Opinions

Αλέξης Π. Μητρόπουλος- Δημήτρης Π. Μητρόπουλος: Η αλήθεια για τους Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης μας

Αποκάλυψη-βόμβα: Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο και με τη σύμφωνη γνώμη Ελλήνων δικαστών(!!!) έχει δεχθεί να αποκαλούνται και να συνδικαλίζονται ως «Τούρκοι» οι Έλληνες μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης!!

Ι.Μεγάλη και διαχρονική ευθύνη όλων των κομμάτων εξουσίας

Το ζήτημα της θρησκευτικής-μουσουλμανικής μειονότητας των Ελλήνων πολιτών στη Θράκη έχει απασχολήσει κατά καιρούς την πολιτική και νομική ζωή της πατρίδας μας. Τα πολιτικά κόμματα, κυρίως τα κυβερνητικά, έχουν καταβάλλει πολλές προσπάθειες να την εντάξουν στις δικές τους κομματικές επιδιώξεις χωρίς κατ’ ανάγκην να είναι πάντοτε προσεκτικά ως προς τους τρόπους και μεθόδους οικειοποίησής της.

Εξάλλου, όλα τα κυβερνητικά κόμματα, κατά τις τελευταίες δεκαετίες (κυρίως κατά τη μνημονιακή περίοδο της μειωμένης κυριαρχίας των εθνικών οργάνων, λόγω της προγραμματικής ετεροδιακυβέρνησης από τους δανειστές, η οποία συνεχίζεται), δεν επέδειξαν τη δέουσα προσοχή, ούτε έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα (θεσμικά, κοινωνικά, εκπαιδευτικά-μορφωτικά κ.λπ.) ώστε να αποσβέσουν τις εθνοκτόνες δράσεις τού Τουρκικού Προξενείου και των υποΠροξενείων στη συγκεκριμένη περιοχή. Τα οποία, με κάθε τρόπο, εδώ και πολλές δεκαετίες, όχι μόνο καλύπτουν τα κενά της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, αλλά και προσεγγίζουν τα προ πολλού επιλυθέντα ζητήματα ταυτότητας των μειονοτήτων με αναθεωρητικές και παράνομες διακηρύξεις που πολλές φορές παραμένουν αναπάντητες από την Ελληνική Πολιτεία.

Κατά τις τελευταίες δεκαετίες μάλιστα, έχει παρατηρηθεί (και υπό την επίδραση των απο-εθνοποιημένων παγκοσμιοποιητικών αντιλήψεων) να λαμβάνονται μέτρα που υποβαθμίζουν το εθνοτικό στοιχείο που, εν τούτοις, οι μηχανισμοί από την Τουρκία καλλιεργούν συστηματικά και δημιουργούν όλο και περισσότερα ερείσματα στην defacto αναθεώρηση των προ πολλού ορισθέντων με πολυμερείς Διεθνείς Συμβάσεις.

Είναι κοινή συνείδηση ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις των τελευταίων δεκαετιών ήσαν εφεκτικές ως προς την προώθηση των πολιτικών τού εθνοτικού αυτοπροσδιορισμού από οργανωμένες μειοψηφίες που δημιουργούνται με την πολύτροπη βοήθεια του Τουρκικού Προξενείου κι έτσι θέτουν τη βάση μιας γενικότερης «από τα κάτω» αναθεώρησης των διεθνώς συμφωνηθέντων.

Μέσα σ’αυτά τα πλαίσια και παρά τις αμετάκλητες αποφάσεις τής Ελληνικής Δικαιοσύνης, τα δύο μνημονιακά κόμματα (ΝΔ και ΠΑΣΟΚ) υπερψήφισαν τη νομοθετική πρωτοβουλία τής τότε κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και με τα άρθρα 29-30 του ν. 4491/2017 (ΦΕΚ Α 152) επέτρεψαν την επανεκκίνηση της διαδικασίας αναγνώρισης του Σωματείου «Τουρκική Ένωση Θράκης». Πιο συγκεκριμένα, με το πρόσχημα έκδοσης της υπ’αριθ. 26698/2005(2008) απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), -που δεν υποχρέωνε την Ελληνική Δικαιοσύνη να επανέλθει επί του αμετακλήτως κριθέντος ζητήματος, της διάλυσης δηλαδή του Σωματείου «Τουρκική Ένωση Ξάνθης»- ψήφισαν τις άνω δικονομικές διατάξεις και έδωσαν εκ νέου το δικαίωμα στην ένωση αυτή προσώπων να υποβάλλει αίτηση ανάκλησης.

