομη θέση.
Από το 2011, όμως, αποφάσισε να καλύψει τη διαφορά που τον χώριζε από την κορυφή, υιοθετώντας, ανάμεσα στα άλλα την πολιτική της υπερτίμησης της αξίας των ποδοσφαιριστών. Έτσι, η ομάδα του Τορίνο αγόραζε πολλούς νεαρούς ποδοσφαιριστές, η αξία των οποίων φούσκωνε ξαφνικά, ακόμα και αν αυτοί δεν αγωνίζονταν στην ομάδα. Ήταν άχρηστοι για το γήπεδο, αλλά χρήσιμοι στους ισολογισμούς.
Η χρηματιστηριακή αξία της Γιουβέντους σήμερα είναι 630 εκ. Ευρώ. Πολύ παραπάνω από τα 160 εκ. που είχε το 2010. Αν όμως τη συγκρίνει με το 1,7 δις. που έφτασε το 2019, τότε μπορεί εύκολα να συμπεράνει ότι, παρά τα κόλπα με τους ισολογισμούς, η Γιουβέντους καταρρέει και κανείς δε γνωρίζει αν μπορεί να μπει ένα φρένο σε αυτή την κατρακύλα.
Επιπλέον, των ελέγχων της ιταλικής οικονομικής αστυνομίας, η «Γιούβε» βρίσκεται και στο μικροσκόπιο της ρυθμιστικής αρχής του ιταλικού χρηματιστηρίου («Consob»). Επομένως, ο κλοιός στενεύει. Όπου λειτουργεί η οικονομία, οι κανόνες του χρηματιστηρίου είναι ιεροί, για ευνόητους λόγους και δεν επιτρέπεται σε κανέναν να τους παραβιάσει. Ακόμα και αν αυτός ο «κανένας» λέγεται Γιουβέντους και πίσω της υπάρχουν δεκάδες εκατομμύρια οπαδοί.
Εκεί που τηρούνται οι νόμοι
Αντίστοιχα, όπου λειτουργούν οι νόμοι και οι κανόνες, λειτουργεί και το ποδόσφαιρο. Εκεί δεν μπορούν να επέμβουν οι Υπουργοί ή Βουλευτές για να αποτρέψουν τη διενέργεια ελέγχων ή την επιβολή ποινών. Οι ανακριτικές ή οι ρυθμιστικές αρχές ασκούν την εξουσία τους ανεξάρτητα και παρακολουθούν, τις παραβιάσεις του ποινικού, αστικού και διοικητικού δικαίου. Και όταν οι παραβάσεις αυτές επηρεάζουν το αθλητικό γίγνεσθαι, επεμβαίνει και η αθλητική δικαιοσύνη, που τιμωρεί ανάλογα τους παραβάτες. Και επειδή, ειδικά η Γιουβέντους το ξέρει καλά αυτό από το περασμένο Σάββατο, γίνονται στα γραφεία της, συνεχείς πολύωρες συσκέψεις με τους νομικούς συμβούλους της, καθώς η απειλή για αφαίρεση βαθμών, τίτλων ή ακόμα και για υποβιβασμό είναι (ξανά) ορατή.
Εκεί το επιχείρημα ότι τα «πρωταθλήματα πρέπει να κρίνονται στο γήπεδο», δεν είναι αρκετό, για να εξασφαλίσει οποιουδήποτε είδους ασυλία. Διότι, όταν το προϊόν της παράνομης συμπεριφοράς διαχέεται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο στο γήπεδο, τότε τα πρωταθλήματα δεν κρίνονται στο γήπεδο, αλλά έξω από αυτό.
Δεν ξέρει κανείς πού θα οδηγήσει η έρευνα των αρμόδιων αρχών στην Ιταλία, για το νέο σκάνδαλο που έχει ξεσπάσει. Όπως, κανείς δε γνωρίζει πού θα καταλήξει η πολύμηνη έρευνα που διενεργεί στην Πορτογαλία το Σώμα Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος, που διερευνά για παραβάσεις σε μεταγραφές και για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος σε κορυφαίες ομάδες, όπως η Μπενφίκα, η Πόρτο, η Σπόρτινγκ και η Μπράγκα.
Παραδείγματα προς μίμηση και προς αποφυγή
Άραγε, η τακτική του φουσκώματος της αξίας των παικτών ακολουθείται και στη χώρα μας; Δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε καθώς και σε αυτό το θέμα το ελληνικό ποδόσφαιρο μένει στο απυρόβλητο. Και αυτή η ανεξέλεγκτη και άναρχη κατάσταση, δημιουργεί ένα σπειροειδή μηχανισμό, που, στο όνομα της προστασίας της ομάδας, με κάθε τρόπο, καταλήγει στη βία.
Και στην περίπτωση της Γιουβέντους και των πορτογαλικών ομάδων και στην ελληνική περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με παιχνίδια με τη φωτιά. Η διαφορά είναι ότι στην πρώτη περίπτωση έρχεται ο νόμος και οι θεσμοί να προστατέψουν το ποδόσφαιρο και εκείνος που καίγεται είναι οι ίδιοι οι παραβάτες. Ενώ στη δεύτερη, εκείνος που θα καεί και μάλιστα ολοκληρωτικά, θα είναι το ελληνικό ποδόσφαιρο.
Ο Κώστας Καρβουναρίδης είναι Δικηγόρος – Μάστερ Αθλητικού Δικαίου και Μάνατζμεντ Διεθνές Κέντρο Αθλητικών Σπουδών CIES – FIFA