Είναι εμφανής ο κίνδυνος να έχουμε έναν νέο «Ψυχρό Πόλεμο» με αποτέλεσμα την εκ νέου διαίρεση του κόσμου σε συνασπισμούς και στρατόπεδα που αντιμάχονται το ένα το άλλο. Το αναγνώρισε ακόμη και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς σε πρόσφατο άρθρο του. Ζήτησε μάλιστα να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για την οικοδόμηση νέων συμπράξεων, στη βάση των δημοκρατικών αξιών και την προστασία των «ανοιχτών κοινωνιών».
Τα όσα ορθά ανέφερε ο Σολτς απηχούν ευρύτερα τις ανησυχίες και το φόβο τόσο της Γερμανίας, όσο και συνολικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ειδικά σε μία περίοδο όπου ένα μεγάλο ποσοστό των Γερμανών πολιτών είναι δυσαρεστημένο με την κυβέρνησή του και τη διαχείριση της ενεργειακής κρίσης, είναι αδήριτη ανάγκη οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες να θέσουν κάποιους πυλώνες γύρω από τους οποίους θα μπορεί να διασφαλιστεί μία μίνιμουμ περιφερειακή και γεωπολιτική συνεργασία. Αυτοί οι πυλώνες δεν θα μπορούσαν να είναι άλλοι από την εξασφάλιση της ενεργειακής ασφάλειας, την καταπολέμηση των οικονομικών και εισοδηματικών ανισοτήτων, τις προσπάθειες για τερματισμό του πολέμου και ειρήνευση στην Ουκρανία.
Τα τελευταία χρόνια, την τελευταία δεκαετία για την ακρίβεια, η ΕΕ και η Ευρωζώνη έχουν βιώσει μία βαθιά οικονομική και θεσμική κρίση, που μεταφράζεται, μεταξύ άλλων, σε αποδυνάμωση του εισοδήματος για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία και την άνοδο ακροδεξιών πολιτικών σχηματισμών σε πολλά κράτη-μέλη. Η συνέχιση της λειτουργίας και ύπαρξης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος απαιτεί μία συνολική αναθεώρηση της προσέγγισης και της πολιτικής στόχευσης, καθώς δεν μπορούμε πλέον να μιλάμε ούτε για «οικονομική υπεροχή» της Ένωσης, ούτε για «ασφάλεια», όταν ένα πολύ μεγάλο τμήμα των ευρωπαϊκών κοινωνιών αντιμετωπίζει σημαντικές οικονομικές δυσκολίες και πλέον νιώθει μεγάλη ανασφάλεια λόγω και του συνεχιζόμενου πολέμου στην Ουκρανία.
Η μεγάλη ενεργειακή εξάρτηση της ΕΕ από τη Ρωσία, αλλά και το ξεπερασμένο οικονομικό μοντέλο της ΕΕ αποδυνάμωσαν την Ένωση συνολικά. Η ΕΕ «σύρθηκε» επίσης υποταγμένη στις πολιτικές των ΗΠΑ, αδυνατώντας να διαμορφώσει μία συνεκτική-ενιαία θέση στην εξωτερική πολιτική και τώρα πολλοί Ευρωπαίοι πολιτικοί αντιλαμβάνονται πόσο αδιέξοδη ήταν αυτή η επιλογή. Την ίδια στιγμή, η διοίκηση Μπάιντεν στις ΗΠΑ κάνει στροφή 180 μοιρών και μελετά την πιθανότητα διαλόγου με το Κρεμλίνο «υπό προϋποθέσεις», σηματοδοτώντας μία κορυφαία αλλαγή στην στρατηγική που έχει ακολουθηθεί μέχρι σήμερα. Οι ΗΠΑ φαίνεται να εγκαταλείπουν οριστικά την ελπίδα ότι ο Ρώσος πρόεδρος μπορεί να «πέσει από μέσα», από εσωτερικές πολιτικές εξελίξεις και συμβιβάζονται με την ιδέα ότι θα πρέπει να βρουν μια κάποια λύση συνομιλώντας μαζί του.
Πίσω από αυτή την αλλαγή στρατηγικής ίσως κρύβεται και η κόπωση της Ουάσινγκτον από τον πόλεμο, που κάθε μέρα που περνάει γίνεται εντονότερη τόσο στις ΗΠΑ, όσο και στην ΕΕ. Αυτή η διαπίστωση φαίνεται ότι κυριάρχησε και στις συζητήσεις του Αμερικανού προέδρου με το Γάλλο ομόλογό Εμμανουέλ Μακρόν, καθώς και η δημόσια δήλωση και των δύο ότι πλέον το δυτικό μέτωπο απειλείται με διάσπαση. Επί της ουσίας, πρόκειται για μία παραδοχή της λανθασμένης πολιτικής προσέγγισης που υιοθέτησαν ΗΠΑ και ΕΕ, ειδικά από τη στιγμή που δεν υπήρχε κανένα αξιόπιστο πλάνο για άμεση ενεργειακή απεξάρτηση από τη Ρωσία. Τώρα που οι κοινωνίες βρίσκονται εγκλωβισμένες στις βαθιές συνέπειες της ενεργειακής κρίσης, οι πολιτικοί ηγέτες αναγνωρίζουν τους εκλογικούς κινδύνους που ελλοχεύουν, αφήνουν τους λεονταρισμούς και τις κενές ουσίας δηλώσεις και σπεύδουν να υιοθετήσουν μία ρεαλιστική προσέγγιση που, σε τελική ανάλυση, θα μπορούσε να διαμορφώσει μία νέα δυναμική για τερματισμό του πολέμου και στήριξη των Ευρωπαίων πολιτών.
Δεν είναι η πρώτη φορά που μια απόφαση από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού «πιάνει στον ύπνο» τους Ευρωπαίους. Κι όσο κι αν είναι αναγκαίο να αλλάξει στρατηγική η ΕΕ, καθώς πρώτα και κύρια ζημιωμένες είναι οι ίδιες οι ευρωπαϊκές κοινωνίες, η Ένωση «ακολουθεί πιστά» και πάλι τις ΗΠΑ χωρίς να έχει κανένα πλάνο και καμία δική της στρατηγική. Αν κάτι είναι παραπάνω από απαραίτητο για τη συνέχεια, με βάση και τα διδάγματα του πρόσφατου παρελθόντος, είναι οι ευρωπαϊκές ηγεσίες να επεξεργαστούν ένα πανευρωπαϊκό πρόγραμμα ως αντίδοτο στο αμερικάνικο. Μπορούν να κάνουν κάτι τέτοιο, όταν από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία μέχρι σήμερα η πλειοψηφία των κυβερνήσεων κινήθηκε στη βάση εθνοκεντρικών μέτρων, αδιαφορώντας για συλλογικές αποφάσεις που θα μπορούσαν ευθύς εξαρχής να είχαν προσφέρει λύσεις στα σημερινά αδιέξοδα; Αυτό είναι το μεγαλύτερο ερώτημα που έχει μπροστά της ΕΕ – και είναι ένα ερώτημα τόσο ουσιαστικό όσο και υπαρξιακό.
(Ο Γιώργος Μπαλάφας είναι μέλος της Κεντρικής Επιτροπής ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και περιφερειακός σύμβουλος Βόρειου Τομέα Αττικής)