Ήταν μια έμμεση αποδοχή της αξίωσης των Ελλήνων πολιτών (επιρροής του Τουρκικού Προξενείου) να ζητήσουν και πάλι την αναγνώριση του Σωματείου τους με τη συγκεκριμένη επωνυμία. Να επιφέρουν δηλαδή «εκ πλαγίου» τροποποίηση στην ιστορική πολυμερή-πολυεθνική Συνθήκη της Λωζάνης.

Ήταν μια ενέργεια της καθημαγμένης μνημονιακής πολιτικής τάξης που ήθελε να επιδείξει εύσημα υπακοής προς τα ευρωπαϊκά όργανα και κυρίως να διαμηνύσει ότι οι Έλληνες πολιτικοί είναι πάνω απ’ όλα «πολίτες τού κόσμου»!!

Σήμερα και με αφορμή τις καταγγελίες των εθνικά και πατριωτικά σκεπτόμενων στελεχών και πρώην στελεχών τού ΣΥΡΙΖΑ στη Βόρεια Ελλάδα, που κατήγγειλαν ότι οι δύο εκλεγμένοι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο υποστηρίχθηκαν δυναμικά από το Τουρκικό Προξενείο, αλλά και έκαναν προεκλογική εκστρατεία με σημαία την ανάδειξη των προβλημάτων της …τουρκικής (sic) μειονότητας, ήρθε στο προσκήνιο και πάλι το εθνικό αυτό ζήτημα.

Το καθένα από τα «μεγάλα» κόμματα (με τις μικρές ή μεγαλύτερες αμαρτίες του έκαστο επί του συγκεκριμένου ζητήματος) προσπάθησε να εκμεταλλευτεί ψηφοθηρικά, για άλλη μια φορά, το κρίσιμο αυτό θέμα που πρέπει να μένει μακριά από τις προεκλογικές αντιπαραθέσεις και επί του οποίου έπρεπε να είχε συμφωνηθεί μία ενιαία στρατηγική και πλήρως μελετημένες και αρθρωμένες τακτικές κινήσεις ώστε να απομακρύνουν και τους πλέον φανατικούς μουσουλμάνους από την «αγκαλιά» του Τουρκικού Προξενείου.

Παρ’όλα αυτά, η διένεξη συνεχίζεται και είμαστε υποχρεωμένοι να αναδείξουμε, για ακόμη μία φορά, τα νομικά δεδομένα τού ζητήματος που ο ελληνικός λαός αγνοεί γιατί και τα ερίζοντα μεταξύ τους πολιτικά κόμματα δεν τον έχουν ενημερώσει με ακρίβεια και πληρότητα.

ΙΙ. Παρά την έκδοση αμετάκλητης απόφασης του Αρείου Πάγου (4/2005), με τον ν. 4491/2017 (άρθρα 29-30) τα τρία μνημονιακά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ-ΝΔ-ΠΑΣΟΚ) έδωσαν τη δυνατότητα στους Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης να επανα-επιδιώξουν τη δραστηριοποίησή τους ως «Τούρκοι».

Με τα άρθρα 29 και 30 του ν. 4491/2017, τα τρία «μεγάλα» μνημονιακά κόμματα (ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ) αναγνώρισαν το δικαίωμα στους Έλληνες μουσουλμάνους της Θράκης να υποβάλλουν αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης κατά των αποφάσεων της Ελληνικής Δικαιοσύνης που τους είχε απαγορεύσει να χρησιμοποιούν τις λέξεις «Τούρκος» και «τούρκικος-τουρκική» στους τίτλους των Σωματείων τους.

Είχε προηγηθεί η ιστορική απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου με αριθμό 4/2005 (Πρόεδρος κ.Γεώργιος Κάππος, Εισαγγελέας κ.Δημήτρης Λινός, Εισηγητής-Αρεοπαγίτης κ.Χρήστος Γεωργαντόπουλος), η οποία είχε απαγορεύσει τη δράση της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης» και είχε διατάξει την άμεση διάλυσή της, επειδή «με τον σκοπό του Σωματείου επιχειρείται απροκάλυπτα να εμφανιστεί η ύπαρξη στην Ελλάδα εθνικής τουρκικής μειονότητας, ενώ με τη Σύμβαση της Λωζάνης ΜΟΝΟ η ύπαρξη θρησκευτικής μειονότητας αναγνωρίζεται στην εν λόγω περιοχή»!!

