Τα ευρήματα της Ετήσιας Έκθεσης για την Ελληνική Οικονομία και την Απασχόληση 2022 του ΙΝΕ ΓΣΕΕ δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με νέες εστίες αστάθειας που, σε συνδυασμό με τις συνέπειες της «μεγάλης» οικονομικής κρίσης και της πανδημίας, δημιουργούν μια εύθραυστη οικονομική, κοινωνική και πολιτική ισορροπία.
Σε βασικούς οικονομικούς και κοινωνικούς δείκτες η χώρα μας εξακολουθεί να υστερεί συγκριτικά από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ενδεικτικά το 2021 το κατά κεφαλήν πραγματικό ΑΕΠ της Ελλάδας υστερούσε κατά 21,8% από το επίπεδο του 2007, ενώ για τον μέσο όρο των χωρών-μελών της Ευρωζώνης ήταν υψηλότερο κατά 5,1%.
Επίσης, το 2021 το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες ίδιας αγοραστικής δύναμης της Ελλάδας ήταν το δεύτερο χαμηλότερο στην ΕΕ, πάνω από τη Βουλγαρία, όταν το 2007 ήταν στη 15η υψηλότερη θέση, περίπου στο ίδιο επίπεδο με τον μέσο όρο της ΕΕ. Τα ευρήματα αυτά είναι εντυπωσιακά ως προς την αναπτυξιακή απόκλιση της Ελλάδας.
Ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας για τα επόμενα τρίμηνα αναθεωρείται προς τα κάτω και θα είναι αρκετά πιο ήπιος. Το μέγεθος και η κλαδική διάρθρωση των επενδύσεων δεν υποστηρίζουν κάποια ένδειξη μακροοικονομικού και παραγωγικού μετασχηματισμού, όπως αποκαλύπτουν το υψηλό ποσοστό της κατανάλωσης, το χαμηλό ποσοστό της επένδυσης στο ΑΕΠ και το μεγάλο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Η ανεργία, παρά την πτωτική της πορεία, παραμένει σε υψηλό επίπεδο. Το ποσοστό της απασχόλησης είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, ενώ το μεγάλο έλλειμμα προστασίας της εργασίας δημιουργεί ένα επισφαλές και κατακερματισμένο εργασιακό περιβάλλον με έντονες μισθολογικές ανισότητες.
Την ίδια στιγμή οι υψηλές τιμές της ενέργειας και των τροφίμων και το κύμα της ασταμάτητης ακρίβειας μειώνουν το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, αυξάνοντας σημαντικά τον κίνδυνο των πιο ευάλωτων να βρεθούν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και σοβαρής υλικής αποστέρησης.
Η μείωση της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού τον Απρίλιο του 2022 ήταν ίση με 18%, του μέσου μισθού του ιδιωτικού τομέα ίση με 9,9% και του μέσου μισθού μερικής απασχόλησης ίση με 28%. Τα προαναφερόμενα ευρήματα αναδεικνύουν την ευθραυστότητα του βιοτικού επιπέδου ενός σημαντικού τμήματος της κοινωνίας.
Στο νέο αβέβαιο γεωπολιτικό και οικονομικό περιβάλλον οι προκλήσεις είναι πολλές και σύνθετες. Η βελτίωση της ανισορροπίας βασικών ισοζυγίων, όπως το δημοσιονομικό και το εμπορικό ισοζύγιο, καθώς και η βελτίωση ποιοτικών οικονομικών και κοινωνικών δεικτών πρέπει να αποτελέσουν μείζονες προτεραιότητες της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής.
Η χαμηλή διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας είναι ένδειξη της άμεσης ανάγκης διαμόρφωσης μιας εξελικτικής βιομηχανικής στρατηγικής και πολιτικής και κλαδικής αναδιάρθρωσης του παραγωγικού συστήματος ώστε να περιοριστεί η εισαγωγική εξάρτηση της χώρας και να ενισχυθεί η επάρκεια και η αυτάρκειά της σε βασικά ενδιάμεσα και τελικά αγαθά. Κύριος στόχος η δημιουργία μιας πιο ισορροπημένης, βιώσιμης και ανθεκτικής οικονομίας.
Το 2021 χαρακτηρίστηκε από έντονες δημοσιονομικές πιέσεις που προστέθηκαν σε εκείνες που άφησε πίσω του το πρώτο έτος της πανδημικής κρίσης. Η ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας στηρίχτηκε στην αξιοσημείωτα επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, η οποία αύξησε περαιτέρω το δημόσιο χρέος και την ευθραυστότητα του δημοσιονομικού συστήματος.