Μετά την απόφαση που έλυσε αμετάκλητα το ζήτημα, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), με τη σύμφωνη γνώμη δυστυχώς δύο (2) Ελλήνων δικαστών που μετείχαν στη σύνθεση, έκανε δεκτή την αίτηση των Ελλήνων μουσουλμάνων με την υπ’αριθ. 26698/2005(2008) απόφαση και καταδίκασε την Ελλάδα για δήθεν παραβίαση των άρθρων 6 (παρ. 1) και 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ). Κι αυτό, μολονότι η ίδια αυτή απόφαση αναγνώρισε την απόλυτη αρμοδιότητα των εθνικών οργάνων για λήψη μέτρων ή κυριαρχικές κρίσεις επί θεμάτων εθνικής ασφάλειας, δημόσιας τάξης, πρόληψης του εγκλήματος, προστασίας της υγείας ή ηθικής και προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων.

Συνεπώς, το ΕΔΔΑ, με την κρίση του αυτή, δεν καθιστούσε νομικώς απαραίτητη την προσθήκη στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017, που δίδει το δικαίωμα στη διαλυθείσα Ένωση-Σωματείο να ζητήσει την ανάκληση-μεταρρύθμιση της προηγούμενης απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.

Δηλαδή, τα τρία μνημονιακά κόμματα (ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ), αντί να επιμείνουν σταθερά στο διατακτικό της ιστορικής απόφασης 4/2005 του Αρείου Πάγου, με το πρόσχημα έκδοσης της υπ’αριθ. 26698/2005(2008) του ΕΔΔΑ, ψήφισαν τον ν. 4491/2017 που επέτρεψε την επανεκκίνηση της διαδικασίας αναγνώρισης της «Τουρκικής Ένωσης Θράκης»!

Με την εκ νέου απόρριψη από το Εφετείο Θράκης της αίτησης ανάκλησης-αναθεώρησης τής προγενέστερης απόφασής του, η αυτοαπακούλουμενη «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» άσκησε αναίρεση με το ίδιο αρχικό αίτημα ενώπιον του Αρείου Πάγου. Στις 8-6-2021 το Δ’ Πολιτικό Τμήμα του Αρείου Πάγου (Πρόεδρος η Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου κ.Ειρήνη Καλού και Αρεοπαγίτες κ.κ. Κωστούλα Φλουρή-Χαλεβίδου, Μαρία Τζανακάκη, Αικατερίνη Βλάχου και Ευστάθιος Νίκας) απέρριψε για δεύτερη φορά το αίτημα της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης», απαγόρευσε να χρησιμοποιείται ο όρος «Τούρκος» και «τουρκική» στην επωνυμία και το καταστατικό της και επαναβεβαίωσε την εφετειακή απόφαση.

ΙΙΙ. Το ιστορικό τής υπόθεσης

1.Με την υπ’αριθ. 36/1986 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, έγινε δεκτή και κατ’ ουσίαν βάσιμη η από 30-1-1984 αίτηση τού τότε Νομάρχη Ξάνθης και διατάχθηκε η διάλυση και η διαγραφή από το τηρούμενο στο Πρωτοδικείο Ξάνθης «Ειδικό Βιβλίο Σωματείων» του Σωματείου με την επωνυμία «Τουρκική Ένωση Ξάνθης».

Με την υπ’αριθ. 117/1999 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης απορρίφθηκε η ασκηθείσα έφεση και με την υπ’ αριθ. 1530/2000 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου αναιρέθηκε η ως άνω εφετειακή απόφαση και παραπέμφθηκε η υπόθεση στο Τριμελές Εφετείο Θράκης προς περαιτέρω εκδίκαση. Το τελευταίο εξέδωσε την υπ’ αριθ. 31/2002 απόφασή του, με την οποία απορρίφθηκε η έφεση ως αβάσιμη και επικυρώθηκε η πρωτόδικη απόφαση.

Κατά της απόφασης αυτής το Σωματείο άσκησε αίτηση αναίρεσης, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 1549/2003 απόφαση του Δ’ Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, με την οποία παραπέμφθηκαν ορισμένοι αναιρετικοί λόγοι στην Τακτική Ολομέλεια του Αρείου Πάγου λόγω δημιουργίας ζητημάτων με γενικότερο ενδιαφέρον, ενώ απορρίφθηκαν οι λοιποί λόγοι αυτής. Ακολούθως εκδόθηκε η υπ’αριθ. 4/2005 απόφαση της Τακτικής Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση αναιρέσεως.

Μετά την εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων, το Σωματείο προσέφυγε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) με την υπ’ αριθ. 26998/2005 προσφυγή του και επ’αυτής εκδόθηκε η από 27-3-2008 απόφαση, με την οποία διαπιστώθηκε ότι παραβιάστηκε το άρθρο 11 της Ε.Σ.Δ.Α.

2.Μετά την έκδοση της απόφασης αυτής το Σωματείο άσκησε, ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, την από 14-11-2008 αίτησή του, με την οποία
-επικαλούμενο ότι η έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης του Ε.Δ.Δ.Α. συνιστά μεταβολή των συνθηκών, που δικαιολογεί την ανάκληση της υπ’ αριθ. 31/2002 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης-, ζήτησε να εξαφανιστεί η υπ’αριθ. 36/1986 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης και να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η σχετική αίτηση τού τότε Νομάρχη Ξάνθης που διέταξε τη διαγραφή του από το βιβλίο των Σωματείων του Πρωτοδικείου Ξάνθης.

Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 477/2009 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, με την οποία απορρίφθηκε αυτή ως μη νόμιμη.
Κατά της απόφασης αυτής το Σωματείο άσκησε την από 19-3-2010 αίτηση αναιρέσεως, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 353/2012 απόφαση του Αρείου Πάγου, με την οποία η αίτηση απορρίφθηκε.

3.Επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ψηφίζεται ο ν. 4491/2017 που, όπως προαναφέραμε (βλ. και την από 8-5-2021 ανακοίνωση της ΕΝΥΠΕΚΚ), υπερψήφισαν και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.

Με το άρθρο 29 του ν. 4491/2017 προστέθηκαν στο τέλος της ως άνω παραγράφου δύο νέα εδάφια, με τα οποία ορίζεται ότι «Η αίτηση ανάκλησης ή μεταρρύθμισης του πρώτου εδαφίου επιτρέπεται, επίσης, μετά την έκδοση οριστικής απόφασης του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την οποία κρίνεται ότι η δικαστική απόφαση που δέχθηκε ή απέρριψε την αρχική αίτηση εκδόθηκε κατά παράβαση δικαιώματος που αφορά στον δίκαιο χαρακτήρα της διαδικασίας που τηρήθηκε ή διάταξης ουσιαστικού δικαίου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, με την επιφύλαξη των όρων και περιορισμών που προβλέπονται στις επί μέρους διατάξεις της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας της εθνικής ασφάλειας, της δημόσιας τάξης, της πρόληψης του εγκλήματος, της προστασίας της υγείας ή ηθικής και της προστασίας των δικαιωμάτων και ελευθεριών των τρίτων. Στην περίπτωση αυτή η αίτηση ασκείται μέσα σε προθεσμία ενενήντα (90) ημερών, η οποία αρχίζει από την ημερομηνία που καθίσταται οριστική η απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου», ενώ με τη μεταβατική διάταξη του άρθρου 30 του ίδιου νόμου ορίζεται ότι «Η διάταξη του προηγουμένου άρθρου καταλαμβάνει και τις υποθέσεις για τις οποίες έχει εκδοθεί οριστική απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου πριν από τη δημοσίευση του παρόντος, εφ’ όσον δεν ορίζεται διαφορετικά και σύμφωνα με τους περιορισμούς της διάταξης της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και τις λοιπές διατάξεις της Σύμβασης αυτής, καθώς και τις διεθνείς συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία άσκησης της αίτησης ανάκλησης ή μεταρρύθμισης είναι ένα (1) έτος από τη δημοσίευση του παρόντος».

4.Έτσι, με την υπ’ αριθ. καταθέσεως 91/2017 αίτησή του, το Σωματείο «Τουρκική Ένωση Ξάνθης» επανήλθε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Θράκης εκθέτοντας ότι, μετά την έκδοση της προαναφερόμενης απόφασης του ΕΔΔΑ περί παραβίασης του άρθρου 11 της ΕΣΔΑ (δικαίωμα συνεταιρίζεσθαι), δεν δικαιολογείται πλέον η διάλυσή του και επικαλούμενο και την τροποποίηση του άρθρου 758 του ΚΠολΔ με τα άρθρα 29 και 30 του ν. 4491/2017, ζήτησε την ανάκληση της υπ’ αριθ. 31/2002 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης (ώστε να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεσή του κατά της 36/1986 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Ξάνθης και να απορριφθεί η υπ’ αριθ. καταθέσεως 11/30-1-1984 αρχική αίτηση τού τότε Νομάρχη Ξάνθης για τη διάλυσή του, καθώς και να διαταχθεί η εξάλειψη της διαγραφής του από το τηρούμενο στο Πρωτοδικείο Ξάνθης Βιβλίο Σωματείων).

Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε η υπ’αριθ. 96/2018 απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, η οποία έκρινε κατ’ αρχήν ότι η ένδικη αίτηση ανάκλησης ασκήθηκε ενώπιόν του αρμοδίως και παραδεκτώς, κατά τις διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του ν. 4491/2017, που εισηγήθηκε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ψήφισαν και τα άλλα δύο κόμματα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ).