Παράλληλα, και παρά την αύξηση των πρωτογενών δαπανών κατά την περίοδο της πανδημίας, η συμμετοχή των κοινωνικών παροχών σε αυτές ανήλθε το 2021 στο 41,2%, καταγράφοντας πτώση 6,9 ποσοστιαίων μονάδων έναντι του 2019, που είναι η μεγαλύτερη στην Ευρωζώνη. Επίσης, το 2021 η Ελλάδα κατέγραψε το τρίτο υψηλότερο ποσοστό πληρωμών για τόκους της Γενικής Κυβέρνησης στα συνολικά έσοδά της από άμεσους φόρους, έμμεσους φόρους και κοινωνικές εισφορές.
Η εξέλιξη αυτή σε συνδυασμό με την υπέρ-συσσώρευση δημόσιου χρέους, τα συνεχή πρωτογενή δημοσιονομικά ελλείμματα και την προσδοκώμενη μετάβαση των κεντρικών τραπεζών σε μια πιο επιθετικά αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική που θα προκαλέσει ανοδική πορεία του κόστους εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους και των ασφαλίστρων πιστωτικού κινδύνου δεν επιτρέπουν μια διατηρήσιμη αποκλιμάκωση του ρίσκου φερεγγυότητας της χώρας.
Αν στην εικόνα αυτή προσθέσουμε και το υψηλό ιδιωτικό χρέος, τότε η αποφυγή μιας επιδείνωσης της χρηματοπιστωτικής ευθραυστότητας της οικονομίας πρέπει να είναι κεντρικός στόχος της οικονομικής πολιτικής. Ωστόσο, με έμφαση πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η διασφαλισμένη μεσοπρόθεσμη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους δεν πρέπει να υπονομευτεί.
Η δημοσιονομικά ευάλωτη ελληνική οικονομία, η εμπειρία της διαχείρισης και των συνεπειών της κρίσης χρέους της προηγούμενης δεκαετίας, καθώς και το νέο γεωπολιτικό περιβάλλον καθιστούν κρίσιμη την αποφυγή μιας νέας δημοσιονομικής αποσταθεροποίησης, η οποία θα περιόριζε τους βαθμούς ελευθερίας και τις επιλογές της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Ρόλο κλειδί για τη βραχυμεσοπρόθεσμη προοπτική της οικονομίας και τους αναγκαίους μετασχηματισμούς που απαιτεί η μετάβασή της σε ένα νέο, διατηρήσιμο και ανθεκτικό υπόδειγμα ανάπτυξης έχει η ουσιαστική ενίσχυση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, η αύξηση της βιώσιμης απασχόλησης και η ενίσχυση των θεσμών της αγοράς εργασίας.
Τα Μνημόνια επιδείνωσαν και η πανδημία ανέδειξε περαιτέρω σοβαρά κενά στην προστασία θεμελιωδών δικαιωμάτων των εργαζομένων σε θέματα όπως οι αξιοπρεπείς μισθοί, ο χρόνος (υπερ)εργασίας, οι αδυναμίες της επαγγελματικής ασφάλειας και της υγείας. Οι συλλογικές διαπραγματεύσεις ενισχύουν τα δημοκρατικά θεμέλια των αγορών εργασίας και την εμπιστοσύνη στις δημοκρατικές αξίες των κοινωνιών μας.
Κοινωνικός διάλογος και συλλογικές διαπραγματεύσεις συνδιαμορφώνουν μια προοπτική ανάπτυξης που μπορεί να είναι ανθρωποκεντρική, συμπεριληπτική, ανθεκτική και βιώσιμη. Στο νέο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό περιβάλλον, η Ελλάδα χρειάζεται σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά ένα παραγωγικό και κοινωνικό σχέδιο ανοικοδόμησης της οικονομίας.
Το ΙΝΕ ΓΣΕΕ διαχρονικά υποστηρίζει ότι οι στόχοι μιας χωρίς αποκλεισμούς οικονομικής μεγέθυνσης, της καθολικής προστασίας των ευάλωτων ομάδων εργαζομένων και της ενίσχυσης του κοινωνικού διαλόγου και των συλλογικών διαπραγματεύσεων πρέπει να γίνουν οι κύριοι πυλώνες της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής για την αντιμετώπιση του ελλείμματος αξιοπρεπούς εργασίας στη χώρα μας, των οικονομικών και μισθολογικών ανισοτήτων και του κοινωνικού αποκλεισμού.
(Ο Γιώργος Αργείτης είναι Καθηγητής, ΤΟΕ, ΕΚΠΑ, Επιστημονικός Διευθυντής ΙΝΕ ΓΣΕΕ)