Ακολούθως, το ως άνω Δικαστήριο, ερευνώντας περαιτέρω την από 4-12-2017 αίτηση ανάκλησης, αφού δέχτηκε ότι η αίτηση αυτή (που έχει ως δικαιολογητικό λόγο ανάκλησης την έκδοση τής απόφασης του ΕΔΔΑ) αποτελεί επανάσκηση της προηγηθείσας και απορριφθείσας αμετακλήτως από 14-11-2008 ανακλητικής αίτησης του Σωματείου, που ερείδεται στην ίδια απόφαση του ΕΔΔΑ και ότι έτσι, προσκρούει στην καταλαμβάνουσα και την πολιτική δίκη δικονομική αρχή non bis in idem. Η αρχή αυτή αποτελεί ειδική εγγύηση της δίκαιης δίκης (άρθρο 6 παρ. 1 της Ε.Σ.Δ.Α.), την οποία καθιερώνει (επί των υποθέσεων της εκουσίας δικαιοδοσίας, υπό την ειδικότερη εκδήλωση της αρνητικής ενέργειάς της) το άρθρο 778 του ΚΠολΔ.. Κι αυτό με δεδομένο ότι ο αποκλεισμός επανάληψης της ίδιας δικαστικής διαδικασίας αποσκοπεί στην προάσπιση της ασφάλειας του δικαίου και επιτάσσει η τελεσιδίκως και αμετακλήτως εκφρασθείσα δικαστική κρίση να ΜΗΝ τίθεται διαρκώς υπό αμφισβήτηση, κατ’ αντίθεση με την αρχή της νομιμότητας. Έτσι την απέρριψε, για το λόγο αυτό, ως απαράδεκτη.

ΙV. Άρειος Πάγος: Στη Δυτική Θράκη υπάρχουν μόνο Έλληνες, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα) και όχι «Τούρκοι» (εθνική μειονότητα)

Στην ιστορική υπ’αριθ. 840/2021 απόφαση του Δ’ Τμήματος το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο, αφού επανέλαβε τις οριστικές του θέσεις από την προηγούμενη επίσης ιστορική απόφαση με αριθ. 4/2005 της Ολομέλειάς του, καταλήγει ότι στη Δυτική Θράκη υπάρχουν μόνο Έλληνες, μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα) και όχι «Τούρκοι» (εθνική μειονότητα). Ειδικότερα αναφέρει:

«…με βάση τη Σύμβαση περί ανταλλαγής των Ελληνικών και Τουρκικών πληθυσμών, που υπογράφηκε στη Λωζάνη στις 30 Ιανουαρίου 1923 και τη Συνθήκη Ειρήνης που υπογράφηκε επίσης στη Λωζάνη στις 24 Ιουλίου 1923, στην Ελλάδα και ειδικότερα στη Δυτική Θράκη παρέμειναν Μουσουλμάνοι κατά το θρήσκευμα (θρησκευτική μειονότητα). Αυτό με σαφήνεια προκύπτει: α) από το άρθρο 2 της ανωτέρω Συμβάσεως, το οποίο ορίζει, ότι “[…] δεν θα περιληφθούν εις την εν τω πρώτω άρθρω προβλεπομένην ανταλλαγήν οι Έλληνες υπήκοοι, κάτοικοι της Κωνσταντινουπόλεως και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης” και β) από το άρθρο 45 της πιο πάνω Συνθήκης Ειρήνης, στο οποίο αναφέρεται, ότι “τα αναγνωρισθέντα δια των διατάξεων του παρόντος Τμήματος δικαιώματα εις τας εν Τουρκία μη μουσουλμανικάς μειονότητας, αναγνωρίζονται επίσης υπό της Ελλάδος εις τας εν τω εδάφει αυτής ευρισκομένας μουσουλμανικάς μειονότητας”.

Έτσι, σύμφωνα με την ανωτέρω Σύμβαση, η οποία είναι ειδική και δεν έχει ανατραπεί με κάποια νεότερη σύμβαση, στη Θράκη δεν υπάρχουν Τούρκοι, αλλά μουσουλμάνοι Έλληνες υπήκοοι. Το ιστορικό αυτό γεγονός, αλλά και η αναγνώριση της υπάρξεως μουσουλμανικής μειονότητας από τις συμβαλλόμενες χώρες, Ελλάδα και Τουρκία, οριοθετούν πλήρως τις θέσεις των δύο χωρών και τον αντίστοιχο προσδιορισμό τους στο διεθνή χώρο. Η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 έθεσε τέρμα σε οποιαδήποτε αιτήματα και βλέψεις εδαφικών διεκδικήσεων, οριστικοποιώντας έτσι τα σύνορα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας(ΟλΑΠ 4/2005).».

Παρακάτω η σπουδαία αυτή υπ’αριθ. 840/2021 απόφαση του Αρείου Πάγου (Τμήμα Δ’) αναφέρει ότι:

«Από τις συγκεκριμένες αυτές εκδηλώσεις, που δεν συνιστούν απλές μόνο υπόνοιες ή εντυπώσεις για τις προθέσεις ή τις τυχόν δραστηριότητες του σωματείου, αλλά θετικές ενέργειες αυτού, καταδεικνύεται ότι αυτό αντιμετωπίζει τα μέλη του ως Τούρκους και όχι ως Έλληνες πολίτες με μουσουλμανικό θρήσκευμα. Η τοιαύτη αναφορά στην τουρκική ταυτότητα δεν έχει την έννοια της απώτερης τουρκικής καταγωγής, αλλά της ενεστώσας ιδιότητάς τους, ως μελών υφιστάμενης στην Ελλάδα εθνικής Τουρκικής μειονότητας, η οποία μάλιστα καταπιέζεται δεινώς, για την οποία καταγγέλλουν στη διεθνή κοινή γνώμη (συνέδριο του Λονδίνου, Τουρκική Βουλή), ότι καταπιέζεται και ότι οι “Τούρκοι” της Δυτικής Θράκης θα πρέπει να αντιμετωπιστούν όχι ως Έλληνες, αλλά ως Τούρκοι, που πρέπει μάλιστα να προστατευθούν από την καταπίεση της Ελληνικής Διοικήσεως.

Όμως, η ταυτότητα αυτή, όπως την εμφανίζει το σωματείο, απευθυνόμενο στη διεθνή κοινή γνώμη, είναι ανύπαρκτη, διότι πρόκειται για Έλληνες πολίτες μουσουλμανικού θρησκεύματος, που η απώτερη καταγωγή τους είναι Τουρκική ή Πομακική. Αν το αναιρεσείον σωματείο ήθελε να υποδηλώσει μόνο την καταγωγή των μελών του με την χρήση των όρων “Τουρκική Ένωση” και “Τούρκοι Δυτικής Θράκης”, θα μπορούσε να το πράξει καθιστώντας σαφέστερη προς αυτήν την κατεύθυνση την επωνυμία της Ενώσεως, ώστε να μην δημιουργείται καμία παραπλάνηση.

Η εμμονή του, όμως, στη χρήση του επιθέτου “Τουρκική” στην επωνυμία του και των όρων “Τούρκων της Δυτικής Θράκης” στο προαναφερθέν άρθρο του καταστατικού του, σε αντίθεση προς τις προαναφερόμενες συνθήκες, όχι μόνο δεν συμβάλλει στην ειρηνική και αρμονική συμβίωση των πολιτών της περιοχής, που είναι αναγκαία για το γενικό καλό και των δύο ελληνικών κοινοτήτων, χριστιανικής και μουσουλμανικής, αλλά εγείρει ανύπαρκτο μειονοτικό πρόβλημα “Τούρκων”, η αξιολόγηση της σημασίας του οποίου ανήκει αποκλειστικά στην αρμοδιότητα της Ελληνικής Πολιτείας, όπως άλλωστε δέχεται και το Ε.Δ.Δ.Α. το οποίο, όπως προαναφέρθηκε, σημειώνει ότι “[…] δεν είναι της αρμοδιότητάς του να αξιολογήσει τη σημασία που δίνει το εναγόμενο Κράτος στα ζητήματα που σχετίζονται με τη μουσουλμανική μειονότητα στη Δυτική Θράκη…”, καθ’ όσον, με τον τρόπο αυτό επιχειρείται μία εκ πλαγίου αναθεώρηση της Συνθήκης της Λωζάνης, αφού τυχόν αναγνώριση του δικαιώματος δημιουργίας ενώσεως Τούρκων πολιτών στη Δυτική Θράκη, καταργεί στην πράξη την θρησκευτική ταυτότητα της μουσουλμανικής μειονότητας και την καθιστά εθνική μειονότητα.

Συνεπώς, από το καταστατικό και τη σύμφωνα με αυτό λειτουργία και τις προαναφερόμενες συγκεκριμένες θετικές ενέργειες των στελεχών του αναιρεσείοντος σωματείου δεν εγείρονται απλές υπόνοιες, αλλά προκύπτει σαφώς η επιδίωξη μεταρρυθμίσεων κατά τα κρατούντα σε τρίτο κράτος, προωθούνται οι εθνικές τουρκικές επιδιώξεις (προώθηση της ιδέας ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία εθνική μειονότητα), προσβάλλεται η ελευθερία εκφράσεως των μελών του και επέρχεται σύγχυση ως προς την υπηκοότητα των μελών του σωματείου. Η προώθηση, άλλωστε, της προαναφερόμενης ιδέας (ότι στην Ελλάδα υπάρχει μία εθνική μειονότητα),δια των προαναφερομένων συγκεκριμένων θετικών ενεργειών των στελεχών του αναιρεσείοντος σωματείου, αποτελεί απειλή για τη δημοκρατική κοινωνία της χώρας. Με τον τρόπο αυτό προσβάλλεται εντόνως η Ελληνική δημόσια τάξη και η εθνική ασφάλεια, τις οποίες η ευνομούμενη και συντεταγμένη Ελληνική Πολιτεία οφείλει να προστατεύει. Συντρέχουν, επομένως, όλες οι κατά νόμον προϋποθέσεις για τη διάλυση του αναιρεσείοντος σωματείου. Είναι δε η διάλυση αυτού (αναιρεσείοντος σωματείου), εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και τελεί σε σχέση αναλογίας μεταξύ των ανωτέρω παραβιάσεων του σωματείου και του σκοπού, στον οποίον η διάλυσή του αποβλέπει, τη διαφύλαξη, δηλονότι, της κοινωνικής ισορροπίας και της γαλήνης μεταξύ των δύο Ελληνικών Κοινοτήτων της ευαίσθητης περιοχής της Θράκης, Χριστιανικής και Μουσουλμανικής και, κατ’ επέκταση, της γαλήνης της χώρας, το μέτρο δε της διαλύσεως αυτού είναι αναγκαίο, λαμβανομένου κυρίως υπόψη ότι ο αιτών τη διάλυση τότε Νομάρχης Ξάνθης, ως εποπτεύουσα Αρχή, δεν εδικαιούτο, σύμφωνα με τα κρατούντα στη δημοκρατική και ευνομούμενη Ελληνική Πολιτεία, να έχει άλλο τρόπο επεμβάσεως στη λειτουργία του αναιρεσείοντος σωματείου από το να επιδιώξει τη διάλυσή του (άρθρο 105 ΑΚ), όπως έπραξε στην προκείμενη περίπτωση, ενώ αντίθετα, το αναιρεσείον σωματείο μπορεί, δια της γενικής συνελεύσεως των μελών του, να συμμορφωθεί προς τις απαιτήσεις μιας δημοκρατικής κοινωνίας και να επιδιώξει την τροποποίηση του καταστατικού του, με την αλλαγή της υφιστάμενης επιλήψιμης επωνυμίας, που αντίκειται ευθέως σε διεθνείς συμβάσεις, με άλλη σαφώς προσδιοριστική της ταυτότητας των μελών του επωνυμία και με την απάλειψη των επίμαχων όρων, που το μεν δημιουργούν παραπλανητική εικόνα ή σύγχυση ως προς την ταυτότητα και τους σκοπούς των μελών του, το δε περιορίζουν την ελευθερία εκφράσεως και προκαλούν σύγχυση και απειλή για τη δημόσια τάξη, ενέργειες, όμως, στις οποίες το αναιρεσείον δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα.».

Και καταλήγει ότι:

«Με τα δεδομένα αυτά, που έγιναν κατά βάση δεκτά και με την υπό ανάκληση απόφαση, νομίμως και στα πλαίσια του άρθρου 11 παρ. 2 Ε.Σ.Δ.Α. ασκήθηκε το δικαίωμα από το άρθρο 105 αριθμ. 3 του ΑΚ, και ειδικότερα για θεμιτό σκοπό (ήτοι για την προστασία της δημόσιας τάξεως), καθόσον συνέτρεχαν όλες οι κατά νόμο προϋποθέσεις για τη διάλυση του αιτούντος σωματείου, η οποία ήταν εναρμονισμένη προς το επιβαλλόμενο αναγκαίο μέτρο περιορισμού της σωματειακής ελευθερίας και τελούσε σε σχέση αναλογίας μεταξύ των παραπάνω παραβιάσεων του σωματείου και του σκοπού στον οποίο η διάλυσή του αποβλέπει και, συνεπώς η, ερειδόμενη στις διατάξεις των άρθρων 29 και 30 του Ν. 4991/2017, από 04-12-2017 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως 91/5-12-2017 αίτηση ανάκλησης της υπ’ αριθμ. 31/2002 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, είχε μεν ασκηθεί παραδεκτά, σύμφωνα με όσα έχουν ήδη εκτεθεί, πλην όμως ήταν απορριπτέα ως νομικά αβάσιμη, κατ’ εφαρμογήν της διατάξεως της παραγράφου 2 του άρθρου 11 της Ε.Σ.Δ.Α.

Επομένως, το Εφετείο, που απέρριψε ως απαράδεκτη την ένδικη αίτηση, δεχόμενο ότι αποτελεί επανάσκηση της προηγηθείσας και απορριφθείσας αμετακλήτως από 14-11-2008 ανακλητικής αίτησης του αιτούντος σωματείου, στην οποία προέβαλε επίσης ως δικαιολογητικό λόγο ανακλήσεώς της την έκδοση της ίδιας ως άνω απόφασης του Ε.Δ.Δ.Α. και ότι συνεπώς (η ένδικη αίτηση) προσκρούει στην καταλαμβάνουσα και την πολιτική δίκη δικονομική αρχή non bis in idem, ενώ έπρεπε να δεχθεί ότι αυτή (ένδικη αίτηση) είναι νομικά αβάσιμη, καθόσον με τα δεδομένα που είχε δεχτεί η υπό ανάκληση απόφαση, το δικαίωμα από το άρθρο 105 αριθμ. 3 του ΑΚ ασκήθηκε νομίμως στα πλαίσια του άρθρου 11 παρ. 2 της Ε.Σ.Δ.Α., και, συνεπώς, το αιτούν σωματείο δεν είχε νόμιμη αξίωση προς ανάκληση της υπ’ αριθμ. 31/2002 απόφασης του Τριμελούς Εφετείου Θράκης, έσφαλε μεν ως προς την αιτιολογία, πλην, όμως ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε, απορρίπτοντας την ως άνω αίτηση, γι’ αυτό πρέπει, κατ’ άρθρο 578 ΚΠολΔ, που ορίζει: “αν το αιτιολογικό της προσβαλλομένης απόφασης κρίνεται εσφαλμένο, αλλά το διατακτικό της ορθό, ο Άρειος Πάγος απορρίπτει την αναίρεση, εκτός αν υπάρχει έννομο συμφέρον να αποτραπεί δεδικασμένο, οπότε αναιρείται η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της”, να απορριφθεί και ο λόγος αυτός της αίτησης αναιρέσεως, από το άρθρο 559 αριθμ. 1 του ΚΠολΔ ως απαράδεκτος εν όψει και του ότι δεν υπάρχει, ούτε το αναιρεσείον επικαλείται, έννομο συμφέρον προς αποτροπή δυσμενούς δεδικασμένου, να αναιρεθεί η απόφαση μόνο ως προς την εσφαλμένη αιτιολογία της.».

V.Ιδού τα αποκαλυπτικά έγγραφα-κείμενα

Για πληρέστερη κατανόηση όλης της υπόθεσης παραθέσαμε παραπάνω:

-τα άρθρα 29 και 30 του ν. 4491/2017 (Υπουργός Δικαιοσύνης κ.Κοντονής και Εξωτερικών κ.Κοτζιάς) που ψήφισαν όλοι οι βουλευτές των κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ και που συνιστούν ουσιαστικά, εκ πλαγίου παραβίαση των οριζομένων στη Συνθήκη της Λωζάνης,

-την ιστορική 4/2005 απόφαση του Αρείου Πάγου που απαγορεύει τη δράση της «Τουρκικής Ένωσης Ξάνθης»,

-την υπ’αριθ. 26698/2005(2008)απόφαση του ΕΔΔΑ που, κατά παράβαση της Συνθήκης της Λωζάνης και του Ελληνικού Συντάγματος, επέτρεψε τη νόμιμη δράση της «Τουρκικής Ένωσης Θράκης» και κυρίως

-την εξαιρετική από κάθε άποψη 840/2021 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου.

Η υπ’αριθ. 840/2021 απόφαση του Δ’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, με πληρέστατη και καταλυτική επιχειρηματολογία, απαντά τεκμηριωμένα αφοπλίζοντας όσους, στους δύσκολους σήμερα καιρούς μας, ανοήτως ανακινούνως δημόσια πολιτικά πρόσωπα (και δη σε ευαίσθητες προεκλογικές περιόδους) το ζήτημα της θεσμικής και συνταγματικής θέσης της θρησκευτικής μειονότητας των Ελλήνων μουσουλμάνων στη Δυτική Θράκη.

(Ο Αλέξης Π. Μητρόπουλος είναι Καθηγητής- Πρόεδρος ΕΝΥΠΕΚΚ- Ο Δημήτρης Π. Μητρόπουλος είναι Νομικός)

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Ακολουθήστε το iEidiseis.gr στο Google News
Chevron Left
Παναγής Παναγιωτόπουλος: Η εμφύλια σύρραξη στο Σουδάν και οι γεωπολιτικές εξελίξεις στην υπο-σαχάρια Αφρική
Ο γρίφος του νέου Προέδρου της Βουλής
Chevron Right